Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (05/11/2003) Μέρος 3/6

Τετάρτη, 05 Νοεμβρίου 2003 21:03
A- A A+

Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι πρέπει να εφαρμόσετε το παλαιό 187 που τέθηκε σε ισχύ με το Ν. 2172/93 οπότε η πράξη της συμμετοχής είναι πλημμεληματική και έχει παραγραφεί λόγω παρέλευσης 5ετίας πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, οπότε πρέπει να πάψει οριστικά η ποινική δίωξη για την κατηγορία αυτή για τον Κονδύλη.

Στο σημείο αυτό ολοκλήρωσα την αναφορά μου στην κατά την υπεράσπιση ποινική ευθύνη του Κονδύλη σχετικά με τις κατηγορίες με τις οποίες βαρύνεται. Θεωρώ όμως ότι η αναφορά στις αντικειμενικές και υποκειμενικές υποστάσεις των επιμέρους αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες κατηγορείται δεν αρκεί για την αξιολόγηση της ποινικής του συμπεριφοράς. Αυτό γιατί στο πρόσωπό του συντρέχει κατά την Υπεράσπισή, περίπτωση εφαρμογής ελαφρυντικών περιστάσεων.

Πριν προχωρήσω στα επιμέρους ζητήματα των ελαφρυντικών, θα ήθελα να κάνω μια γενική επισήμανση γύρω από τη φύση των ελαφρυντικών γιατί εδώ έχει γίνει πολύς λόγος σε αυτή την αίθουσα για τη φύση των ελαφρυντικών τα οποία έχουν εκληφθεί και λίγο ως «δώρα› προς τον κατηγορούμενο και έχει φτάσει να θεωρείται λιγότερο αξιοπρεπής ο κατηγορούμενος που τα διεκδικεί από αυτόν που δεν τα διεκδικεί.

Θέλω λοιπόν να πω ότι η δυνατότητα ελάφρυνσης της ποινής είναι μέθοδος αναζήτησης δικαιοσύνης η οποία αντιτίθεται στην αρχή dura lex. Είναι επανόρθωση της γενίκευσης του νομοθέτη που επιτρέπει ανθρώπινη κρίση ανά περίπτωση, δεν είναι κάμψη δικαιοσύνης, είναι επανόρθωση δικαιοσύνης και είναι μέρος αναπόσπαστο της δικανικής κρίσης, όχι λάφυρο προς τον κατηγορούμενο. Γι αυτό και το Δικαστήριο μπορεί να τα χορηγήσει και χωρίς να ζητηθούν.

Εξειδικεύοντας τώρα, για την υπεράσπιση του Κονδύλη καταρχήν η Οργάνωση 17Ν έχει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα και τα κίνητρα της ένταξης όσων συμμετείχαν και του ίδιου, είναι πολιτικά και πρέπει περαιτέρω να αξιολογηθούν ως μη ταπεινά. Ήδη οι όροι «ένταξη›, «συμμετοχή› και «αποχώρηση› νομίζω ότι φάνηκε και από τη διαδικασία ότι είναι όροι που εκφεύγουν του Ποινικού Δικαίου, του ποινικοδικαιϊκού χώρου και φέρουν ένα αυτόνομο, θα έλεγε κανείς, ιδεολογικοπολιτικό βάρος. Αν το αγνοήσουμε θα κάνουμε μία προσέγγιση λειψή θα μπορούσαμε να πούμε, της ποινικής απαξίας και των πράξεων.

Θεωρώ ότι αυτή η πολιτική διάσταση της δράσης της 17Ν δεν ήταν καθόλου απούσα από τη διαδικασία εδώ μέσα. Σε ένα πρώτο στάδιο αναφερθήκαμε στον πολιτικό χαρακτήρα των πράξεων και τέθηκε το ερώτημα αν είναι πολιτικό ή όχι το έγκλημα. Υποβλήθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης η ένσταση του πολιτικού εγκλήματος, η οποία απερρίφθη με την υιοθέτηση της στενής αντικειμενικής θεωρίας με την υιοθέτηση της άποψης ουσιαστικά ότι η δημοκρατία είναι το τέλος της ιστορίας και κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού της με μη ειρηνικά μέσα είναι ποινικό αδίκημα.

Παρόλα αυτά, παρά την απόφαση αυτή, η πολιτική συζήτηση δεν αποκλείστηκε από αυτή την αίθουσα. Μετά την εξέταση περίπου 600 μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και την ανάγνωση όλων των προκηρύξεων της Οργάνωσης και τα όσα είπαν οι κατηγορούμενοι που αποδέχονται τη συμμετοχή τους, νομίζω ότι αυτό που προέκυψε είναι ότι η Οργάνωση αυτή ήταν μια πολιτική Οργάνωση που εντάσσεται στο χώρο της άκρας Αριστεράς, είχε πολιτικούς στόχους, αριστερό πολιτικό λόγο και πολιτική στρατηγική. Και βέβαια είχε οργανωμένη δράση γιατί πολιτική δράση από έναν δεν μπορεί να νοηθεί.

Αυτή την αξιολόγηση κατ’ ουσίαν θα έλεγε κανείς ότι έκανε και ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας αρνούμενος βέβαια τον πολιτικό χαρακτήρα των κρινομένων πράξεων, ο οποίος κατά την αγόρευσή του και σε μία αποστροφή του λόγου του, είπε: «Ήρθαν εδώ για να εμποδίσουν τη δημοκρατία, να πλήξουν τους θεσμούς, να ανατρέψουν το πολίτευμα. Κουβαλούσαν στο οπλοστάσιό τους την ένοπλη επαναστατική βία εναντίον της δημοκρατίας. Κάθε επίθεση, δολοφονία ή απόπειρα ήταν μια επίθεση στο πολίτευμα›.

Και καταλήγει: «Αυτοί οι κατηγορούμενοι που δικάζουμε δεν είναι από το χώρο της μαφίας, ούτε του οργανωμένου εγκλήματος. Δεν είναι οι εγκληματίες οι οργανωμένοι του κοινού Ποινικού Δικαίου, είναι χειρότεροι›. Τί χειρότερο μπορεί να είναι, παρά μόνο πολιτικοί εγκληματίες, γιατί διευκρινίζω ότι η κρίση για τον πολιτικό ή μη χαρακτήρα μίας πράξης, δεν της δίνει κανένα ηθικό έρεισμα, δεν περιέχει ηθικές αξιολογήσεις, είναι μια κρίση αντικειμενική για το χαρακτήρα της πράξης.

Γιατί όμως αυτή η τόσο ρηματική άρνηση του προφανούς το οποίο τελικά στερείται και κάθε ηθικής αξιολόγησης, δεν έχει και τόση σημασία; Νομίζω ότι η τόσο έντονη άρνηση του πολιτικού χαρακτήρα της Οργάνωσης 17Ν και η κατάφαση θα έλεγε κανείς με εμφατικό τρόπο ότι δεν είναι πολιτικό αυτό το πολιτικό έγκλημα, εντάσσεται γενικά στην ευρύτερη προσπάθεια εξάρθρωσης που αποφάσισε σε αυτή τη δεδομένη στιγμή η συντεταγμένη πολιτεία, εξάρθρωση ενός εσωτερικού εχθρού υπολογίσιμου ή μη δεν έχει σημασία.

Η πραγματική εξάρθρωση επετεύχθη με τρόπους και μέσα που θα έλεγε κανείς ότι έθεσαν και σε κίνδυνο το νομικό πολιτισμό μας. Όμως η ολοκληρωτική εξάρθρωση ήθελε και κάτι ακόμα: Ήθελε τη διάλυση της ιδέας που δε μπορούσε να γίνει παρά μόνο με τη ρηματική άρνηση του πολιτικού χαρακτήρα αυτής της δράσης. Όλο αυτό θεωρώ ότι θυμίζει, θα έλεγε κανείς, το «1984› του Όργουελ, όπου το νόημα των λέξεων, καθορίζεται κατά την κρίση του κράτους ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κρατικής κάθε φορά πολιτικής.

Αυτά ως προς τον χαρακτήρα της πράξης. Στα πλαίσια της διαδικασίας, προχωρήσαμε εν συνεχεία στο στάδιο των ελαφρυντικών περιστάσεων, στη συζήτηση επί των κινήτρων, που αφορούν πλέον όχι την πράξη αλλά το υποκείμενο της πράξης, το δράστη της πράξης. Εδώ έγινε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Η αποδοχή του ότι τα κίνητρα των συμμετεχόντων στην Οργάνωση 17Ν είναι πολιτικά, έγινε με αρκετή ευκολία, κυρίως από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής.

Τα αδικήματα θεωρήθηκαν ποινικά αδικήματα με πολιτικά κίνητρα. Αυτό έγινε γιατί η περαιτέρω αξιοποίηση των πολιτικών κινήτρων υπέρ του δράστη, περνά πλέον από μια ηθική αξιολόγηση. Ο ποινικός νομοθέτης δεν ελαφρύνει την ποινική μεταχείριση του δράστη που εμφορείται από κίνητρα πολιτικά, αλλά του δράστη που εμφορείται από κίνητρα ευγενή. Και τα πολιτικά κίνητρα δεν είναι απαραιτήτως και ευγενή.

Πώς θα γίνει όμως τώρα η αξιολόγηση; Με ποια κριτήρια και ποιος θα είναι ο κριτής; Από την Πολιτική Αγωγή εκφράστηκε η άποψη, η αφοριστική θα έλεγα άποψη, ότι τα κίνητρα μιας ανθρωποκτονίας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ευγενή. Η ανθρωποκτονία είναι ανθρωποκτονία γιατί η ανθρώπινη ζωή έχει απόλυτη αξία.

Νομίζω ότι η ανθρώπινη ζωή κ.κ. Δικαστές έχει απόλυτη αξία μόνο στο πεδίο του φιλοσοφικού στοχασμού. Δε θα εξετάσω το αν έχει απόλυτη αξία στην κοινωνία, στο δικό μας δίκαιο πάντως δεν έχει. Γιατί αν είχε, η ανθρωποκτονία εκ προμελέτης θα ετιμωρείτο το ίδιο με την ανθρωποκτονία εκ βρασμού ψυχικής ορμής. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι ίδιο, η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής.

Ήδη, ο ίδιος ο συνήγορος υπεράσπισης της Πολιτικής Αγωγής που υπεστήριξε αυτή την άποψη, ο κ. Αναγνωστόπουλος, σχετικοποίησε την άποψή του σε μια προσπάθεια να επιβαρύνει τη θέση των κατηγορουμένων, λέγοντας ότι ο προμελετημένος φόνος είναι η χειρότερη μορφή ανθρωποκτονίας. ¶ρα, υπάρχει και ελαφρότερη μορφή ανθρωποκτονίας. Τελικά νομίζω ότι η μόνη διαφοροποίηση που επιφυλάσσει ο νομοθέτης στο έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής έναντι των άλλων, είναι ότι θέλει, απαιτεί, η προσβολή της να κρίνεται από λαϊκούς δικαστές. Αυτό όμως προσπεράστηκε χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό.

Περαιτέρω τώρα, υποστηρίχθηκε η θεωρητική άποψη ότι ευγενή είναι τα κίνητρα που δεν έρχονται σε αντίθεση με την κοινή συνείδηση για την τάξη και την ηθική. Ενώ ταπεινά είναι τα αίτια που προδίδουν κακοβουλία του δράστη και διαστροφή του χαρακτήρα του. Εδώ γεννιέται ένα καινούργιο πρόβλημα: Με ποιο μέτρο θα αναζητήσουμε την κοινή συνείδηση για την ηθική και κοινωνική τάξη; Ποιος θα είναι ο κριτής;

Είπατε εσείς κ. Πρόεδρε σε κάποια συνεδρίαση, «ο μέσος κοινωνός θα είναι ο κριτής, όχι εγώ που έχω μια νοητικότητα διαφορετική›. Μπορούμε να πούμε με ασφάλεια τί γνώμη έχει ο μέσος κοινωνός για τα κίνητρα της δράσης της 17Ν; Νομίζω πως δε μπορούμε και δεν βοηθάνε ούτε οι δημοσκοπήσεις γι αυτό ούτε τα γκάλοπ. Εκείνο που θεωρώ ότι δεν μπορούμε να πούμε και αυτό πια δεν είναι θέμα πολιτικής εκτίμησης, είναι ζήτημα στατιστικής, είναι ότι τα αιτήματα του μέσου κοινωνού για κοινωνική δικαιοσύνη, για ισότητα και ελευθερία, ικανοποιούνται από την αστική δημοκρατία δυτικού τύπου στην οποία ζούμε.

¶ρα, ενυπάρχουν όπως και σε κάθε κοινωνία, και στην αστική δημοκρατία, εξ αντικειμένου οι συνθήκες που δικαιολογούν το αίτημα μετασχηματισμού της. Η ανυπακοή λοιπόν δεν είναι εξ ορισμού απαξιώσιμη. Απλά τίθεται ένα όριο δικαιολογημένης ανυπακοής. Ό,τι βρίσκεται πέρα από το όριο είναι ηθικά απαξιώσιμο; Εδώ πλέον μπαίνει ένα ζήτημα αναλογίας.

Για να βρούμε το μέτρο προϋποτίθεται διάλογος και κατανόηση πολλών και αντικρουόμενων δικαίων. Έγινε αυτός ο διάλογος σε αυτή την αίθουσα; Εγώ θεωρώ ότι σε πολλά σημεία δεν απεφεύχθη και σε αυτά τα σημεία του διαλόγου θα αναφερθώ σε σχέση με τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, τον Κονδύλη.

Η περίπτωση του Κονδύλη έχει μια ιδιαιτερότητα. Ο Κονδύλης δεν εντάχθηκε στη 17Ν σε ηλικία 18-20 ετών, ένας ονειροπόλος νέος που ήθελε γενικά και αόριστα να αλλάξει τον κόσμο. Εντάχθηκε σε ηλικία 30 ετών παντρεμένος με δύο παιδιά, εργάτης σε εργοστάσιο, βιομηχανικός εργάτης ήδη 15 χρόνια, με έντονη πολιτική δραστηριότητα, συνδικαλιστική παρουσία και πολιτικό κριτήριο ανεπτυγμένο. Αυτά είναι στοιχεία αντικειμενικά.

Οι μάρτυρες που ήρθαν να μιλήσουν γι αυτόν, χρωμάτισαν την πορεία του και είπαν ότι «ήταν μπροστάρης στο Εργατικό Κίνημα› μας είπε ο Πανέρας, «άνθρωπος με υψηλή ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση, έδινε πάντα το παρόν στη μάχη για την υπεράσπιση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ήταν πολιτικά συγκροτημένος με έντονο συναισθηματισμό. Δεν παραιτείται εύκολα από την ιδέα της αναμέτρησης με το σύστημα, ό,τι έκανε το έκανε με ανιδιοτέλεια και αφοσίωση στις ιδεολογικές αρχές του Κομμουνισμού, χωρίς ποτέ να εξαργυρώσει τίποτα. Του είχε προταθεί να μεταχθεί σε υπαλληλική θέση, του είχε προταθεί να πάει για σπουδές στη Σοβιετική Ένωση, αρνήθηκε όλα αυτά γιατί ήθελε να μείνει και να παλέψει για την Εργατική Τάξη›, είπε ο μάρτυρας Μαυροειδής.

Με αυτά τα δεδομένα εσείς αυτόν τον άνθρωπο, όταν ήρθε η ώρα να τον εξετάσετε, δεν τον ρωτήσατε «πώς εσύ, ένας τόσο συγκροτημένος άνθρωπος με αυτά τα χαρακτηριστικά έγινες ξαφνικά κοινός εγκληματίας›. Τον ρωτήσατε –και λέω ακριβώς την ερώτηση- «πώς η ψυχή του ανθρώπου μπορεί κάποια στιγμή να πει ότι ‘περνώ το κατώφλι αυτού που λέγεται ποινικός νόμος’ και θέτω την ανθρώπινη ζωή σε δεύτερη μοίρα ενόψει των πολιτικών μου σκοπών›.

Ο ίδιος ο Κονδύλης από την πλευρά του, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της απολογίας του σε μία διήγηση με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο. Ανέλυσε την πολιτική διαδρομή του από τις γραμμές του ΚΚΕ στο Εργατικό Κίνημα, στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Μέσα από τα αδιέξοδα αυτού του Κινήματος, εξήγησε και το πέρασμά του στην άλλη μορφή δράσης. Εξήγησε πώς περνιέται το όριο ανάμεσα στην πολιτική δράση και στην πολιτική βία, σε μια δεδομένη πολιτική συγκυρία. Και ποια είναι η συγκυρία της δικής του ένταξης; Είναι το 1991, είναι η εποχή της λήξης του σύντομου 20ου αιώνα όπως λέει ο Χοπμπάουμ, η εποχή της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και στην Ελλάδα η εποχή της νεοφιλελεύθερης επέλασης, όπου η Αριστερά κάνει μια στροφή προς τα δεξιά συμμετέχοντας σε μία συντηρητική κυβέρνηση.

Σε αυτή τη συγκυρία, όπου η νόμιμη Αριστερά δέχεται καταλυτικά πλήγματα, ο Κονδύλης κάνει μια οριακή επιλογή αναζητώντας πιο δυναμικές μορφές πάλης. Δεν την κάνει αβασάνιστα, ο ίδιος λέει «δυο χρόνια αμφιταλαντευόμουν, μέχρι να κάνω τη μοιραία κίνηση›. Και αυτή η μοιραία κίνηση τον οδηγεί σε μια ομάδα που διακηρύσσει με τον γραπτό της λόγο τα ίδια προτάγματα για μια καλύτερη κοινωνία αλλά στην εποχή της αδράνειας δείχνει να δρα.

Συμμετέχει σε αραιά χρονικά διαστήματα και αποχωρεί το ’96 γιατί όπως λέει ο ίδιος «ήμουν πάντα πιο κοντά στο μαζικό κίνημα›. Αυτά σας τα λέει ένας άνθρωπος ο οποίος έχει εγκαταλείψει προ πολλού αυτή τη μορφή δράσης. Έχει διαφοροποιηθεί πολιτικά και πραγματικά από τη 17Ν και έχει μετανιώσει, το είπε καθαρά, γι αυτό και ο κ. Εισαγγελέας πρότεινε και ορθά, τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 εδάφιο δ’.

Επιπλέον ασκεί και αυτοκριτική για τη δράση του αυτή, λέγοντας ότι ήταν πολιτική αφέλεια. Όμως δε μπορεί να αποποιηθεί τον εαυτό του. Τί εννοώ: Αυτή η κίνηση της ένταξης σε έναν τέτοιο δρόμο, μπορεί να μην ήταν η μόνη δυνατή, σίγουρα δεν ήταν η ορθότερη, δε μπορούμε να πούμε όμως ότι ήταν ολοκληρωτική παραφωνία με την προηγούμενη και την επόμενη πολιτεία του. Γιατί ποιο είναι το συνδετικό σημείο που συνδέει όλες αυτές τις πολιτικές επιλογές; Δεν είναι το πολιτικό πλαίσιο, δεν είναι τα μέσα. Είναι όμως το κίνητρο, είναι ένα ίδιο και απαράλλακτο όραμα για μια καλύτερη κοινωνία.

Δεν άλλαξε το κίνητρο με την ένταξη στο ένοπλο, αλλά προστέθηκε η ανάληψη ενός τεράστιου προσωπικού κόστους και η απόσυρση σε όλα τα οφέλη που μπορούσε να αποδώσει ο αναμφισβήτητα πρότερος έντιμος βίος του. Παράλληλα η επιλογή αυτή δεν προσέφερε καμία δυνατότητα εξαργύρωσης. Δεν γράφεται σε κανένα βιογραφικό η συμμετοχή στη 17Ν. Ο ίδιος το λέει πιο απλά, μιλά για τα κίνητρά του πιο απλά. «Από την αρχή έλεγα αν με πιάσουν, εγώ θα πω ‘γι αυτά που με κατηγορείτε, είμαι μέλος της 17Ν’ για να μην πείτε ότι το έκανα για δικό μου όφελος ή για οτιδήποτε άλλο›.

Τελικά τί προκύπτει και γιατί ανέπτυξα όλον αυτό τον συλλογισμό: Ότι με τα ίδια ευγενή κίνητρα, ένας άνθρωπος που οργανώθηκε στο μαζικό κίνημα έκανε και μια οριακή επιλογή, αυτή την οριακή επιλογή που δικάζετε τώρα, σε μια δεδομένη πολιτική συγκυρία. Αυτή η επιλογή είχε τεράστιο κόστος και κανένα προσωπικό όφελος. Ήταν δηλαδή εξ ορισμού ανιδιοτελής.

Θεωρώ λοιπόν ότι μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν είναι αδιανόητο πώς μπορεί το πέρασμα του ορίου να οδηγεί στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων χωρίς όμως το κίνητρο να είναι και ηθικά απαξιώσιμο. Αυτά είναι τα ευγενή κίνητρα ενός ανθρώπου που κάνει αυτή την επιλογή και η αναγνώρισή τους δεν καθαγιάζει τις πράξεις. ¶λλο το κίνητρο, άλλο το μέσο, άλλο το αποτέλεσμα. Αυτά τα κίνητρα θεωρώ ότι πρέπει και εσείς να αναγνωρίσετε.

Σε κάθε περίπτωση ο Κονδύλης τώρα όπως και όλοι οι άλλοι, δικάζεται και θα κριθεί και σε λίγο εσείς θα κληθείτε να αποφασίσετε για τη ζωή του. Και δεν θα κριθεί μόνο από το Δικαστήριο αυτό. Εσείς δεν θα τον ξέρατε καθόλου αν δεν είχε στη ζωή του ξεπεράσει αυτό το όριο της δικαιολογημένης ανυπακοής. Νομίζω όμως ότι οι άνθρωποι οι οποίοι επιλέγουν στη ζωή τους να μην ιδιωτεύουν, θέτοντας μια ιδέα παραπάνω από την προσωπική τους ευημερία, αυτοί που τους συναντούν οι άλλοι στο δρόμο και τους λένε «δεν έβαλες ακόμη μυαλό στο κεφάλι σου›, είναι άξιοι της δημόσιας κρίσης και ταυτόχρονα υπόλογοι και πάντα εκτεθειμένοι σε αυτήν και πολύ πριν βρεθούν μπροστά σε ένα Δικαστήριο, για τις επιλογές τους, για τις πράξεις τους αλλά και για τα σφάλματα και για τις αναδιπλώσεις τους.

Αυτή η κρίση νομίζω, είτε γίνεται από ένα Δικαστήριο είτε γίνεται από την κοινωνία, πρέπει να γίνεται με ανθρώπινα μέτρα και όχι σε απόλυτες τιμές. Τα ανθρώπινα λάθη και οι κακές εκτιμήσεις και πισωγυρίσματα και αναδιπλώσεις. Διαφορετικά μιλάμε για ήρωες του παραμυθιού και ο Κονδύλης δεν είναι ήρωας του παραμυθιού ούτε και κανένας άλλος ζωντανός άνθρωπος, ούτε τραγικός ήρωας είναι γιατί αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν ταιριάζουν στους ανθρώπους.

Τελικά στους 8 μήνες που διαρκεί αυτή η διαδικασία έχουν ακουστεί εδώ από όλους τους παράγοντες της Δίκης προσωπικές κρίσεις για όλους τους κατηγορούμενους. Εγώ προσπάθησα να σταχυολογήσω αυτές τις κρίσεις και να επιλέξω τι θεωρώ πιο σημαντικό για να σας θυμίσω ενόψει του ότι σε λίγο εσείς θα αποσυρθείτε και θα κρίνετε για την ζωή αυτού του ανθρώπου.

Πέραν των τελείως αρνητικών πραγμάτων που έχουν ακουστεί, των συλλογικών επικρίσεων που αφορούν και τον Κονδύλη σαφώς από την πολιτική αγωγή έχουν ακουστεί εδώ και πράγματα θετικά και εσείς και οι συνήγοροι υπεράσπισης τον είπαν ‘αξιοπρεπέστατο, αξιόπιστο, αφοπλιστικά ειλικρινή, τραγικό ήρωα’. Από όλα αυτά εγώ αυτό που κρατάω και αυτό που θέλω να σας θυμίσω είναι αυτό που είπαν περίπου 300 άνθρωποι εδώ, φίλοι του, παλιοί συναγωνιστές του, εργάτες από το εργοστάσιο, συμπατριώτες του στην επιστολή συμπαράστασης που απηύθυναν σε σας.

Τον στηρίζουμε είπαν γιατί είναι ένας από μας. Αυτό λένε άνθρωποι σήμερα για το δικαζόμενο ως μέλος της 17Ν, άνθρωποι που καθόλου δεν απέχουν από το κοινό περί δικαίου και περί αξιοπρέπειας αίσθημα. Ένας από μας λένε και νομίζω έτσι πρέπει να κριθεί. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε πολύ την κα Δαλιάνη. Κύριε Δαλιάνη, εγώ αν την είχα κόρη θα την φιλούσα και δεν θα μιλούσα καθόλου μετά από όλη αυτή την αγόρευση. Παρόλα αυτά σε σας δεν συνιστώ το ίδιο διότι έχετε λάβει τις αποφάσεις σας και με αποδοχή αυτών που είπε.

Μ. ΔΑΛΙΑΝΗΣ: Βεβαίως σε αυτήν την περίπτωση θα παραιτούμην ευχαρίστως κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να δούμε και τον παλιό. Ο παλιός είναι αλλιώς. Να τον ακούσουμε.

Μ. ΔΑΛΙΑΝΗΣ: Ο παλιός έχει να πει άλλα πράγματα γιατί όπως αντληφθήκατε αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές πράγματι χωρίς να θέλω να μεροληπτήσω για την συνεργάτιδά μου υπήρξε πολύ διεξοδική η αγόρευσή της επάνω στις επιμέρους πράξεις και στα γενικότερα θέματα, όσα βέβαια η εμπειρία της της επιτρέπει.

Σε ότι αφορά τις ειδικότερες τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο εντολέας μου θα είμαι πολύ σύντομος και ελάχιστα συμπληρωματικός. Βεβαίως έχω να πω κάποιες γενικές παρατηρήσεις εν συνεχεία στις οποίες θα είμαι αναλυτικότερος αλλά και πάλι ο χρόνος μου θα είναι πολύ λίγος.

Για τα Σεπόλια που έγινε μία πάρα πολύ διεξοδική ανάλυση από την συνεργάτιδά μου θα ήθελα να προσθέσω το εξής, σε αυτά που είπε για την αναξιοπιστία του βασικού μάρτυρα του κ. Παπαφώτη θα ήθελα να προσθέσω ένα και μόνο πράγμα. Ότι εκτός από τις τρεις εκδοχές που εμφάνισε ο κ. Παπαφώτης στα διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής της Δίκης, προδικασία και εδώ υπάρχει και μία τέταρτη εκδοχή την οποία εμφάνισε με τόση πειστικότητα στην αρχή στο Δικαστήριό σας που πλέον εφόσον την εγκατέλειψε αποδεικνύει μία θεατρική παράσταση που δεν επιτρέπει πλέον σε κανένα δικαιοδοτικό όργανο να την λάβει υπόψη του.

Ο κ. Παπαφώτης δεν αρκέστηκε να πει στο Δικαστήριό σας αξιότιμοι κ.κ. Εφέτες ότι φοβήθηκα που μπορούσε να ήταν και φυσικό. Φοβήθηκα από την 17Ν αν κι εδώ θα ήθελα να παρατηρήσω ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα αστυνομικό εν ενεργεία προκειμένου να επιτύχει αυτό που επιδιώκει να προβάλλει το φόβο του αλλά σας είπε κάτι άλλο ότι, «όταν είδα την εικόνα του Κονδύλη στην τηλεόραση έμεινα άναυδος, κάτι άστραψε μέσα μου, αμέσως τον αναγνώρισα›.

Το σκέπτεστε αξιότιμοι κ.κ. Εφέτες την αλλαγή που έκανε εν συνεχεία αυτός ο άνθρωπος όταν ερωτώμενος και πιεζόμενος όπως ήταν φυσικό, από την υπεράσπιση υποχρεώθηκε να γυρίσει πίσω; Και μόνον αυτό πιστεύω ότι φτάνει για να καταλήξει το Δικαστήριό σας σε πλήρη πεποίθηση ότι τουλάχιστον για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του Παπαφώτη ανεξαρτήτως του τι είπε ο Σάββας Ξηρός, ανεξαρτήτως του τι προκύπτει από το σύνολο της δικογραφίας δεν μπορεί να έχει ευθύνη ο κ. Κονδύλης.

Εδώ βέβαια είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω αξιότιμε κ. Πρόεδρε ότι ο κ. Κονδύλης τότε κατήγγειλε κι ένα άλλο γεγονός που συνέβη στις φυλακές. Βέβαια δεν του δόθηκε ιδιαίτερη σημασία ενώ είχε σημασία και ήταν και ακριβές και αληθές και επιβεβαιώθηκε και από άλλους συγκατηγορουμένους. Ότι ο Παπαφώτης είχε προηγουμένως άλλες φορές είχε πάει στις φυλακές, είχε επισκεφθεί τις φυλακές και είχε διεισδύσει στον περίγυρο των κελιών προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να κάνει εν συνεχεία την αναγνώριση που έκανε.

Δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές το να βγάλουμε μία κατηγορία από αυτές που βαρύνουν τον Κονδύλη ενόψει του ότι διπλή μείωση δεν υπάρχει και πιστεύω ακράδαντα ότι θα του χορηγήσετε το ελαφρυντικό ή τα ελαφρυντικά που δικαιούται. Όμως είναι ηθικό το θέμα. Ο Κονδύλης σαν ένας ειλικρινής άνθρωπος που νομίζω ότι το απέδειξε καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας δεν δέχεται έπ’ ουδενί να χρεωθεί ηθικά μία τέτοια πράξη την οποία δεν τέλεσε.

Περαιτέρω θα ήθελα να πω για τα Σεπόλια ότι η κατηγορία της απλής συνέργιας για τις απόπειρες των άλλων και μένα με βρίσκει αντίθετο όπως την συνεργάτιδά μου η οποία διεξοδικά ανέλυσε. Θα ήθελα να πω όμως επιπλέον και το εξής: μπορείτε να θεωρήσετε ποτέ ότι ένας άνθρωπος που συμμετέχει για πρώτη φορά στη δραστηριότητα μιας Οργάνωσης, σε μία ενέργεια με επαναστατική (όπως θέλετε πείτε την) και που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πρωτοεμφανιζόμενου μέλους. Ότι είχε έστω και ενδεχόμενο δόλο να παράσχει απλή συνδρομή στο ενδεχόμενο ότι θα συναντούσαν την αντίσταση αυτήν που συνάντησαν από τους αστυνομικούς και θα ανταλλάσσονταν πυροβολισμοί;

Νομίζω ότι φτάνουμε σε επίπεδα πλέον υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που είναι πέρα από τα φυσικά όρια του. Έρχομαι στην υπόθεση Σιπαχίογλου. Στην υπόθεση Σιπαχίογλου πράγματι ο Κονδύλης για πρώτη φορά στην αίθουσα αυτή και ενώπιον του ακροατηρίου σας εξέφρασε μία εκδοχή που δεν την ξαναπεί. Ότι δηλαδή ενώ είχε παραδεχθεί προανακριτικά και ανακριτικά ότι συμμετείχε ευθέως στον βαθμό που συμμετείχε βέβαια στην δολοφονία του Σιπαχίογλου είπε για πρώτη φορά στο Δικαστήριό σας, στο ακροατήριο αυτήν την εκδοχή που είπε την οποία σας ανέπτυξε και η συνεργάτης μου ότι δηλαδή εκείνη την ημέρα δεν γνώριζε ότι θα γινόταν το χτύπημα στον Σιπαχίογλου. Και το αιτιολόγησε όπως το αιτιολόγησε που είναι πιστεύω απόλυτα λογικό ότι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει κάνει μία βραδινή βάρδια 8ωρη σε μια βαριά δουλειά όπως ακούσατε άλλωστε από τους μάρτυρες υπεράσπισης που οι περισσότεροι ήταν συνεργάτες του, σε μία δουλειά όπου μαζεύει, ξεδιαλέγει τα σπασμένα μπουκάλια και ο θόρυβος είναι φοβερός κλπ καταλαβαίνετε τι καταπόνηση είναι για τον άνθρωπο μια τέτοια εργασία.

Προφανώς δεν προσφέρεται αυτός ο άνθρωπος μετά από μία 8ωρη νυχτερινή βάρδια να πάει να συνεργήσει σε μία τέτοια πράξη γιατί δεν μπορεί να προσφέρει βοήθεια. Εκείνο που θέλω να σας διευκρινίσω ιδιαίτερα και δεν θα αναφερόμουν καθόλου στην πράξη γιατί νομίζω ότι εξαντλήθηκε από τη συνεργάτιδά μου είναι το εξής: πιθανότατα κάποιοι εξ υμών να θεώρησαν ότι αυτό είναι μία κατασκευή υπερασπιστική που ενδεχομένως του την υποβάλλαμε κι εμείς.

Αυτό σας το λέω ξεκάθαρα και τελείως ειλικρινά. Δεν είχαμε καμία απολύτως συμμετοχή. Μάλιστα το ίδιο μεσημέρι όταν τον επισκέφθηκα στις φυλακές, στο επισκεπτήριο των φυλακών επειδή θεώρησα ότι αποδυνάμωνε την γενικότερη υπερασπιστική του θέση που στηριζόταν στην απόλυτη ειλικρίνεια τον ρώτησα ‘γιατί έκανες αυτή την στροφή’ και μου απήντησε εντελώς κοφτά και ξερά ‘γιατί έτσι έγιναν τα πράγματα’.

Αυτό τι σημαίνει αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές; Εγώ προσωπικά για λόγους δικούς μου ηθικής αντίληψης όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ δεν θα κάνω συλλογισμούς για το τι συνέπειες μπορεί να έχει αν δεχθείτε αυτή την εκδοχή, όμως αν την δεχθείτε πράγματι υπάρχει πρόβλημα. Και υπάρχει πρόβλημα το οποίο θα θελήσω, πραγματικά θέλω και πραγματικά το ζητώ από το Δικαστήριό σας να το λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του. Γιατί αυτά που ελέχθησαν από την συνεργάτιδά μου ότι δεν μπορεί να υπάρχει ένας γενικός δόλος που να κατευθύνεται σε μία αόριστη πράξη που θα γίνει κάποτε είναι σωστά. Διότι αν μη τι άλλο αξιότιμοι κ.κ. Εφέτες κάποιος που αποφασίζει να διαπράξει ένα αδίκημα έχει και το δικαίωμα της υπαναχώρησης. Έχει το δικαίωμα μέχρι την ώρα που θα το διαπράξει να αλλάξει γνώμη. Αυτό δεν μπορεί να του το στερήσει κανένας.

Εάν λοιπόν δεχθείτε, εγώ δεν σας πιέζω να το δεχθείτε ούτε το ζητώ, αν όμως δεχθείτε ότι είναι ειλικρινής η εκδοχή που εμφάνισε, που παρουσίασε ο Κονδύλης γι’ αυτήν την συγκεκριμένη ενέργεια τότε θα πρέπει να το λάβετε πολύ σοβαρά υπόψη σας στην έκδοση της απόφασής σας.

Για την ρουκέτα θα ήθελα να πω ότι πράγματι ήταν μία ενέργεια που αποδεδειγμένα κατέτεινε σε έναν εντυπωσιασμό και σε μία εκδήλωση της αποστροφής που ένοιωθαν οι συγκεκριμένοι, η συγκεκριμένη Οργάνωση, τα μέλη της συγκεκριμένης Οργάνωσης κατά των αμερικανών και δεν θα ήταν και παράξενο άλλωστε. Έχουμε δει τόσα πολλά από αυτήν την πλευρά που προσωπικά κι εγώ ο ίδιος αμφιβάλλω αν θα αρνιόμουν την συμμετοχή μου σε μια τέτοια πράξη.

Για την ληστεία της Τράπεζας. Για την Τράπεζα δεν υπάρχει αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές κανένα απολύτως στοιχείο ή μάλλον τα υπάρχοντα σας οδηγούν πράγματι σε απαλλακτική κρίση. Επαρκώς εξαντλήθηκε το θέμα από την συνεργάτιδά μου η οποία σας είπε και πώς ενεπλάκη και πώς ένα πρωθύστερο γεγονός της ένταξής του στην Οργάνωση έπαιξε αυτόν τον ρόλο για να φτάσει ο Κονδύλης κατηγορούμενος στο ακροατήριο και με αυτήν την πράξη.

Για την συμμετοχή άκουσα με προσοχή γιατί δεν την είχα ακούσει την άποψη που είχε διατυπώσει ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης της πολιτικής αγωγής ο κ. Αναγνωστόπουλος ότι δηλαδή θεωρεί ότι δεν χρειάζεται να συμμετέχει σε συγκεκριμένες πράξεις κάποιος για να εξακολουθεί να είναι μέλος εφόσον εντάχθηκε αρκεί να έχει πάντα την ετοιμότητα να προσφέρει την συνδρομή του, οποιαδήποτε συνδρομή, να συμμετάσχει σε ενέργειες ανά πάσα στιγμή όταν του ζητηθεί.

Πέραν αυτών που είπε η συνεργάτης μου τα οποία θεωρώ απολύτως σωστά θα ήθελα να θέσω ένα άλλο ζήτημα υπόψη σας. Το αν πράγματι βρίσκεται σε ετοιμότητα και είναι διατεθειμένος όποτε του ζητηθεί να συμμετάσχει, να συμπράξει σε μία ενέργεια αυτής της Οργάνωσης δεν είναι θέμα αποδεικτέο που χρίζει απόδειξης;

Προκύπτει από κανένα στοιχείο λοιπόν για τον Κονδύλη μιλάω συγκεκριμένα γιατί είναι ο εντολέας μου, πιθανόν και για τους άλλους ότι πράγματι ήταν σε ετοιμότητα; Δεν είναι ένα ερευνητέο θέμα για να καταλήξετε σε κρίση ενοχής έπ’ αυτής της πράξεως; Βεβαίως η εκδοχή που έχει υιοθετηθεί από το βούλευμα με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Ότι δηλαδή εφόσον εντάχθηκες κάποια στιγμή και δεν απεχώρησες κατά τρόπο εμφανή ή πανηγυρικό υπάρχει τεκμήριο εις βάρος σου ότι εξακολουθείς να παραμένεις. Δε νομίζω ότι αντέχει σε καμία κριτική αυτό το πράγμα.

Θα ήθελα όμως να πω ορισμένα πράγματα αξιότιμε κ. Πρόεδρε, γενικότερα θέματα και γενικότερες παρατηρήσεις επάνω σε αυτή τη Δίκη και στο είδος των εγκλημάτων. Θα ξεκινήσω από τις δικές μου τουλάχιστον τοποθετήσεις και παραδοχές οι οποίες είναι σαφείς και κατηγορηματικές.

Θεωρώ κ.κ. Δικαστές ότι οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται οι παρόντες κατηγορούμενοι είναι πολιτικά εγκλήματα. Το θεωρώ αυτό διότι δεν μπορώ πραγματικά όση προσπάθεια κι αν έκανα να τις εντάξω σε κάποια άλλη κατηγορία αδικημάτων. Τούτο διότι και τα κίνητρα είναι δεδομένα σε αυτή την περίπτωση και οι στόχοι επίσης δεδομένοι και δεδηλωμένοι μάλιστα με τις προκηρύξεις αλλά και πολύ περισσότερο πράγμα που θα σας αναλύσω εν συνεχεία. Και δεν υπάρχει κατά την άποψή μου αναντιστοιχία αυτής της επιλογής ή της ανάπτυξης μιας επαναστατικής δραστηριότητας με τις πολιτικές συνθήκες της εποχής.

Εκτός εάν βέβαια θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε μια άλλη κρίση αν κάναμε κάποιες υπερβάσεις οι οποίες θα έλεγα ότι είναι αλματώδεις. Εάν δηλαδή φτάναμε να πούμε ότι ο σκοπός και το κίνητρο αυτής της Οργάνωσης, των μελών αυτής της Οργάνωσης ήταν να διαπράττουν κλοπές και ληστείες για να πορίζονται εισόδημα, βέβαια τότε αλλάζουν τα πράγματα αλλά θα πρέπει να δεχθούμε εν τι αυτή περιπτώσει ότι έπ’ ευκαιρία διέπραξαν και 23 ανθρωποκτονίες για να θολώσουν τα νερά. Αυτό θεωρώ ότι είναι υπερβολή.

Είναι λοιπόν κατά την άποψη του ομιλούντος πολιτικά εγκλήματα. Θεωρώ επίσης αξιότιμε κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές και μου αρέσει να μιλάω με παρρησία πάντοτε ότι και η Δίκη σε έναν βαθμό είναι πολιτική. Όχι στο βαθμό βέβαια το ότι είναι προδιαγεγραμμένο το αποτέλεσμά της, αυτό δεν θα το πω σε καμία περίπτωση. Πιστεύω απόλυτα ότι θα κρίνετε κατά συνείδηση. Πιστεύω όμως επίσης αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές ότι τέθηκαν θέματα από την υπεράσπιση στο Δικαστήριό σας για την λύση των οποίων υπήρχε μονόδρομος. Δεν υπήρχε δυνατότητα ακολουθίας άλλου δρόμου.

Το θέμα του αν τα εγκλήματα ήταν πολιτικά συναπτόμενο απόλυτα με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σας κανένα Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να το ξεπεράσει με άλλον τρόπο παρά μόνο με την απόφαση που κι εσείς πήρατε. Θεωρώ ότι είναι αδιανόητο εντελώς να δεχθούμε ότι θα υπήρχε οποιοδήποτε Δικαστήριο στη χώρα μας ή οπουδήποτε στη γη που μετά από την εξάρθρωση μιας Οργάνωσης που έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική, εγώ την λέω «επαναστατική› θα αρνιόταν την αρμοδιότητά του και θα δημιουργούσε προβλήματα ενόψει και της ανάγκης συντόμευσης της Δίκης και άλλων πολλών στοιχείων.

Αυτά τα λέω γιατί δεν είχα την τιμή να τα εκθέσω ότι υπεβλήθησαν και είμαι άλλωστε πάρα πολύ σύντομος, όταν υπεβλήθησαν ως ενστάσεις από την πολιτική αγωγή, το ζήτημα των παραβάσεων που έγιναν, των δικονομικών διατάξεων κατά την προδικασία. Έγιναν αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές παραβιάσεις. Το αν μπορούσε να γίνει αλλιώς ή όχι είναι άλλο θέμα, είναι ένα θέμα προς συζήτηση. Το όμως έγιναν έγιναν. Το ότι ο Σάββας Ξηρός επί παραδείγματι κατάθεσε και απολογήθηκε με τον τρόπο που απολογήθηκε υπό πίεση; Εγώ προσωπικά θα μου επιτρέψετε να το θεωρήσω δεδομένο.

Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ευάλωτος από την κατάσταση της υγείας του να δεχθούμε σε καμία περίπτωση ότι ήταν νηφάλιος και ότι έλεγε ότι ήθελε να πει. Το αν είναι αλήθεια ή όχι αυτά που είπε είναι ένα έτερο θέμα. Δεν ενδιαφέρει. Όμως θα πω ότι και αυτό που παρατηρήθηκε ακόμα και από τους μάρτυρες, τους γιατρούς του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ που ήρθαν στο ακροατήριό σας, όταν προθυμότατος να μιλήσει κλπ δείχνει την μη ομαλή κατάσταση της υγείας του.

Επίσης μια άλλη παρατήρηση που έχω να κάνω προς το Δικαστήριό σας γιατί σε μία τέτοια Δίκη με το βεληνεκές που έχει και με το ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι ένα παράπονο ότι η Δίκη έγινε με την ελάχιστη δυνατή δημοσιότητα. Εδώ βέβαια είμαι υποχρεωμένος να διαφωνήσω με τους αξιότιμους κ. Εισαγγελείς ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για έλλειψη δημοσιότητας όταν τα έδρανα, όταν τα καθίσματα του ακροατηρίου είναι άδεια.

Θα έλεγα αξιότιμοι κ.κ. Εισαγγελείς ότι εφαρμόσατε τις διατάξεις περί δημοσιότητας οι οποίες όμως με τους περιορισμούς που έχουν εισαγάγει ουσιαστικά περιαιρούν και φαλκιδεύουν την αρχή της δημοσιότητας. Είναι γνωστό αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές ότι σήμερα το ΜΜΕ που έχει μονοπωλήσει την πληροφόρηση του λαού είναι η τηλεόραση. Κακώς, κάκιστα όμως και σε αυτό δεν έχει ευθύνη ο λαός. Εκεί τον έχουμε οδηγήσει. Αυτή είναι όμως μία πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να ακουστούμε και απεκλείσθη αυτό το μέσον με αποτέλεσμα να διεξάγεται μία Δίκη που αφορά ένα γεγονός που απετέλεσε το κύριο θέμα συζήτησης το προηγούμενο εξάμηνο από την έναρξη της διαδικασίας σε άδειες αίθουσες.

Θα έλεγα μάλιστα προσθέτοντας ότι για μένα, από την εμπειρία που έχω από την 35ετή άσκηση της δικηγορίας μέχρι σήμερα, είναι η Δίκη με την μικρότερη δημοσιότητα και με την ελλιπέστερη ενημέρωση. Και αυτό σε αντίθεση με τα τεχνολογικά μέσα που υπάρχουν σήμερα.

Εδώ υπάρχει το εξής περίεργο: Ας θυμηθούμε επί παραδείγματι την δίκη του ΑΣΠΙΔΑ που έγινε το ’66 στη μεγάλη αίθουσα των πολιτικών συνεδριάσεων του Πρωτοδικείου στη Σανταρόζα. Τότε τα πρακτικά, γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι συντάσσονταν πάρα πολύ πλημμελώς, με μεγάλη πλημμέλεια. Ήταν στην ευθύνη του Γραμματέα ο οποίος γνώριζε στενογραφία και ό,τι έπιανε ή ό,τι ήθελε το έγραφε. Παρά ταύτα, υπήρχε μια ενημέρωση με τον γραπτό Τύπο, συγκλονιστική κυριολεκτικά.

Εάν αναζητήσετε και διαβάσετε εφημερίδες της εποχής, θα δείτε 3 και 4 σελίδες σε σύνολο 5 και 6, γιατί τότε οι εφημερίδες δεν έβγαιναν 15σέλιδες και 20σέλιδες, 3 και 4 σελίδες ήταν όλες. Τα 2/3 τα κατελάμβαναν ουσιαστικά η μεταφορά των πρακτικών της δίκης η οποία ήταν καλύτερη από τα πρακτικά που συνέτασσε ο Γραμματέας. Αυτό είναι ένα παράπονο αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές και διερωτώμαι, για ποιο λόγο απετράπη αυτή η ευρεία δημοσιότητα που οφειλόταν σε μία τέτοια Δίκη. Προσπαθώ να σκεφθώ ειλικρινά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε συνήγορε, δεν το θέλατε εδώ οι δικηγόροι. Εγώ δεν είπα να μπει η τηλεόραση; Εμείς φταίμε πάλι; Όταν φτάσαμε σε κάποιο σημείο που το ξαναπρότεινα εγώ, οι δικοί σας οι δικηγόροι φώναζαν. Ξέρετε σε κανένα άλλο Δικαστήριο στον κόσμο να υπάρχουν συνέχεια γύρω στους 70-80 δημοσιογράφους συνεχώς μέσα στην αίθουσα; Για να μη λέμε τελείως παραμύθια....

Ό,τι και να πείτε, οι σαρδέλες για μας δε γίνονται ποτέ λαυράκια. Όσες φορές να τις πείτε λαυράκια, δε σας ακούμε. Δε λέμε για την υπόθεση να τελειώνουμε; Σας παρακαλώ, έχουμε κουραστεί με αυτή την ιστορία. Δε μου χρειάζονται αυτά τώρα για τη δημοσιότητα.

Μ. ΔΑΛΙΑΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ έχω δαπανήσει τον λιγότερο χρόνο μέσα σε αυτή την αίθουσα. Αν θέλετε να πάρετε απόφαση που να μου απαγορεύσει.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι άνευ λόγου και εκτός θέματος αυτή η διαδικασία. Σ’ αυτό το σημείο τί να πούμε; Δεν επετράπη, άρα αθώος ο πελάτης σας; Αυτό συζητάμε τώρα, εκτός αν θέλετε εδώ να κάνουμε διαλέξεις. ¶μα δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε, να το ανεχτούμε και αυτό. Τουλάχιστον εσείς δε μας βρίζετε, όπως κάποιος άλλος...

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή