Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/11/2003) Μέρος 4/8

Τρίτη, 11 Νοεμβρίου 2003 21:04
A- A A+

Διευκρινίζω κ.κ. Δικασταί ότι με αυτό δεν υπονοώ ότι η 17Ν υπήρξε η φυσική συνέχεια κάποιας αντιδικτατορικής Οργάνωσης και της ΛΕΑ. Αντιθέτως θέλω να πω ότι σε μία ιστορική διαδρομή ιδεών, ιδεών που είχαν να κάνουν με το σοσιαλιστικό πρόταγμα, το όραμα του σοσιαλισμού και με το πώς μπορεί να επιτευχθεί η σοσιαλιστική αλλαγή ή να δρομολογηθούν κοινωνικές διαδικασίες προς την κατεύθυνση πραγμάτωσης του οράματος αυτού, ιδέες δηλαδή για επανάσταση και κοινωνική αλλαγή με ορίζοντα τον σοσιαλισμό που οδήγησαν στο φαινόμενο που κρίνεται. Κρίνονται και αυτές στη δίκη αυτή.

Κρίνεται το φρόνημα κ.κ. Δικαστές, κρίνονται και οι ιδέες. Θα μου επιτρέψετε να πω και θα το αιτιολογήσω και στην συνέχεια της αγόρευσης ότι κλείνει ο κύκλος αυτός αλλά κλείνει μέχρι την αναμέτρηση με την επόμενη ιδεολογία γιατί ποτέ δεν κλείνουν οριστικά οι κύκλοι και οι αντιπαραθέσεις των ιδεολογιών.

Σήμερα η ελληνική δημοκρατία ως πολίτευμα και κοινωνικοοικονομικό σύστημα φαντάζει ότι είναι ισχυρή. Είναι απρόσβλητη από τον κατεξοχήν εχθρό της που είναι οι στρατιωτικοί. Για πρώτη φορά στην πολιτική και κοινωνική ιστορία του τόπου το Δικαστήριό σας δικάζει φαινόμενο οργανωμένης πολιτικής ανυπακοής, δικάζει Οργάνωση αποτελούμενη από αντιπάλους της δημοκρατίας που δεν προέρχονται από τα όργανα που είχαν ταχθεί να την φυλάνε, που δεν προέρχονται από τα πάνω.

Η δίκη της Χούντας ήταν δίκη των στρατιωτικών που αντί να υπηρετήσουν την δημοκρατία που τους είχε δώσει τα όπλα για να φυλάνε την πατρίδα και το πολίτευμα τα έστρεψαν εναντίον της και την κατέλυσαν και δικάστηκαν και καταδικάστηκαν αμετάκλητα όχι μόνο από το Δικαστήριο αλλά και από τον ελληνικό λαό.

Με την γέννηση της ελληνικής δημοκρατίας το 1975 γεννήθηκαν και οι εξωθεσμικοί της αντίπαλοι που ήταν η 17Ν και άλλες Οργανώσεις ένοπλης πάλης και επαναστατικής Αριστεράς που έδρασαν από το 1975 μέχρι σήμερα. Δεν ήρθαν οι Οργανώσεις αυτές από το πουθενά. Εδώ θα μου επιτρέψετε να κάνω μία μικρή ιστορική αναδρομή κάποιων ιδεών κ.κ. Δικαστές.

Δεν θα κάνω αναδρομή στα πολιτικά γεγονότα της χώρας μας γιατί αυτά τα ξέρετε, Έλληνες δικαστές είστε, δικάζεται. Την πολιτική ιστορία την πρόσφατη την ξέρετε και είμαι βέβαιος ότι ακόμα και στην Έδρα εσείς που κάθεστε μπορεί να έχετε και θα έχετε και διαφορετικές απόψεις για τα πολιτικά γεγονότα. Τις ξέρετε όλες τις απόψεις.

Θα κάνω αναδρομή σε ιδέες για να δούμε πώς φτάσαμε σε αυτά τα φαινόμενα και θα επικαλεστώ ένα παράδειγμα. Στη γειτονική Ιταλία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 στα πλαίσια ανάπτυξης του εργατικού και φοιτητικού κινήματος είχαν δημιουργηθεί τάσεις που σε θεωρητικό επίπεδο αμφισβήτησαν την πολιτική αντιπροσώπευση των Κομμάτων και άσκησαν οξεία κριτική κατά της παραδοσιακής Αριστεράς.

Αναζητήθηκαν νέοι μέθοδοι προσέγγισης της μαρξιστικής θεωρίας. Από τις αναλύσεις αυτές άρχισε να διαμορφώνεται ως πολιτική τακτική η εργατική αντίσταση. Τότε άρχισε επίσης να γίνεται λόγος και για το νέο επαναστατικό υποκείμενο τον κοινωνικό εργάτη. Ο κοινωνικός εργάτης κατά την έννοια που δόθηκε από τις τάσεις αυτές είναι τελείως ξένος σε σχέση με τις αξίες τις οποίες πιστεύει η αστική κοινωνία. Ο κοινωνικός εργάτης είναι σύμφωνα με την άποψη αυτή ξένος με το τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που έχει αποδεχθεί τη λογική του κράτους δικαίου.

Επομένως σύμφωνα με την άποψη αυτή υπάρχει μία εργατική αριστοκρατία που συνδέεται με τα Κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς και ένα επαναστατικό προλεταριάτο έξω από την Κοινοβουλευτική Αριστερά. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση άρχισε να κάνει λόγο για την αυτονομία του προλεταριάτου και της εργατικής τάξης στην επιλογή των μορφών διεκδίκησης των αιτημάτων.

¶ρχισε επίσης να γίνεται λόγος για την αυτοαξιοποίηση σύμφωνα με την θεωρία των αναγκών. Δηλαδή προοδευτική δημιουργία των συνθηκών για την ικανοποίηση των αναγκών από τις πιο ευρείες ως τις πιο σύνθετες. Δεν θα αναλύσω την θεωρία κ. Πρόεδρε. Αντιλαμβάνεστε και στη συνέχεια αυτό που θέλω να τονίσω. Έχετε προσθετική ικανότητα.

Η άρνηση λοιπόν του καπιταλιστικού τρόπου εργασίας σύμφωνα με τις θέσεις της νέας Αριστεράς θα συνέβαλλε στην ήδη υπό εξέλιξη κρίση του συστήματος και μέσα από την δυναμική κινητοποίηση του προλεταριάτου προέβαλλε ως εφικτή η έναρξη μιας επαναστατικής διαδικασίας που θα έφερνε στην εξουσία με αποτέλεσμα την εξαφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων. Σε αυτό θα ήθελα να δώσετε προσοχή.

Οι αναφορές στις δυναμικές κινητοποιήσεις του προλεταριάτου αποτέλεσαν σαφείς υπαινιγμούς υπέρ της χρήσης βίας στα πλαίσια του μαζικού κινήματος. Από τη θεωρία στην πράξη διανύθηκε σύντομος χρόνος. Από το ΄68 και μετά και ιδιαίτερα στα μέσα της δεκαετίας του ΄70 η χρήση βίας αποτέλεσε σύνηθες αν όχι αναπόσπαστο στοιχείο της μαζικής πολιτικής έκφρασης.

Η χρήση βίας ως πολιτικής πράξης, αντίδρασης, διαμόρφωσης, διεκδίκησης ομάδων και Οργανώσεως της νέας Αριστεράς στην Ιταλία αποτέλεσε μία πρακτική πολλές φορές συνυφασμένη με την ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ιταλία. Από το ΄68 και μετά η ανάλυση της πρακτικής αυτής ως υπόθεσης που θα οδηγούσε στην επανάσταση αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο για την περαιτέρω θεωρητική και οργανωτική εξέλιξη και Οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Από τις προσεγγίσεις αυτές κ. Πρόεδρε αναδύθηκε η προοπτική της ένοπλης πάλης που έφερε για πολλούς την οριστική ρήξη με τη νομιμότητα. Αυτά που σας διάβασα για τις ιδέες δεν μου τα έχει πει ο κ. Γιωτόπουλος να σας τα πω κ. Πρόεδρε όπως ενδεχομένως κάποιοι να σκέφτηκαν. Αυτά που σας διάβασα είναι προσέγγιση του ιταλικού φαινομένου από μία νομικό την κα Σοφία Βιδάλη η οποία έχει γράψει μία θα έλεγα κατά την γνώμη μου εκπληκτική διατριβή όπου προσεγγίζει σε όλες του τις διαστάσεις του φαινόμενο για την τρομοκρατία στην Ιταλία από την δεκαετία του ΄70, εγκληματική και σωφρονιστική προσέγγιση και στο τέλος του βιβλίου της όπου αναφέρει και την ιταλική νομοθεσία και τα μέτρα που λήφθησαν και όλα τα ζητήματα που έχουν εν πολλοίς απασχολήσει και την δίκη που διεξάγεται εδώ.

Στο τέλος του βιβλίου της ακριβώς γιατί ως νομικός προσεγγίζει και προσπαθεί να κατανοήσει το φαινόμενο στην πραγματικότητά του, έχει κεφάλαιο «Αριστερές Οργανώσεις που έδρασαν στα όρια της νομιμότητας, ιδεολογία, οργάνωση, δομή, εξέλιξη›. Από εδώ είναι οι σκέψεις που σας ανέπτυξα.

«Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά την δεκαετία του ΄70›. Είναι εκδόσεις Σάκκουλα. Αν ενδιαφέρεστε κ. Πρόεδρε θα το βρείτε στην Ιπποκράτους και Ασκληπιού. Θα πρέπει λοιπόν να έχετε στο νου σας όταν κρίνετε αυτήν την υπόθεση ότι υπήρξαν ιδέες οι οποίες ιδέες κ.κ. Δικαστές δεν ταξιδεύουν με διαβατήριο. Φεύγουν από χώρα σε χώρα και γίνονται γνωστές σε όλη την Ευρώπη.

Θα ξαναγυρίσω όμως στα δικά μας θέματα. Για πρώτη φορά λοιπόν το 2003 η ελληνική δημοκρατία δικάζει με τα συνταγματικά όργανά της που είστε εσείς, το Δικαστήριό σας αντιπάλους της κοινωνικούς επαναστάτες, λαϊκούς αγωνιστές που προέρχονται από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού. Δικάζει Έλληνες πολίτες που έφτιαξαν ομάδα, πήραν τα όπλα και συγκρούστηκαν έμπρακτα με το νόμο γιατί πίστεψαν ότι με τον τρόπο αυτό θα έθεταν σε κίνηση αλλαγές που θα οδηγούσαν σε μία άλλη, σε μια καλύτερη κοινωνία.

Δικάζει δράστες που άσκησαν βία, οραματιστές του απόλυτου (είναι έκφραση του Μαρξ αυτή) που άσκησαν βία. Δικάζει και πολιτικές δολοφονίες, δικάζει ότι δίκασε η Ιταλία πριν από κάποια χρόνια, η Γερμανία με τις δικές της ιστορικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες, η Γαλλία επίσης με τις δικές της ιστορικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Δικάζει ουσιαστικά την πολιτική βία της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς της χώρας μας.

Η συγκυρία διεξαγωγής της δίκης και η γενικότερη πολιτική κατάσταση εγχώρια και διεθνής πιστεύω ότι διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα ζητήματα που θέτει αυτή η δίκη. Δε νομίζω ότι θα ισχυριστώ κάτι καινοφανές αν πω ότι αν αυτή η δίκη γινόταν το 1980 θα ήταν πολύ διαφορετική όπως επίσης πολύ διαφορετική θα ήταν αν γινόταν το 1990 και πολύ διαφορετική σήμερα το 2002 και αυτό όχι γιατί οι ενέργειες θα ήταν λιγότερες κ. Πρόεδρε αλλά γιατί θα υπήρχε άλλη προσέγγιση στα ηθικά, νομικά και πολιτικά ζητήματα που θέτει αυτή η δίκη. Στα ποινικά και συνταγματικά ζητήματα που θέτει αυτή η δίκη.

Η δίκη λοιπόν αυτή θέτει ζητήματα όχι μόνο ορθής απονομής της δικαιοσύνης αλλά και ορθής ερμηνείας και εφαρμογής συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν τον πυρήνα θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών υπό την προστασία των οποίων έχει την αξίωση να διαβιώνει και να αναπτύσσει την προσωπικότητά του ο κάθε Έλληνας.

Έθεσε κορυφαία ζητήματα ηθικής αφού μπήκε στη ζυγαριά η ανθρώπινη ζωή σε σχέση με στόχους και επιδιώξεις πολιτικές γεγονός που έκανε και το Δικαστήριό σας να αναρωτηθεί για την απολυτότητα της προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Να αναρωτηθεί όχι με την έννοια ότι την θέτει κάτω από τους στόχους αλλά να αναρωτηθεί για την στάθμιση γιατί η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της στάθμισης των δικαιωμάτων.

Ξανάφερε στο προσκήνιο τη βία και την εξουσία στις κοινωνικές σχέσεις. Την πολιτική βία που μοιραία για τις ανθρώπινες κοινωνίες επιμένει να υπάρχει, παρά τον υποκριτικό αλλά και αφηρημένο, χωρίς αναφορά δηλαδή σε συγκεκριμένες καταστάσεις εξορκισμό της. Γιατί τελικά όσοι την εξορκίζουν γενικά και απόλυτα και, θα έλεγα και αφηρημένα, επιλεκτικά το κάνουν. Εξορκίζουν τη μορφή βίας του αντιπάλου και όχι τη δική τους.

Κύριοι Δικαστές, η ένοπλη πολιτική βία έχει το στίγμα που της προσφέρει η συγκυρία. Η βία ενάντια στα δικτατορικά αυταρχικά καθεστώτα θεωρείται εν γένει παραδεκτή. Αλλά και τη δημοκρατία οι τρομοκράτες την ορίζουν ως δικτατορία, συγκαλυμμένη τουλάχιστον. Η ένοπλη βία σε περιπτώσεις λαϊκών εξεγέρσεων και επαναστάσεων, δεν απορρίπτεται εκ προοιμίου εφόσον χαρακτηριστεί αμυντική, ούτε καν από φιλελεύθερους δημοκράτες.

Συνεπώς πρέπει κατά περίσταση να κριθεί αν τέτοιου είδους μορφές ένοπλων αγώνων, προάγουν συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους ή τους υπονομεύουν. Αυτά είναι ζητήματα όμως που δε λύνονται γενικώς και αορίστως με αναφορές σε ανθρωπιστικά αισθήματα, μα καθολικευτικές αναγωγές υπέρ ή κατά της βίας, θα έλεγα όμως και με ρομαντικές εξάρσεις υπέρ ή κατά του ένοπλου αγώνα.

Αυτά δεν τα λέω εγώ κ.κ. Δικαστές. Την υιοθετώ την άποψη αυτή αλλά δεν τη λέω εγώ. Την λέει και ο κ. Μεταξόπουλος που είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκεί όπου σπουδάζουν τα παιδιά μας. Προκάλεσε επίσης η Δίκη αυτή ποικίλες συζητήσεις για ορισμούς των ίδιων γεγονότων στην προσπάθεια των κοινωνικών υποκειμένων να κατανοήσουν το διακύβευμα.

Εναι λαϊκοί αγωνιστές Αριστεροί ή τρομοκράτες; Κοινό έγκλημα ή πολιτικό έγκλημα; Κοινές και ύπουλες δολοφονίες ή πολιτικές από μη ταπεινά αίτια δολοφονίες; Ελευθερία ή ασφάλεια; Δίκαιη ή άδικη Δίκη;

Κύριοι Δικαστές μόνο μία μικρή υπόμνηση θα κάνω προς το Δικαστήριό σας και μάλιστα θα επικαλεστώ και τη γνώμη του κ. Μανωλεδάκη, του καθηγητού του Ποινικού Δικαίου. Από εκεί πήρα την άποψη που θα σας πω, είναι στην εισαγωγή του, στο γνωστό βιβλίο «Ασφάλεια και ελευθερία› όπου ερμηνεύει και αναλύει τον τελευταίο νόμο, τον 2928/2001.

Λέει λοιπόν στην εισαγωγή του το εξής: «Αυτονόητο είναι επίσης ότι ο Δικαστής που καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το νόμο για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, δεν πρέπει να καταστήσει τον εαυτό του μέρος του προβλήματος. Δεν είναι δική του δουλειά η πάταξη της τρομοκρατίας, η εξουδετέρωση του οργανωμένου εγκλήματος. Αυτά αποτελούν έργο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Ο Δικαστής ως κριτής του πραγματικού με βάση το θεσπισμένο δέον, πρέπει να απομείνει ουδέτερος, αμερόληπτος› και εγώ έχω προσθέσει το ‘τηρώντας ίσες αποστάσεις’. «Η δικαιοσύνη όπως αυτή προσδιορίζεται από το σύνταγμα της χώρας μας στις θεσπισμένες αρχές του Δικαίου και την ισχύουσα νομοθεσία που εκφράζουν τον σύγχρονο, ευρωπαϊκό νομικό μας πολιτισμό›.

Λέει ο κ. Μανωλεδάκης ότι πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη μακριά από σκοπιμότητες του τύπου «τί θα πει η χήρα του δολοφονημένου διπλωμάτη αν κριθεί ότι έχει παραγραφεί το έγκλημα σε βάρος του συζύγου της› ή «τί θα πουν οι ξένοι αν αντιμετωπισθούν όχι σκληρά με βάση τη δική μας νομοθεσία οι δολοφόνοι των διπλωματικών αντιπροσώπων τους στη χώρα μας›.

Ο Έλληνας δικαστής δε θα κρίνει στηριζόμενος σε ξένες αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες ούτε βέβαια στην αρχή «οφθαλμόν αντί οφθαλμού›, ακριβώς γιατί η κρατική βία διαφέρει από την εγκληματική βία στο ότι είναι θεσπισμένη και νομικά έλλογη. Αν απωλέσει τα χαρακτηριστικά αυτά υποτασσόμενη στη σκοπιμότητα των καιρών παύει να αποτελεί Δίκαιο και ταυτίζεται με το οργανωμένο έγκλημα.

Τότε κανείς δεν θα αισθάνεται ασφαλής ούτε πολύ περισσότερο ελεύθερος αφού ο εγγυητής της ασφάλειας και της ελευθερίας μας θα έχει υιοθετήσει τις τακτικές εκείνων που επιδιώκουν την κατάλυσή τους. Λέει επίσης και κάτι άλλο: Ότι «είναι αυτονόητο ότι από τον τρόπο που θα ερμηνευθεί και θα εφαρμοστεί ο 2928/2001, θα κριθεί όχι η επάρκεια του μηχανισμού αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας στη χώρα μας, αλλά η ανθεκτικότητα των αρχών του νομικού μας πολιτισμού›.

Κύριοι Δικαστές σε αυτή τη Δίκη δοκιμάστηκαν οι θεσμοί από την έναρξή της. Δοκιμάστηκαν οι θεσμοί και στο άμεσο μέλλον θα κριθεί αν άντεξαν ή υπήρξε θεσμική υποχώρηση σε πολλά επίπεδα, όπως επεσήμαναν και με άρθρα τους πριν από μένα γνωστοί καθηγητές της Νομικής επιστήμης, ο κ. Μπέης, ο κ. Μανωλεδάκης ή ο κ. Μαργαρίτης.

Υποχώρηση που δεν θα βλάψει εκείνους που σήμερα δικάζετε, αλλά όλους τους υπόλοιπους που παρακολουθούν τη Δίκη και περιμένουν να γίνει δίκαια με την τήρηση των κανόνων, όλων των κανόνων. Το θέμα δεν είναι πως δίκαζαν, αν δίκαζαν και καταδίκαζαν τα μέλη της 17Ν, γεγονός που αρνούνται, όπως παρακάτω θα έχω την ευκαιρία να εκθέσω, αλλά πώς θα δικάσετε και θα καταδικάσετε ή θα αθωώσετε εσείς. Συμψηφισμός σε αυτά δεν χωρεί.

Νομίζω όμως ότι η 17Ν ποτέ δεν δίκασε και καταδίκασε κάποιον. Οι προκηρύξεις που αναγνώσατε σας δείχνουν τί πίστευε η 17Ν και θέλω να κάνω μια επισήμανση εδώ περαιτέρω. Ορθά, για πολλούς λόγους, εντοπίζεται και από την Υπεράσπιση το τί έγινε μετά τη σύλληψη. Αλλά δεν πρέπει να χάσουμε τον κύριο στόχο. Ο στόχος είναι όταν έγιναν οι πράξεις πώς το σκέφτηκαν και τί γινόταν, διότι πάντα ο δικαστής κρίνει με αναφορά στο παρελθόν και κατά τη στιγμή της πράξης, αξιολογεί τα μεταγενέστερα, έχουν αξία, δε θα τα πετάξει, αλλά η αφετηρία μας, η εκκίνησή μας, είναι η πράξη και η στιγμή της πράξης.

Γι αυτό το λόγο σας λέω ότι αυτά που λένε οι προκηρύξεις δεν μπορείτε και δεν πρέπει να τα αγνοήσετε διότι έχετε σε αυτή την υπόθεση την πρωτοτυπία και δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη, εγώ θεωρώ ότι είναι η μοναδική, να έχετε εξήγηση στο γιατί γίνεται η πράξη τη στιγμή που γίνεται. Εάν εγώ με όρους νομικούς, όχι με όρους πολιτικούς σαν κείμενο διεκδίκησης όπως το λένε και ορθά ότι είναι η προκήρυξη, με όρους νομικούς στη γλώσσα τη δική μου, αυτή που χρησιμοποιώ εδώ, θα έλεγα ότι η πρώτη απολογία των όσων εσείς δεχθείτε ότι έδρασαν είναι η προκήρυξη.

Ό,τι λέχθηκε μεταγενέστερα, στο μέτρο που διαφοροποιείται, είναι ανάκληση αυτού που λέχθηκε τότε τη στιγμή της πράξης. Αυτό είναι σημαντικό να το έχετε στο νου σας για να αποφασίσετε. Γιατί για εκείνο το χρόνο θα αποφασίσετε. Η 17Ν λοιπόν ως επαναστατική ομάδα και ομάδα με βάση τις επιταγές της εσωτερικής ηθικής των μελών της –θα σας μιλήσω παρακάτω για την εσωτερική ηθική- θεώρησε ότι η καπιταλιστική κοινωνία εξασφαλίζει μια ψεύτικη ειρήνη που συγκαλύπτει τη βία της εκμετάλλευσης και της ανισότητας, ενώ στα σπλάχνα της κοινωνίας η πάλη των τάξεων κυοφορούσε την αλλαγή της, που θα έφερε την ουσιαστική και όχι την τυπική ισότητα.

Επιτέθηκε σε ορισμένους ανθρώπους σύμβολα του καπιταλιστικού καθεστώτος, ανθρώπους σύμβολα της ξένης εξάρτησης τους οποίους και ανήγαγε σε στόχους με σκοπό να επιτύχει την αλλαγή των θεμελίων της κοινωνίας. Πίστεψε ότι θέτει σε κίνηση τις δυνάμεις της κοινωνίας που θα έφερναν τη μεγάλη αλλαγή. ¶σκησε δηλαδή βία για ιδεολογικούς σκοπούς.

Δεν ξέρω αν για εσάς έχει απαντηθεί οριστικά στο τέλος αυτής της Δίκης το ερώτημα πώς φτάνει ένας άνθρωπος να πιάσει το 45άρι. Ποια είναι η διαδρομή στο μυαλό του που τον οδηγεί χωρίς τύψεις, χωρίς συναίσθημα ενοχής και επανειλημμένα να το κάνει.

Νομίζω ότι οι κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους, όσοι αποδέχτηκαν τη συμμετοχή τους εξήγησαν και τον τρόπο που σκέφτηκαν, τις αφετηρίες τους, τους προβληματισμούς τους, πριν λάβουν την απόφαση να συμμετάσχουν. Νομίζω ότι στο τέλος αυτής της Δίκης έχει απαντηθεί και το ερώτημα πώς και γιατί έφτασαν τόσοι άνθρωποι επί τόσο χρονικό διάστημα να πιάνουν το πιστόλι.

Μία απάντηση σας την έδωσε ο κ. Δημήτρης Κουφοντίνας στην απολογία του – δήλωση – γιατί ούτε και σ’ αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε, δεν απολογήθηκε ο κ. Κουφοντίνας, δήλωσε έκανε προς το Δικαστήριό σας, αλλά και ο κ. Κονδύλης που απολογήθηκε στις 28/8/2003 σας είπε: «Τα όπλα θέλουν και ιδέες και χέρια. ¶μα λείπουν οι ιδέες δεν δουλεύουν τα όπλα›.

Αλλά νομίζω ότι η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι απλή: Πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται η βαθιά πεποίθηση -το αν είναι δικαιολογημένη ή όχι είναι άλλο ζήτημα- του δράστη ότι ζει σε έναν άδικο κόσμο που πρέπει να αλλάξει. Ξέρετε όμως ότι η ψυχολογική αυτή στάση που διαμορφώνει και την κοσμοθεωρία που ο καθένας πλάθει μέσα του για την κοινωνία που ζει. Διαμορφώνει και τη στάση όλων μας, όχι μόνο των δραστών, απέναντι σε αυτό που αντιμετωπίζετε εσείς ως ποινικό Δικαστήριο.

Διαμορφώνει δηλαδή η στάση αυτή και το βαθμό ανοχής που θα δείξει η ελληνική κοινωνία απέναντι στην παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που από το σύνταγμα και τους νόμους προβλέπονται για όλους τους Έλληνες κατηγορουμένους.

Για τον λόγο αυτό θα σας πω και ένα συμπέρασμα από ένα άλλο βιβλίο, το βιβλίο του κ. Παπαστάμου και του κ. Προδρομίτη «Τρομοκρατία και εξουσία› που έκαναν μία έρευνα με βάση δείγμα φοιτητών του Παντείου Πανεπιστημίου για να προσεγγίσουν όχι μόνο το φαινόμενο, αλλά να προσεγγίσουν και το τί σκέφτεται ο ελληνικός λαός για το φαινόμενο και γιατί το σκέφτεται όπως το σκέφτεται. Πρόκειται για δύο κοινωνικούς ψυχολόγους.

Θα έλεγα λοιπόν ότι η στάση αυτή η εσωτερική για το αν ζούμε σε έναν δίκαιο ή άδικο κόσμο καθορίζει και την κλίμακα ανοχής για τα μεγέθη τρομοκρατία, παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων, που δεν είναι ίδια η κλίμακα ανοχής σε όλη την ελληνική κοινωνία. Εάν σε αυτό προσθέσετε τη διάκριση επιστημολογική και όχι κομματική της αυτοτοποθέτησης του υποκειμένου που ερωτάται με βάση πρωτοτυπικές ιδέες της Αριστεράς ή της Δεξιάς, στην κλίμακα Δεξιά-Αριστερά διαπιστώνεται ότι οι Δεξιοί που πιστεύουν ακράδαντα ότι ζουν σε έναν δίκαιο κόσμο έχουν μηδενικό βαθμό ανοχής σε αυτό που αποκαλείται τρομοκρατία και αυξημένο βαθμό ενοχής στην παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων των λεγόμενων τρομοκρατών.

Ενώ αντίθετα, Αριστεροί που πιστεύουν ότι ο κόσμος δεν είναι δίκαιος έχουν αυξημένο βαθμό ανοχής στο λεγόμενο τρομοκρατικό φαινόμενο και μηδενικό βαθμό ανοχής στην παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων. Τα λέω αυτά γιατί θέλω να πω ότι όταν αναφερόμαστε στην κοινή γνώμη, πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί πώς προσεγγίζουμε το θέμα «κοινή γνώμη›. Δεν είναι μία, δεν είναι ενιαία, δεν είναι για όλα τα στρώματα και διαμορφώνεται από τις πολλές απόψεις, διαμορφώνεται η τάση θα έλεγα της κοινής γνώμης.

Το ζήτημα είναι ότι εσείς θα απαντήσετε ως θεσμικά όργανα του κράτους στο τί πρέπει ως δικαστήριο να κάνετε τους Έλληνες πολίτες αυτούς που διαμόρφωσαν σε συγκεκριμένες, ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, έναν κώδικα εσωτερικής ηθικής δικό τους διαφορετικό από τον κώδικα ηθικής του Ποινικού Κώδικα που ισχύει. Πώς πρέπει να τους αντιμετωπίζει το νομικό μας σύστημα, ιδίως στο επίπεδο του καταλογισμού.

Δεν υπονοώ σε καμία περίπτωση, περίπτωση άρσης του καταλογισμού, παρακάτω θα αναφερθώ στο ζήτημα το οποίο θα σας θέσω. Θα λάβει όμως υπόψη του αυτόν τον κώδικα εσωτερικής ηθικής, όχι για το άδικο, αλλά για την ενοχή και τον καταλογισμό, ή όχι; Και αν το λάβει, με ποιες προϋποθέσεις, πώς και με ποιες συνέπειες;

Να σας πω ότι τα λέω αυτά κ.κ. Δικαστές. Τα λέω γιατί όταν από την Πολιτική Αγωγή διαπιστώνεται ότι υπήρξε ανοχή της κοινωνίας μας στο λεγόμενο τρομοκρατικό φαινόμενο, καλό είναι να ψάχνουμε σοβαρά να βρούμε γιατί και τί σημαίνει αυτό. Δεν αρκούν οι εν μέρει, θα μου επιτρέψετε να πω υποκριτικές δηλώσεις ότι «να, δεν προσέξαμε καλά τί γινόταν και αφήσαμε το λαό να παραπλανηθεί από τον λόγο της 17Ν γιατί δεν του είπαμε π.χ. ποιος ήταν ο Στιούαρτ›.

Δεν ξέρω τί πρόσεξαν και τί όχι οι εκπρόσωποι της Πολιτικής Αγωγής, θα έλεγα και οι κ.κ. Εισαγγελείς, ξέρω όμως καλά ότι η ανοχή της ελληνικής κοινωνίας έχει βαθιά πολιτικές ρίζες σύμφυτες με την πολιτική φυσιογνωμία της δράστης, την οποία εσείς ως ποινικό δικαστήριο θα αξιολογήσετε για να αποδώσετε ευθύνες.

Οι Έλληνες για 30 χρόνια δεν έγιναν ούτε στο ελάχιστον τάχα απάνθρωποι, αλλά για 30 χρόνια ήξεραν τη βαθιά πολιτική φύση του φαινομένου που δικάζεται και η στάση τους ήταν βαθιά πολιτική σε όλη την ιστορική διαδρομή της 17Ν. Γι αυτό και ήταν πολιτική όταν πανηγύρισαν στις πρώτες ενέργειες, γι αυτό και ήταν πολιτική όταν εκδήλωσαν ανοχή σε πολλές μεταγενέστερες κι ήταν πάλι πολιτική όταν διαφώνησαν και καταδίκασαν αταλάντευτα το θάνατο Αξαρλιάν, θάνατο για τον οποίο και ο κ. Κουφοντίνας έχει εκφράσει την ανυπόκριτη, κατ’ εμέ, συγνώμη του.

Και για τον ίδιο λόγο η στάση τους απέναντι στη 17Ν δεν είναι ενιαία και θα έλεγα δεν είναι οριστική. Αυτό το έργο, δηλαδή η οριστική καταγραφή, ανήκει στον ιστορικό ερευνητή. Για τον ίδιο λόγο πιστεύω ότι η στάση των Ελλήνων πολιτών στην απόφαση που θα εκδώσετε αλλά και στις αποφάσεις που μέχρι σήμερα έχει εκδώσει το Δικαστήριό σας για τα θέματα που τέθηκαν σε αυτό, ιδίως αυτά που αφορούν ατομικά δικαιώματα και κατακτήσεις του ευρωπαϊκού νομικού μας πολιτισμού, θα κριθεί όχι μόνο με όρους στενής και τυπικής νομικής ορθότητας, αλλά και ευρύτερα πολιτικά.

Και όταν λέω πολιτικά, εννοώ ότι θα κριθεί αν άντεξαν οι θεσμοί αυτού που συνολικά έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε δίκαιη Δίκη, που δοκιμάστηκαν σε αυτή τη Δίκη. Πριν όμως προχωρήσω θα πρέπει να σας επισημάνω τα εξής: Το υπερασπιστικό έργο το δικό μας ήταν δύσκολο όχι γιατί υπήρξαν όπως λέχθηκε συντριπτικά στοιχεία για την ενοχή του Γιωτόπουλου, για το σύνολο των 963 κατηγοριών που του αποδίδονται.

Το έργο το δικό μας ήταν δύσκολο κ.κ. Δικαστές γιατί η Δίκη αυτή έγινε πριν την έναρξή της και τελείωσε για τον Γιωτόπουλο πριν καν αρχίσει. Μετρήστε τα βιβλία που εκδόθηκαν: Παπαχελάς, Λαμπρόπουλος, Πρετεντέρης. Τα άρθρα που γράφηκαν και έλεγαν με τόση σιγουριά ότι ο Γιωτόπουλος ήταν ένοχος, αρχηγός. Τις εκπομπές που έγιναν. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις ειδήσεις, όταν αναφέρονται στη 17Ν, δείχνουν πάντα πρώτη ή και μόνη τη φωτογραφία του κ. Γιωτόπουλου, ασχέτως προς το ειδικότερο ζήτημα της Δίκης που αφορά η είδηση.

Για τον λόγο αυτό –και δεν είναι τυχαία η στάση του κ. Εισαγγελέως, θα αξιολογήσω την πρότασή του- από την πρώτη μέρα που ανέβηκε στην Έδρα φάνηκε ότι ήταν πεπεισμένος για την ενοχή του κ. Γιωτόπουλου. Και έμεινε βεβαίως αταλάντευτος στην αρχική αυτή θέση μέχρι την, θα έλεγα άκρως αναμενόμη πρότασή του, που συνοψίστηκε στη φράση που θα μείνει ιστορική στα δικαστικά χρονικά «και για όσα ελησμόνησα, ένοχοι›.

Αυτά τα λέω διότι θεωρώ ότι σε αυτό το κλίμα εσείς, το Δικαστήριό σας, έχετε χρέος να ξεχωρίσετε το ψέμα και τους μύθους από την αλήθεια και να κρίνετε ορθά με όσα η διαδικασία σας έδωσε. Να αθωώσετε όποιον πρέπει να αθωώσετε γιατί η ενοχή του δεν απεδείχθη. Έχετε καθήκον να ξεχωρίσετε τί είναι μύθος και στερεότυπο που έχουμε κατασκευάσει στο μυαλό μας και τί πραγματικότητα.

Δεν το οφείλετε στους κατηγορουμένους αυτό, που είναι και αυτοί Έλληνες πολίτες. Το οφείλετε στην ελληνική κοινωνία. Γιατί ό,τι απεδείχθη εδώ, αυτή είναι η αλήθεια, ό,τι απεδείχθη ή δεν απεδείχθη. Αυτή είναι η αλήθεια και καμία άλλη αλήθεια δεν υπάρχει ή δεν πρέπει να υπάρχει για εσάς. Γιατί στη συγκεκριμένη υπόθεση αν έχουμε ένα λόγο να είμαστε εδώ, είναι ακριβώς αυτός: να μην υποχωρήσει ακόμη και ο βασικότερος ίσως θεσμός του νομικού μας πολιτισμού που απαιτεί για μεν την καταδίκη δικανική βεβαιότητα, βεβαιότητα προκύπτουσα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από την ακροαματική διαδικασία, για δε την απαλλαγή να αρκούν έστω και ελάχιστες λογικές αμφιβολίες.

Αν είμαστε εδώ είναι γιατί στην πράξη ζητούμε να ισχύει ό,τι στη θεωρία και στη νομική επιστήμη αλλά και στα διάφορα ποινικά συνέδρια αναφέρονται ως αυτονόητο, ότι δεν είναι ο κατηγορούμενος να αποδείξει πλήρως και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την αθωότητά του, αλλά η κατηγορούσα αρχή και η ταυτιζόμενη με αυτήν Πολιτική Αγωγή την ενοχή που προτείνει.

Θα μου επιτρέψετε να κάνω και μια μικρή αναφορά, ότι εμείς οι συνήγοροι Υπεράσπισης δεν παλεύουμε μάταια. Δεν παλεύουμε μόνο για την ελευθερία του εντολέα μας, παλεύουμε και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Παλέψαμε θα έλεγα κόντρα στο ρεύμα της εποχής και στην εισαγόμενη λογική της ασφάλειας για να διατηρηθούν κατακτήσεις του νομικού μας πολιτισμού χάριν της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων όπως είχαμε χρέος και όπως και κάποιοι άλλοι, όχι μόνο δικηγόροι, πριν από μας έκανα και μας παρέδωσαν το επίπεδο του νομικού πολιτισμού που βρήκαμε όταν ξεκινήσαμε τη σταδιοδρομία μας.

Παρά τις φήμες που μιλούσαν συνεχώς για αποχωρήσεις και κωλύματα στη διαδικασία και παρά τις επιθέσεις που δεχθήκαμε από πολλές πλευρές, εγώ πιστεύω κ. Πρόεδρε ότι όλοι οι συνήγοροι Υπεράσπισης και ο καθένας χωριστά, σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων. Γιατί αυτό μας επέβαλλε η αίσθηση του καθήκοντος και η δεοντολογία του λειτουργήματός μας, όχι μόνο απέναντι στους κατηγορουμένους που σήμερα υπερασπιζόμαστε αλλά και σε όλους τους μελλοντικούς κατηγορουμένους αυτής της χώρας που θα πρέπει να συνεχίσουν να αισθάνονται ασφαλείς μόνο αν και εφόσον συνεχίσει να απολαμβάνει ο κάθε πολίτης και ιδίως ο πιο αδύναμος πολίτης.

Γιατί ο πιο ισχυρός είμαστε βέβαιοι ότι και το απολαμβάνει αλλά και δεν το χρειάζεται ενίοτε, αλλά να απολαμβάνει τα δικαιώματα και ο ηττημένος πολιτικός εξωθεσμικός αντίπαλος της δημοκρατίας και της ελευθερίας και τα δικαιώματα που προβλέπουν το σύναγμα, η ΕΣΔΑ και η ποινική μας δικονομία.

Θα πω μερικά πράγματα κ.κ. Δικαστές για το τί ήταν η 17Ν και πώς θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να προσεγγίσουμε το φαινόμενο, απαντώντας ουσιαστικά σε κάποιες θέσεις της Πολιτικής Αγωγής. Είναι βέβαιο με αυτά που σας ανέπτυξα ότι δεν υπάρχει μία ενιαία προσέγγιση στην κοινή γνώμη της ελληνικής κοινωνίας, όπως δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του φαινομένου που από όλους αποκαλείται τρομοκρατία.

Είναι δε βέβαιο ότι η χρήση της λέξης «τρομοκρατία› και σε αυτό θα ήθελα να επιμείνω, με την ευρύτητα που δίνεται στο νόημα του όρου, δεν είναι ορθή για τη δράση που ερευνάται, δηλαδή δεν είναι ορθό υπό την ίδια λέξη «τρομοκρατία›, να υπαχθεί η δράση θρησκευτικών φονταμενταλιστικών οργανώσεων φανατικών δηλαδή Μουσουλμάνων, ή φαινόμενα διεθνούς τρομοκρατίας.

Και τούτο γιατί στις δράσεις αυτών των οργανώσεων υπήρξαν πράγματι τυχαία θύματα σε απίστευτους αριθμούς μερικές φορές, όπως στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης στις 19/9/200, γεγονός που δεν συνέβη με την έννοια αυτή της τυχαιότητας των θυμάτων ποτέ και σε καμία ενέργεια της 17Ν, με εξαίρεση την τραγική περίπτωση Αξαρλιάν.

Επειδή έχει αναφερθεί σ’ αυτό το θέμα και ο κ. Καρύδης, εγώ δεν θα επαναλάβω τα ίδια και δεν θα συνεχίσω. Ήθελα να κάνω την διάκριση, να ορίσουμε τι δικάζουμε. Το ελληνικό φαινόμενο έχει την δική του ιστορία και τα δικά του χαρακτηριστικά, κοινωνικά, πολιτικά, ιστορικά.

Κανείς ως είπα δεν το προσεγγίζει και δεν μπορεί να το προσεγγίσει αντικειμενικά. Είναι δε χαρακτηριστική η στάση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, ο οποίος ομίλησε για τους κατηγορουμένους για τόσους μήνες, με τα χειρότερα και πλέον υβριστικά λόγια.

Έχω την άποψη κ. Δικαστές ότι η άποψη την οποία εξέφρασε ο Τακτικός κ. Εισαγγελεύς, είναι μειοψηφική για την ελληνική κοινωνία. Είναι μια στάση ακραία. Που δεν απαντά στο πρόβλημα, σε όλες του τις διαστάσεις. Και εδώ θα απαντήσω και στην πολιτική αγωγή, διότι η πολιτική αγωγή εξέφρασε άποψη ψυχολογίζουσα.

Και πριν προχωρήσω να το εξηγήσω τι σημαίνει ψυχολογίζουσα, από το ίδιο βιβλίο, δεν συνηθίζω να διαβάζω κ. Πρόεδρε αποσπάσματα από βιβλία, αλλά σ’ αυτή τη δίκη θα το κάνω. Γιατί θέλω να αναφερθώ σε γνώμες άλλων επιστημόνων.

Όταν προσεγγίζεις αυτό το φαινόμενο, δεν μπορείς να μείνεις μόνο στην στενά νομική σκέψη, πρέπει να δεις και άλλες επιστήμες, τι λένε, πώς το λένε, γιατί το λένε, για να μπορέσεις και εσύ ο ίδιος να κάνεις ως νομικός καλύτερα την δουλειά σου.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή