Ανεπίσημα πρακτικά Δίκης 17Ν (17/11/2003) Μέρος 4/7

Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου 2003 20:03
A- A A+

Τι χρειάζεσαι για να το κάνεις; Χρειάζεσαι τον εκβιασμό των αδύνατων κρατών να ανοίξουν τις αγορές τους και να τους ληστέψεις, εκμεταλλευόμενος το σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα που έχεις, την ισχυρή οικονομική βάση και την ισχυρή επιστημονική βάση, είναι απλή δηλαδή ιδέα του ζητήματος. Αυτή η ιδέα βασικά υπηρετήθηκε μέσα από το μηχανισμό της GATT παλαιότερα και σήμερα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Αλλά πρέπει να κάνεις επίσης και μια παραδοχή. Με διασκέψεις, δεν μπορείς να ληστέψεις τον κόσμο. Γιατί δεν υπάρχουν ηλίθιοι σ’ αυτό τον κόσμο. Υπάρχουν θύματα εκβιασμών, αλλά δεν υπάρχουν ηλίθιοι. Οπότε τι πρέπει να κάνεις; Πρέπει να απειλήσεις με πόλεμο και όχι μόνο να απειλήσεις, αλλά να τον κάνεις επιτυχώς και από καιρού εις καιρό. Έτσι ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, διεξήγαγαν πάνω από δέκα πολέμους τα τελευταία είκοσι χρόνια οι ίδιες, έναν πόλεμο ανά δυο χρόνια δηλαδή και συμμετείχαν έμμεσα σε πολύ περισσότερους και πολλές άλλες χώρες τις κρατούν σε απειλή πολέμου.

Ουσιαστικά καταδίκασαν ένα πλανήτη δηλαδή, σε μιζέρια, σε πόλεμο, σε μια ληστεία του πλούτου του, σε μια ασφυξία για ολόκληρες περιοχές. Και τι περιμένατε ότι θα γίνει μετά απ’ αυτό; Δεν θα αντιδρούσε κανένας;

Η απάντηση βεβαίως δεν μπορούσε να έρθει με τακτικό πόλεμο. Γιατί οι Έλληνες, οι Ιρακινοί, οι Σομαλοί, δεν μπορούν να στείλουν τα αεροπλανοφόρα τους έξω από την Νέα Υόρκη, δε γίνεται αυτό το πράγμα. Οι ¶ραβες έστειλαν μπόϊνγκ στην Νέα Υόρκη με τα κορμιά τους μέσα. Η απάντηση δεν μπορεί, παρά να είναι ασύμμετρη σ’ αυτά τα πράγματα. Έτσι ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες της, η λαϊκή αντιβία, που βλέπετε σήμερα σε μια πολύ μεγάλη περιοχή του πλανήτη. Έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα.

Το συμπέρασμά μου ποιο είναι και για χρήση σ’ αυτή τη δίκη, γιατί δεν με ενδιαφέρει να κάνω μια γενική πολιτική αναφορά, ότι αυτό που δικάζετε δεν είναι ένα απομεινάρι του παρελθόντος κατά την γνώμη μου, δεν είναι κάποιοι καθυστερημένοι Νατσάγιεφ της σύγχρονης εποχής. Αν θέλετε η λαϊκή αντιβία, είναι μια υποχρεωτική συνθήκη συλλογικής αντιβίωσης, κατά περιόδους και σε ορισμένες κοινωνίες.

Κατά την γνώμη μου θα αναπτύσσεται πάντα, όπου υπάρχουν αναγκαίες συνθήκες για να γίνει αυτό. Όπου οι λαοί τελικά δεν μπορούν να αντιδράσουν διαφορετικά. Και δεν έχει καμιά σημασία, απολύτως καμιά η καταστολή. Όσες φορές ισόβια και αν τους βάλετε σε άλλες χώρες, μπορούν να τους τουφεκίσουν τα πράγματα δεν σταματάνε ποτέ απ’ αυτά. Όταν υπάρξουν αναγκαίοι όροι ο λαός να αντιδράσει, θα αντιδράσει με όσα μέσα έχει και όπως βλέπετε, τα μέσα πάντα είναι λίγα και με τα κορμιά τους αντιδρούν.

Τελικώς όσο υπάρχει ασφυξία, τέτοια φαινόμενα θα υπάρχουν. Μερικά πράγματα για την Ελλάδα. Στην Ελλάδα έδρασαν αρκετές ένοπλες οργανώσεις δεν έδρασε μόνο η 17Ν και ο ΕΛΑ. Όλες ξεκίνησαν εκεί γύρω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, οι περισσότερες σταμάτησαν την δράση τους μετά από κάποια πορεία, ξεχάστηκαν επειδή δεν συνελήφθη κανένα μέλος τους, ή σχεδόν κανένα μέλους τους. Αυτό που θέλω να πω, ήταν ότι, εκείνη την δεκαετία του ’70, ουσιαστικά αναπτύχθηκε ένα ολόκληρο ρεύμα προς την κατεύθυνση της ένοπλης απάντησης.

Το ερώτημα είναι, απαντούσαν ένοπλα σε τι; Ποιο ήταν αυτό που υπήρχε ανάγκη να απαντηθεί ένοπλα; Έστω και από κάποιες μειοψηφίες, γιατί προφανώς όταν μιλάμε για τέτοιες λύσεις, δεν μπορεί να μιλάμε για πλειοψηφίες. Εγώ πιστεύω ότι οι λόγοι δημιουργίας των ένοπλων οργανώσεων, όλων ανεξαιρέτως, εκεί πρέπει να αναζητηθούν σε δυο κατευθύνσεις. Η μια κατεύθυνση κατά την γνώμη μου είναι η αποτυχία των κυρίαρχων κύκλων στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, να δώσουμε λύση πρώτα – πρώτα στο πρόβλημα της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτό ήταν το βασικότερο ζήτημα εκεί. Και δευτερευόντως στην σταθεροποίηση της διεθνούς θέσης της χώρας, τα γεωπολιτικά προβλήματα δηλαδή και τρίτον, στον εκδημοκρατισμό.

Αυτό που βίωνε η ελληνική κοινωνία τότε, τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της είναι ότι, οι αμερικάνοι μείνανε εδώ, ότι το Κυπριακό παρέμεινε σαν εθνική ταπείνωση, ο Γκιζίκης συνέχισε να ορκίζει κυβερνήσεις από τους γνωστούς, τα σταγονίδια ήταν πλημμύρα, το στιγμιαίο έδειχνε με ποιους είναι η δικαιοσύνη και κοντά σ’ όλα αυτά ήρθε και ο 330/76 για να ξαναθυμίσει, ότι και η καταστολή και ο αυταρχισμός και η περιστολή των δικαιωμάτων είναι εδώ δεν είναι προβλήματα που τελείωσαν το ’74.

Σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, η συνέχιση της πολιτικής και οικονομικής μιζέριας, έδειχνε βέβαιη. Και αυτό είναι πολύ διαφορετικό πράγμα, από το να έχεις εξοχικό ή αυτοκίνητο. Μιζέρια μπορεί να υπάρχει και με εξοχικό και με αυτοκίνητο και πολιτική και οικονομική μιζέρια. Αυτή είναι μια κατεύθυνση που πρέπει να αναζητήσετε τα αίτια που δημιουργήθηκε αυτή η ένοπλη απάντηση.

Μια δεύτερη κατεύθυνση που νομίζω ότι είναι εξίσου σημαντική, και έχει σχέση ειδικά με τη χώρα μας, είναι η ύπαρξη μιας αριστεράς, μιλάω για την άλλη αριστερά, την κοινοβουλευτική αριστερά, την νόμιμη αριστερά, που ήταν ηρωική μεν, αλλά ήταν και φοβισμένη, ήταν και ταπεινωμένη, ήταν και ζαλισμένη που απλώς διεκδικούσε να υπάρχει και διεκδικούσε να αναγνωριστεί η θετική της συμβολή στην ιστορία του τόπου.

Η Αριστερά δεν είχε τη φιλοδοξία να πάρει αυτό το πράγμα στα χέρια του και να το πάει σε μια ανατροπή. Ουσιαστικά προσπαθούσε να κάνει προσέγγιση, πολιτική προσέγγιση στη βάση του ιστορικού παρελθόντος, του ηρωικού της παρελθόντος. Αλλά χρειάστηκε μια ανάλυση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας.

Μια τέτοια διάταξη του πολιτικού σκηνικού από τη μια μεριά κυρίαρχοι κύκλοι, αυτό που σας περιέγραψα, κι από την άλλη μια Αριστερά με τέτοιο στίγμα, ήταν ολοφάνερο ότι άφηνε πάρα πολύ χώρο στην Αριστερή πτέρυγα του πολιτικού σκηνικού. Δε θέλει φαντασία για να το καταλάβεις αυτό το πράγμα. Οπότε μια επιτιθέμενη Αριστερά είχε όλους τους λόγους να δημιουργηθεί και φυσικά δημιουργήθηκε.

Η λογική που γέννησε τη 17Ν κι όλες αυτές τις Οργανώσεις της ένοπλης Αριστεράς, ήταν τελείως αντίθετη με τη λογική της παλαιάς Αριστεράς. Τα είχα πει και άλλη φορά κάπως πιο συνοπτικά, η λογική τους ήταν να επιτεθούν και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ευρύτερες αλλαγές. Ουσιαστικά να μην προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν δυνάμεις αμυνόμενοι, που ήταν το βασικό ιδεολόγημα της Αριστεράς προς τις δυνάμεις της. Πίστευαν ότι αυτό απλά δεν θα γίνει ποτέ. Και μάλλον δεν έγινε και ποτέ όπως μπορούμε να δούμε τώρα.

Αυτές οι Οργανώσεις ανάκοψαν τη δράση τους όταν αναπτερώθηκαν οι ελπίδες στη χώρα και μην το ξεχνάτε αυτό το πράγμα. Τα πρώτα χρόνια της αλλαγής του ΠΑΣΟΚ μειώθηκε πάρα πολύ η δράση. Γιατί ο λαός πίστεψε ότι μπορεί να γίνουν πράγματα, οπότε στένεψε ο πολιτικός χώρος. Δεν έλειψαν οι ρουκέτες, το πολιτικό περιθώριο στένεψε εκεί. Όταν η κοινωνία άρχισε να πείθετε ξανά ότι δεν τραβάν τα πράγματα, ότι δεν θα γίνει κάτι σημαντικό εδώ, δε θα υλοποιηθεί το όραμα, ο δρόμος της και πάλι ήταν ανοιχτός.

Να έχετε ένα πράγμα καθαρό, γι αυτό σας περιγράφω αυτά τα πράγματα. Ότι δε μιλάμε για μια συνέχεια του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά του άδοξου τέλους των ελπίδων που γέννησε η μεταπολίτευση. Η ένοπλη βία στην Ελλάδα είναι καθαρό γέννημα της μεταπολίτευσης. Δεν έχει καμία σχέση με τη λογική του αντιδικτατορικού αγώνα ο οποίος ήταν σε τελείως άλλη κατεύθυνση και σε όλο του το φάσμα κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ πιο θολός.

Σαφώς και η ένοπλη πλευρά της Αριστεράς, ένα τμήμα της βρίσκεται σήμερα εδώ πέρα, διδάχθηκε από το Αριστερό Κίνημα, ουσιαστικά πάλεψε για τα ίδια προβλήματα όπως είπαμε, αλλά πρόκειται για μια ψυχολογική τομή. Και αυτό το πράγμα δεν πρέπει να το ξεχάσουμε. Για τα ελληνικά πλαίσια οι ένοπλες Οργανώσεις ουσιαστικά ήταν μια Αριστερή αντικουλτούρα, ως τέτοια αναπτύχθηκε. Οπότε η συγκρότηση ενός τέτοιου τύπου επιθετικής Αριστεράς, ένοπλης δηλαδή, δεν ήταν μονόδρομος, μπορούσαν τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί και διαφορετικά.

Επιθετική Αριστερά θα φτιαχνόταν στην Ελλάδα. Αυτού του τύπου, είναι μια άλλη κουβέντα. Εκ των υστέρων μπορεί να υποθέσει κάποιος θεωρητικά ότι μια νόμιμη Οργάνωση με τα ίδια επιθετικά χαρακτηριστικά, με την ίδια αποτελεσματικότητα αν θέλετε και με την ίδια απλή δομή, να έδινε περιθώριο σε πολύ περισσότερους ανθρώπους να συμμετάσχουν στην πολιτική σύγκρουση, πολύ ευρύτερων μαζών, τελικώς να είναι αποτελεσματικότερη αλλά τελικά σημασία έχει αυτό που πραγματικά συνέβη, γιατί δεν μπορείς να ξαναγράψει την ιστορία απ’ την αρχή αυτή τη στιγμή.

Όποια ποινική προσέγγιση και να κάνετε της ένοπλης ελληνικής Αριστεράς της τελευταίας 30ετίας, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό πολιτικό φαινόμενο το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την κατάσταση της χώρας και ουσιαστικά οι συντελεστές του, όποιοι και αν είναι αυτοί οι συντελεστές, κινήθηκαν με τον ίδιο τρόπο που κινήθηκαν και εκατομμύρια άνθρωποι σε διάφορα άλλα μέρη του κόσμου αλλά και στη χώρα μας και ότι οι λόγοι που το δημιούργησαν αυτό το φαινόμενο ήταν αντικειμενικοί.

Κλείνοντας αυτά τα σχόλια για την ένοπλη βία στην Ελλάδα, θα ήθελα να σας πω πώς το βλέπει ένας άνθρωπος στην Ιταλία, που εκεί πρόλαβαν να πάρουν μια μεγαλύτερη απόσταση από τα πράγματα, έχει τελειώσει αυτή η ιστορία εδώ και πολύ περισσότερα χρόνια. Βρήκα σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, του Νίκου Κλείτσικα, «Γόρδιος δεσμός της τρομοκρατίας και ένοπλο κίνημα› λέγεται, μέσα σ’ αυτό βρήκα ένα γράμμα του Κοσίγκα, πρόσφατο, του 2000, που απευθύνεται σε έναν κρατούμενο των Ερυθρών Ταξιαρχών, τον Περσιτσέντι, ο οποίος είναι ακόμα φυλακή, ήταν τουλάχιστον όταν ο Κοσίγκα του έγραφε το γράμμα.

Διαλέγω να σας πω κάτι από την εκτίμηση του Κοσίγκα για την ένοπλη βία στη χώρα του γιατί ο Κοσίγκα δεν είναι ένας τυχαίος. Ήταν Υπουργός Εσωτερικών κατά την περίοδο της δολοφονίας του Μόρο, Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά, νομίζω ότι γι αυτό που συζητάμε το Υπουργός Εσωτερικών έχει μεγαλύτερη σημασία στην περίοδο της δολοφονίας του Μόρο και ο Κοσίγκα μαζί με τον Αντρεότι ήταν οι δύο οπαδοί της πολύ σκληρής γραμμής, η οποία τελικώς οδήγησε και στην εκτέλεση του Μόρο, δηλαδή στην άρνηση της οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης και στην πρόκληση αδιεξόδου στον αντίπαλο, δηλαδή που εξώθησαν τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά εκεί. Δηλαδή μιλάμε για ένα σκληρό καρύδι ουσιαστικά της άλλης όχθης, να σας το πω έτσι.

Λέει τα εξής –σας διαβάζω ένα πολύ μικρό απόσπασμα: «Αγαπητέ κ. Περσιτσέντι, εγώ πολέμησα σκληρά την τρομοκρατία αλλά πάντα θεώρησα ότι επρόκειτο για ένα σημαντικό και εξορκισταίο πολιτικό φαινόμενο, ότι έχει τις ρίζες του στην ιδιαίτερη κοινωνική πολιτική της χώρας και αντιθέτως δεν πρόκειται για ένα humus deliquenziale. Θεωρώ ότι ο εξτρεμισμός της Αριστεράς δεν ήταν τρομοκρατία με την ακριβή έννοια του όρου. Πράγματι δεν πίστευε πως μόνο με τρομοκραιτκές ενέργειες θα μπορούσε να αλλάξει την πολιτική κατάσταση, αλλά επρόκειτο για μια ανατρεπτική Αριστερά όπως ήταν ο Ρωσικός μπολσεβικισμός, δηλαδή ένα πολιτικό κίνημα το οποίο βρέθηκα να πολεμά έναν κρατικό μηχανισμό χρησιμοποιώντας μεθόδους των απελευθερωτικών κινημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής αντίστασης. Εσάς σας έπληξε η πολιτική συνένωση της χριστιανικής δημοκρατίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας και το γεγονός ότι δεν ήσαστε σε θέση να σύρετε τις μάζες σε μια αληθινή και ουσιαστική επανάσταση. Αλλά αυτό είναι μέρος μιας ιστορικής περιόδου για την Ιταλία που έκλεισε και τέλος πάντων αυτή η λεγόμενη ‘δικαιοσύνη’ ασκήθηκε και ακόμη ασκείται εναντίον σας. Ακόμη και αν με νομικούς όρους νόμιμα ασκείται, είναι με την πολιτική έννοια βεντέτα ή φόβος›.

Αυτά λέει ο Κοσίγκα, που έχει πάρει πια μια απόσταση από τα πράγματα παρόλο που υπήρξε αυτό που υπήρξε. Ίσως μερικά πράγματα να χρειαστούν σαν εργαλεία, δε φιλοδοξώ σ’ αυτή τη Δίκη, αλλά νομίζω ότι ο διάλογος θα συνεχίσει και μετά από δω για κάποια ζητήματα. Τώρα που ένας μεταπολιτευτικός κύκλος, αυτός της ένοπλης βίας στην Ελλάδα φάνηκε να κλείνει, αλλού βέβαια συνεχίζει, αλλού ξεκινάει, όσον αφορά τα δικά μας φαίνεται να κλείνει, ήρθαν κάποιοι να θέσουν το ερώτημα ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός αυτής της λαϊκής αντι-βίας στην Ελλάδα της τελευταίας 30ετίας. Ποιος την υποκίνησε;

Ποιος προκάλεσε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους της Αριστεράς που δεν βολεύονταν στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό την απόφαση να κινηθούν; Σήκωσαν το δάχτυλο και έδειξαν αυτό τον συγκεκριμένο άνθρωπο που έχετε μπροστά σας για ένα ολόκληρο πολιτικό φαινόμενο με τα χαρακτηριστικά που κατά τη γνώμη μου σας ανέλυσα και είπαν «να, αυτός τα έφτιαξε όλα›.

Ήρθαμε αντιμέτωποι μέσα σε αυτή την διαδικασία της εξάρθρωσης με τον στραγγαλισμό της πολιτικής λογικής, με τον βιασμό των κανόνων που όλοι ξέρουμε ότι κινούν τους ανθρώπους μέσα στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Και θα έλεγα ότι αν δεν απειλείτο η ελευθερία ενός ανθρώπου και κυρίως αν δεν έμπαιναν σε επικίνδυνη αμφισβήτηση στοιχειώδεις συμβάσεις που έχουμε φτιάξει μεταξύ μας για να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, ότι αυτό το ερώτημα του ηθικού αυτουργού, ότι στερείται σοβαρότητας. Αυτό μπορείς να πεις περιγράφοντας μια δράση 30 ετών.

Δεν παριστάνω τον εμβριθή νομικό και δε νομίζω ότι είμαι τέτοιος. Αλλά υποθέτω ότι αν κατασκευάσουμε ένα νομικό μοντέλο για να καταδικάσουμε κάποιον, οποιονδήποτε, αυτό θα πρέπει να μπορεί να λειτουργήσει και να δικαιώνεται δικαιοπολιτικά και ηθικά θα πρόσθετα, σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις. Αν εδώ δίνει μερικά αποτελέσματα που φαίνονται σοβαρά επειδή έτσι είναι το κλίμα ενώ σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις δίνει αποτελέσματα που θα μπορούσε κάποιος να τα πει φαιδρά, τότε μάλλον κάπου πάσχει το νομικό μοντέλο, κάπου δεν το έχουμε πιάσει σωστά.

Εγώ σκέφτομαι απλά και όχι σαν πολύ εξειδικευμένος νομικός. Θα μπορούσατε να δικάσετε ίσως τον Βελουχιώτη σαν ηθικό αυτουργό του Αντάρτικου; Θα λέγατε ότι αυτός προκάλεσε την απόφαση στους αντάρτες να πάρουν το όπλο και να σκοτώσουν Γερμανούς; Ο ηθικός αυτουργός ποιος είναι σε αυτή την πολιτική δράση που έγινε τότε; Ο Βελουχιώτης ή η ίδια η γερμανική κατοχή;

Θα δικάζατε σήμερα, για να πάμε σε ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, τον Αραφάτ σαν ηθικό αυτουργό των παιδιών που πάνε και ανατινάζονται για να πάρουν λίγους κατακτητές μαζί τους; Θα μπορούσε να τεθεί έτσι το ζήτημα, αν ήσαστε δικαστές και σας ερχόταν μπροστά σας αυτό το ζήτημα; Παρένθεση εδώ, ούτε ο Σάρον δεν το έχει σκεφτεί αυτό. Δεν δίκασαν κανέναν σαν ηθικό αυτουργό γι αυτούς τους νεκρούς που έχουν εκεί.

Ένα άλλο πρόβλημα που μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και μάλιστα έγιναν και κάποιες διώξεις -για τον Οτσαλάν μιλώ. Θα μπορούσατε να ισχυριστείτε ότι ο Οτσαλάν, που είναι ένας πατενταρισμένος αρχηγός με καταστατικό, όχι αυτό που ψάχνετε να βρείτε εσείς αν είναι αρχηγοί ή δεν είναι εκεί, θα μπορούσατε να θεωρήσετε τον Οτσαλάν ηθικό αυτουργό στις ένοπλες ενέργειες του ΡΚΚ; Θα τον δικάζατε δηλαδή για ηθική αυτουργία στις επιθέσεις του ΡΚΚ εναντίον των Τούρκων;

Τί θα λέγατε τελικά; Τί θα κρυβόταν πίσω απ’ αυτό το πράγμα; Θα λέγατε δηλαδή ότι αυτό που προκάλεσε στον Κούρδο την απόφαση να πάρει το 45άρι που λέτε κ. Πρόεδρε, ήταν ο Οτσαλάν, ή το ότι η χώρα του δεν έχει πολιτιστική και εθνική αυτονομία; Αν το τυποποιούσατε με τον ίδιον τρόπο που πάει να τυποποιηθεί εδώ πέρα, καταλαβαίνετε τί προβλήματα θα δημιουργούσε, προβλήματα σοβαρότητας θα έλεγα.

Αν θέλετε να πάρουμε ένα παράδειγμα μυστικής Οργάνωσης που μοιάζει πολύ με τη 17Ν, αλλά τώρα πια είναι ιστορικά δικαιωμένο αυτό το παράδειγμα, το παράδειγμα της Φιλικής Εταιρείας θα σας έλεγα εγώ. Αν πιάνονταν δυο τρία μέλη της Φιλικής Εταιρείας για ενέργειες εναντίον των Τούρκων, εσείς θα βάζατε ηθικό αυτουργό δίπλα τον Ξάνθο και τον Σκουφά; Δεν θα αναγνωρίζατε την πραγματικότητα, ότι είναι ο ίδιος ο οθωμανικός ζυγός που οδηγεί ανθρώπους να εξεγερθούν, να κάνουν πράξεις;

Να σας πω και κάτι ακόμα για να έρθω και στην εποχή του κ. Εισαγγελέως. Επί χούντας, υπήρχαν δικαστές στην Ελλάδα. Κι εσείς ήσαστε και τότε δικαστές. Αν είχαν συλλάβει τον Παπανδρέου τότε που ήταν αρχηγός του ΠΑΚ και τον έφερναν εδώ πέρα να τον δικάσετε, θα τον δικάζατε σαν ηθικό αυτουργό του κ. Σημίτη που κατά δήλωσή του έβαζε βόμβες; Θα λέγατε ότι του υπέδειξε τον στόχο ή ότι λόγω της πνευματικής του υπεροχής εκεί τον οδήγησε τον κ. Σημίτη, να δράσει;

Βλέπετε δηλαδή πως μπορεί μερικά πράγματα να σου φαίνονται σπουδαίες κατασκευές και κατασκευές μπορεί να κλείσουν τον άλλον μέσα, αλλά αν τις δεις σε μια ιστορική διάσταση, καταλαβαίνετε πόσο μπορεί να απογυμνωθούν αυτά τα πράγματα από τη σοβαρότητά τους. Να σας πω και κάτι ακόμα στην ίδια λογική, για να μιλήσω για έναν εχθρό του κράτους: Όταν πιάστηκε ο Μπελογιάννης που ήταν σαφώς ένας εχθρός του κράτους τότε, το άρθρο 46 του Ποινικού Κώδικα ίσχυε, ο Ποινικός Κώδικας ισχύει από το 1951.

Ο Μπελογιάννης ήταν ένα στέλεχος το οποίο από κάτω του είχε ένα παράνομο δίκτυο, είχε ανθρώπους που τους διοικούσε με κάποιον τρόπο. Ούτε και το μετεμφυλιακό κράτος τον πήγε με το 46 του Ποινικού Κώδικα. Με το 509 τον έφαγαν. Φανταστείτε δηλαδή πού κινούμαστε αυτή τη στιγμή. Και κάτι τελευταίο σ’ αυτό. Γιατί ο ΕΛΑ δεν έχει ηθικό αυτουργό; Το σκεφτήκατε καθόλου αυτό; Την ίδια περίοδο έδρασαν. Εκείνοι ήταν αυτοκινούμενοι, ενώ ετούτοι ήταν ετεροκίνητοι; Με ποια λογική πάτε σε τέτοια σχήματα;

Εγώ αυτό που θέλω να σας πω μόνο είναι ότι η πολιτική και κοινωνική δράση δεν παράγεται με υποκινητές. Μπορεί ο Γιωτόπουλος να «διακινδυνεύει› την ελευθερία του, αλλά νομίζω ότι από την πλευρά του ποινικού συστήματος, από την πλευρά και της ποινικής λογικής αλλά και της κοινής λογικής, διακινδυνεύει η σοβαρότητά μας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ξεκίνησε αυτό που ονομάστηκε και πριν ξεκινήσει, η δίκαιη Δίκη του ηθικού αυτουργού και των υποχειρίων του. Δέχθηκε αυτή η Δίκη και αυτή η προδικασία αρκετή κριτική από διάφορες κατευθύνεις σε διάφορε επίπεδα. Η βασική απάντηση ήταν ότι αλλού γίνονται χειρότερα, ότι κάποιες παρεκτροπές όπως σας είπα πριν, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί να υπάρχουν. Εγώ θα συμφωνήσω μαζί σας, ότι αν θέλετε και η ίδια η Δίκη είναι μια πολιτιστική κατάκτηση. Η δίκη Πολιτικού αντιπάλου είναι μια πολιτιστική κατάκτηση, ακόμα και όταν δεν τηρούνται οι εγγυήσεις. Παραμένει πολιτιστική κατάκτηση.

Και ξέρετε γιατί το λέω; Γιατί δεν υπάρχει παντού. Ξέρετε κι εσείς ότι στην Αμερική κρατούν στο Γκουαντανάμο πολιτικούς αντιπάλους κι αυτούς χωρίς καμία δίκη. Επί χρόνια γίνεται αυτό το πράγμα. Στο Ισραήλ είναι προχωρημένοι, αποφεύγουν τις κρατήσεις και τέτοια. Εκεί τους δολοφονούν κατ’ ευθείας από τα ελικόπτερα, μαζί με ό,τι κινείται γύρω τους. Θα έλεγα ότι πέρα από τη βαρβαρότητα αυτών που το κάνουν, υπάρχει και μια διεθνής βαρβαρότητα στη σκέψη.

Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα σήμερα για ένα ανώτερο στέλεχος του ΟΗΕ να μιλάει για το πρόβλημα των δολοφονιών, αυτών των αντιπάλων που γίνονται στο Ισραήλ, να έχουν φτιάξει κι έναν όρο, το λένε στοχευμένη δολοφονία αυτό το πράγμα και να αντιμετωπίζουν σαν ένα τρέχον ζήτημα της πολιτικής ατζέντας, ότι μπορεί να παζαρευτεί γι αυτό, ότι «ένας θα κόψει τις στοχευμένες δολοφονίες, ο άλλος θα κάνει άλλο, θα τα βρούμε›.

Σαφώς υπάρχει μεγαλύτερη βαρβαρότητα απ’ ότι έχουμε εμείς εδώ, αλλού. Και αναφέρομαι ειδικά στις ΗΠΑ και στο προγεφύρωμά τους γιατί με τα γενικά στάνταρ, πρόκειται για πολιτισμένες και δημοκρατικές χώρες, οι οποίες βεβαίως καταδικάζουν την τρομοκρατία, έχουν Θεοσεβούμενους ηγέτες και προσπαθούν να εξαλείψουν την μάστιγα, όταν δεν βομβαρδίζουν, προσεύχονται για την εξάλειψή της και πάει λέγοντας.

Επειδή όμως δεν υπάρχουν γενικά δίκαιες δίκες, αυτή η δίκη πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ήταν δίκαιη ή άδικη, από την σκοπιά των ελάχιστων εγγυήσεων υπέρ του αδυνάτου μέρους, που τυποποιούνται και στην ΕΣΔΑ και στο Σύνταγμα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αλλά θα έλεγα, όχι μόνο απ’ αυτή τη σκοπιά, το οποίο είναι και το σύνηθες. Τα είπε και ο συνάδελφός μου Μυλωνάς αυτά τα πράγματα αναλυτικά και τα ξέρει και καλύτερα από μένα. Αλλά εγώ θα πρόσθετα και από την σκοπιά των συνήθων τηρούμενων.

Γιατί ένας που έρχεται εδώ μέσα να δικαστεί, περιμένει ότι κάποια πράγματα, θα γίνουν όπως γίνονται συνήθως εκεί. Όχι ότι θα κάνεις μια οριακή νομική κατασκευή, για να κάνεις την κατάσταση την δική του, μη συνήθη, διαφορετική. Είναι και αυτή μια παράμετρος της δίκαιης δίκης, που πρέπει να την παίρνετε και αυτή υπόψη σας.

Το γενικό πλαίσιο αυτής της δίκης πολύ πριν ξεκινήσει, τέθηκε σε μια συνέντευξη του κ. Μίλλερ, στο «ΒΗΜΑ› στις 4 Αυγούστου 2002, φυσικά στον κ. Παπαχελά, δεν υπάρχει θέμα, που μεταξύ άλλων ο κ. Παπαχελάς τον ρωτάει, πώς αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να απαγάγουν τους κατηγορούμενους και να τους δικάσουν μόνοι τους, αυτούς τους κατηγορούμενους;

Κοιτάξτε μια απάντηση. «Δεν απαντώ για τέτοια θέματα›. Δεν λέει όχι γι’ αυτό. «Αυτό που ενδιαφέρει τώρα, είναι να δικαστούν αυτοί οι άνθρωποι, με όλες τις εγγυήσεις και τα δικαιώματα που τους αναλογούν σε μια ελεύθερη κοινωνία, να βρεθούν τα στοιχεία που θα τους καταδικάσουν σε πολύ βαριές ποινές, ισόβια ή δυνατόν εκεί πέρα.› Φυσικά όλο το ζουμί είναι στην τελευταία αυτή φράση. Πρώτα τους πιάσαμε, τώρα ψάχνουμε στοιχεία για να τους καταδικάσουμε και σας έθεσε και την επιθυμητή ποινή. Δεν το άφησε ούτε αυτό στην διακριτική ευχέρεια του καθενός.

Και να σας πω και κάτι ακόμα, όσον αφορά αυτή τη πρώτη φράση σ’ αυτή την συνέντευξη, την απαγωγή δηλαδή και το σκεφτόμουνα προχθές με αφορμή τη συζήτηση που έγινε κατά την αγόρευση του κ. Φυτράκη για το ζήτημα του Ρασίντ. Και θα ήθελα να θέσω το θέμα ως εξής. Ότι το ενδεχόμενο μιας απαγωγής από τους αμερικάνους, του οποιουδήποτε κατηγορούμενου, ή της δολοφονίας του, ή οτιδήποτε άλλο, που είναι έξω απ’ αυτή την αίθουσα, δεν είναι άλλοθι για την καταδίκη τους μέσα σ’ αυτή την αίθουσα. Και δεν σας νομιμοποιεί για επιβολή εξοντωτικών ποινών, για να τους προστατέψετε από τους αμερικάνους.

Το ενδεχόμενο απαγωγής ή έκδοσης ελλήνων πολιτών στην Αμερική, αφήστε το να το αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός με τον τρόπο που ξέρει. Δεν μπορεί να είναι στα καθήκοντα του Δικαστηρίου και δεν μπορεί να νομιμοποιήσει το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Και βεβαίως κανείς δεν έθεσε κάποιο ζήτημα προστασίας.

Καταγγείλαμε επανειλημμένα την προδικασία, ως άδικη και παράνομη. Δεν θα επανέλθω σ’ αυτές τις αναπτύξεις, παρόλο που δεν σημαίνει ότι αποδεχθήκαμε μια άλλη προσέγγιση. Θα σταθώ μόνο σε ορισμένα σημεία, τα οποία σχετίζονται με ισχυρισμούς και ενστάσεις του εντολέα που εκπροσωπώ, με παραβίαση συγκεκριμένων υπερασπιστικών δικαιωμάτων δικών του, σε σχέση με αποδεικτικά μέσα, ή με ορισμένες άλλες πλευρές του ζητήματος.

Πρώτα – πρώτα για τις προανακριτικές απολογίες του Ξηρού, στο μέτρο που με αφορούν ως αποδεικτικά μέσα αυτές οι προανακριτικές απολογίες. Η δική μου προσέγγιση σ’ αυτό το θέμα, θα προσπαθήσω να είναι λίγο περισσότερο νομική. Και να σχετίζεται με τον ισχυρισμό που εγώ προβάλω.

Από την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε το εξής πράγμα. Ότι ο Ξηρός ήταν κρατούμενος των ελληνικών αρχών από 29.6. οπότε και συνελήφθη. Αυτό πώς απεδείχθη; Απεδείχθη ότι είχε φρουρά μέσα και έξω από το δωμάτιο που νοσηλευόταν από μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις, ότι χρειαζόταν άδεια των αστυνομικών αρχών για επίσκεψη των οικείων, ότι γινότανε έλεγχος εισερχομένων, ότι υπήρχε απαγόρευση συνομιλιών με οικείους, για θέματα που δεν αφορούσαν την υγεία του και ότι τα μέτρα κράτησης επιθεωρήθηκαν δυο φορές, από τον αρμόδιο Υφυπουργό Δημόσιας Τάξης τον κ. Μαλέσιο στις 3 και 4 Ιουλίου, ο οποίος έκανε και δηλώσεις ακριβώς γι’ αυτό το θέμα. Οι δηλώσεις περιέχονται στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ› της 5ης Ιουλίου που λέει ότι, δεν ήρθα εδώ σαν γιατρός - γιατί είναι γιατρός – ήρθα εδώ σαν υφυπουργός. Έχουν κατατεθεί όλα αυτά τα δημοσιεύματα, μπορώ να σας τα ξαναδώσω, τα έχω και μαζί μου αυτά.

Επιπλέον γιατί απαγορεύτηκε η πρόσβαση στο δικηγόρο του και τι εννοώ μ’ αυτό; Ότι ο δικηγόρος του δεν άκουσε ποτέ με τα αυτιά του από τον πελάτη του, ότι δεν επιθυμεί δικηγόρο. Και δεν νοείται μεσολάβηση των αρχών σ αυτό το ζήτημα. Αυτό δεν γίνεται ποτέ. Η αρχή δεν είναι μεσολαβητής μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ότι δεν σε θέλει ο πελάτης σου ή δεν θέλει δικηγόρο. Αυτό ούτε στη φυλακή εδώ δεν γίνεται. Εδώ ο δικηγόρος πάει βλέπει έναν κρατούμενο και είναι δικό του ζήτημα, εάν συμφωνούν, ή δεν συμφωνούν, δεν διαμεσολαβεί ο δεσμοφύλακας, για να σου πει ότι ο συγκεκριμένος δεν θέλει δικηγόρο.

Έχουμε μια έκθεση σύλληψης στις 7 Αυγούστου 2002, σε εκτέλεση εντάλματος του Ανακριτή, που εκδόθηκε στις 31 Ιουλίου. Αυτά για μένα τι σημαίνουν; Με το δεδομένο ότι έχουμε εν τοις πράγμασι κράτηση του Ξηρού ότι μέχρι τις 7 Αυγούστου έχουμε παράνομη κατακράτηση. Αυτό είναι παράβαση του 6 του συντάγματος, γιατί είναι μια κράτηση χωρίς ένταλμα. Έχουμε ένα ένταλμα που επιτελέστηκε στις 7 Αυγούστου.

Επειδή το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, έπρεπε μέσα σε 24ωρο να έχει προσαχθεί στον Ανακριτή και μπορούσε κατά τα γνωστά ο Ανακριτής είχε το δικαίωμα για το 5ήμερο από εκεί και πέρα, με την γνωστή διαδικασία που θεσπίζεται ευθέως από το σύνταγμα. Η θέση μου είναι ότι, ο Ξηρός κρατήθηκε παράνομα από 30.6 έως 7.8.2002.

Στη διάρκεια αυτής της παράνομης κράτησης και αυτό είναι το κομμάτι που με ενδιαφέρει εμένα, αποκτήθηκαν ομολογίες και επιβαρυντικοί ισχυρισμοί για τρίτους. Το συμπέρασμά μου και ο ισχυρισμός μου μαζί είναι ότι, οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ιδίως έγγραφο που περιέχει ομολογίες, αποκτήθηκε από πρόσωπα που παράνομα έχει στερηθεί την ελευθερία του, απ’ αυτούς ακριβώς που τον κρατούσαν, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί εναντίον του και εναντίον τρίτων, είναι προϊόν του εγκλήματος της παράνομης κατακράτησης που τελέστηκε μ’ αυτό ακριβώς τον δόλο της απόσπασης εγγράφου.

Για τα αποδεικτικά μέσα που είναι προϊόντα εγκλήματος, έχετε το 177.2 για όσα δεν απειλούνται με ισόβια, σας επιβάλει ρητά να μην τα λάβετε υπόψη σας. Αλλά θα έλεγα ότι ακόμα και για εγκλήματα που απειλούνται με ισόβια, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στις εξής περιπτώσεις. Πρώτον, όταν το έγκλημα τελέστηκε ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Για την απόσπαση του αποδεικτικού μέσου.

Δεύτερον, γιατί ενόψει του 5 παρ. 5 της ΕΣΔΑ, σε περίπτωση παράνομης κατακράτησης καθιερώνεται ένα δικαίωμα επανόρθωσης στον κατακρατηθέντα, επανόρθωση είναι ακριβώς αυτό το πράγμα, το προϊόν του εγκλήματος να μην ληφθεί υπόψη και κατ’ αναλογία και των τρίτων. Αλλά και ενόψει του νέου 19 του συντάγματος, νομίζω ότι δεν υπάρχει περιθώριο αυτά τα πράγματα, δεν λέω ότι δεν θα το κάνετε, σας λέω εγώ ποιοι είναι οι ισχυρισμοί μου και τους οποίους θα συνεχίσω να τους προβάλω, πιστεύοντας ότι θα βρω πιο ευήκοα ώτα στο μέλλον. Δεν θα μπορούσατε να το πάρετε υπόψη σας κατ’ αναλογία και του 19 του συντάγματος.

Σ’ αυτή τη βάση εγώ θα μπορούσα να επικαλεστώ γιατί όλα αυτά σας φαίνονται και πολύ νομικίστικα, έχουν ξανακουστεί κιόλας, θα μπορούσα να επικαλεστώ την ίδια την αρχή της ηθικής απόδειξης, της συνείδησής σας. Εάν δεχθείτε ότι υπάρχει παράνομη κατακράτηση, κατά συνείδηση δεν θα έπρεπε να τα πάρετε υπόψη σας αυτά τα πράγματα.

Δηλαδή όταν γίνεται ένα έγκλημα, ακριβώς για να σου αποσπάσω εκεί μια ομολογία και σου την φέρνω μετά θα την πάρετε υπόψη σας; Ξέρω και εγώ, είναι και ένα θέμα συνείδησης αυτό, όπως το βλέπει ο καθένας.

Εδώ θα κάνω και μια δεύτερη προσέγγιση. Ότι δεν πρόκειται για απλά έγγραφα, δεν έγραψε επιστολές δηλαδή ο Ξηρός που τον αυτοενοχοποιούσαν. Πρόκειται για εκθέσεις οι οποίες εκ των πραγμάτων έχουν αυξημένη τυπικότητα, γιατί αποτυπώνουν μια άσκηση δημόσιας εξουσίας, τελικά είναι αυξημένης αποδεικτικής ισχύος έγγραφα. Απ’ αυτή την άποψη ως εκθέσεις θα έλεγα ότι είναι ανυπόστατες, ούτε καν άκυρες. Και θα σας κάνω μια προσέγγιση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

Η βάση του ισχυρισμού μου είναι ότι λήφθηκαν κατά κλάδο αναρμόδια όργανα. Γιατί αφού πέρασε το 24ωρο, στο οποίο έπρεπε να τον προσάγουν στον Ανακριτή, ο οποίος κατά το σύνταγμα, και όχι κατά τον κοινό νόμο, είναι ο μόνος αρμόδιος να επιλαμβάνεται του κατηγορουμένου μετά την πάροδο 24ώρου στο αυτόφωρο έγκλημα, άρα και να λαμβάνει απολογία, ήτοι να λάβει ομολογία πρόσωπον κατ’ εντολή του Ανακριτή από εκεί και πέρα, εν γένει να επιληφθεί, το ότι δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα και το ότι κατά κλάδον αναρμόδια όργανα, δηλαδή μη δικαστικά όργανα, όπως είναι οι προανακριτικές αρχές, παίρνουν απολογίες, συντάσσουν εκθέσεις, αυτό τις κάνει ανυπόστατες κατά την γνώμη μου.

Αυτό το είχε θέσει ο κ. Λυμπερόπουλος, θα το ξέρετε εσείς αυτό, με δηλώσεις που είχε κάνει 16 Ιουλίου στις εφημερίδες τότε, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου συνταξιούχος, ο οποίος απ’ ότι θυμάμαι και απ’ ότι διαβάζω είχε πει ότι, όσα γίνονται τις τελευταίες τρεις εβδομάδες μετά την σύλληψη του Ξηρού, είναι αντίθετα στην ποινική δικονομία, και ουσιαστικά βάζει αυτό το θέμα ότι έπρεπε να επιληφθεί ο Ανακριτής.

Η λογική – είπε χαρακτηριστικά – να τα κάνουν όλα οι αστυνομικοί, ακολουθεί μόνο το αγγλικό πρότυπο. Στη χώρα μας η υπόθεση πρέπει πλέον να ανατεθεί σε τακτικό Ανακριτή, ο μόνος ο οποίος παρέχει εγγυήσεις και ο οποίος στην έρευνά του για διαλεύκανση της υπόθεσης, μπορεί να βοηθηθεί από τεχνικούς συμβούλους κλπ.

Όλο το πρόβλημα μ’ αυτά τα θέματα ξέρετε ποιο είναι; Ότι πρέπει κάποιος να βγει στην σύνταξη για να πει ορισμένες αλήθειες. Σ’ άλλες περιπτώσεις αυτά είναι πολύ δύσκολα να τα πει κάποιος. Οπότε εγώ θα έλεγα ότι, ότι θα έχετε να κάνετε με ανυπόστατο έγγραφο εδώ πέρα, ως κατά κλάδον αναρμόδιο όργανο δηλαδή γιατί και ο Εισαγγελέας στην συγκεκριμένη περίπτωση, ασκούσε αστυνομικά καθήκοντα, προανακριτικά καθήκοντα.

Υπάρχει ένα ακόμα ζήτημα με τις απολογίες του Ξηρού. Θα έλεγα ότι δεν θα έπρεπε να τις πάρετε υπόψη σας, να τις θεωρήσετε ψευδείς δηλαδή ως προς το περιεχόμενο, λόγω αποσπασματικότητας. Γιατί; Γιατί τι αποδείχθηκε στην αποδεικτική διαδικασία; Η ανάκριση άρχισε στις 5 Ιουλίου αυτό προέκυψε από τους συγκεκριμένους προανακριτικούς υπαλλήλους και συνεχίστηκε μέχρι τις 27 Ιουλίου τουλάχιστον.

Επίσης αποδείχθηκε από τους μάρτυρες αυτούς του «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ› ου ήρθαν εδώ, ότι μέχρι τις 11 Ιουλίου ανακρινόταν καθημερινά ο Ξηρός και τι έχουμε εδώ; Δεν συντάχθηκαν εκθέσεις, παρά μόνο για τμήματα αυτής της διαδικασίας, που αφορούν την εξέταση στις 11, στις 20, στις 22 και στις 27 Ιουλίου, κατ’ επιλογήν βεβαίως των ανακριτών.

Όταν ανακρίνεις έναν άνθρωπο, έχεις την υποχρέωση να καταγράφεις ακριβώς αυτά που σου λέει. Εδώ είναι σίγουρο ότι ένα κομμάτι αυτών των συνομιλιών και πολύ μεγάλο, γιατί δεν μιλάμε για συνομιλίες, μιλάμε για μια επίσημη διαδικασία ούτε προβλέπονται ιδιωτικές φιλικές συζητήσεις κατηγορουμένων με εισαγγελείς εκεί, πρέπει να καταγράφεται. Αυτό που σας έδωσε η διαδικασία εδώ, είναι ότι σας λείπει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ανακριτικής, προανακριτικής διαδικασίας που έγινε. Επειδή όμως η απολογία του κατηγορουμένου δεν μπορεί να είναι μια παράθεση κατ’ επιλογήν αποσπασμάτων, κατ’ επιλογήν του Ανακριτή, πάσχει το σύνολο του περιεχομένου το επιλεκτικό κείμενο, είναι ψευδές κείμενο.

Και θα έλεγα ότι ένα τελευταίο ζήτημα, γύρω στις προανακριτικές του απολογίες είναι ότι, περιλαμβάνει ψευδή βεβαίωση των ανακριτικών αρχών ότι του έθεσαν υπόψη του τα έγγραφα της ανάκρισης, στις 20 και στις 27/7, το οποίο είναι απλό και καθαρό ψέμα αυτό που βεβαιώνουν. Του θέσαμε υπόψη τα έγγραφα της ανάκρισης, είπε ότι δεν θέλει δικηγόρο και προχωρήσαμε.

Εγώ δεν κάνω εκτιμήσεις γενικές και δεν θέλω εδώ σ’ αυτά τα θέματα να επεκταθώ σε πράγματα που δεν αποδείχθηκαν. Ή είναι από υπερβολές σε σχέση μ’ αυτά που αποδείχθηκαν. Πλην όμως έχω αυτή τη δήλωση και εγώ κάνω αυτή τη σκέψη εδώ και λέω, η προανακριτική αρχή στις 20 και στις 27 Ιουλίου, είχε τίποτα να του δείξει, είχε καμιά δικογραφία να του δείξει; Βεβαίως δεν είχε και εκεί είναι η ψευδής δήλωση που σας λέω.

Γιατί η δικογραφία από 18 Ιουλίου είχε πάει στο σύνολό της στην τακτική Ανακρίτρια και από 23 Ιουλίου είχε πάει στον Εφέτη Ανακριτή. Αυτή η δήλωση είναι σαφώς ψευδής είναι δήλωση των αρχών αυτή όχι του Ξηρού, και βεβαίως είναι και παράβαση του 105 του Κ.Ποιν.Δ.

Νομίζω ότι τα πράγματα σε μια άλλη κατάσταση θα μιλούσανε μόνα τους, εδώ δεν ξέρω πόσο μιλάνε δηλαδή. Υπάρχουν όλα αυτά τα ερωτήματα που τέθηκαν γύρω από τον Ξηρό, ίσως τελικά είναι ακόμα πρόωρο να έχουμε σαφή εικόνα γι’ αυτά τα πράγματα, θα δούμε πότε θα έχουμε. Ένα ερώτημα είναι, κατά πόσο από σωματικής και ψυχικής υγείας, ήταν σε θέση να δώσει κατάθεση, με την έννοια, να ξέρει τι λέει, να βλέπει τι είναι γραμμένο, να ακούει και να συνειδητοποιεί ότι ακούει.

Εγώ δεν είμαι σε θέση να αναφερθώ εκτεταμένα. Θα αναφερόμουν μόνο σ’ αυτό που είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος, ο συνάδελφός μας της πολιτικής αγωγής εκεί, ότι δεν ήταν δεκτικός συλλήψεως, και γι’ αυτό δεν συνελήφθη μάλλον, έτσι κατάλαβε η πολιτική αγωγή το ζήτημα της μη σύλληψης και μάλιστα ένας καθηγητής εκπρόσωπος της πολιτικής αγωγής.

Και εγώ με το μικρό μου το μυαλό θα πω ότι, όταν δεν είναι κάποιος δεκτικός συλλήψεως γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει το γεγονός, γιατί η ίδια η αρχή βλέπει ότι δεν είναι σε θέση να τον συλλάβει, είναι σε θέση να δεχθεί σαν έγκυρη και σοβαρή μια παραίτηση από τα δικαιώματά του. Αυτό είναι το μόνο που θα πρόσθετα εγώ, ενισχυτικά στον ισχυρισμό που σας έθεσε ο κ. Αναγνωστόπουλος.

Εγώ βεβαίως δεν ξέρω εάν έγιναν σωματικά βασανιστήρια, ή ψυχικά βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογιών, ή κυρίως για την επιβεβαίωση θέσεων, ή σεναρίων γιατί αυτό με ενδιαφέρει εμένα κυρίως εκεί. Και το κρίσιμο εδώ δεν είναι τι πιστεύει ο καθένας, αλλά τι αποδείχθηκε στη διαδικασία, τι δεν αποδείχθηκε στη διαδικασία ενώ μπορούσε να αποδειχθεί. Τι αποδεικτικά στοιχεία υπήρξαν, ή τι δεν υπήρξαν, ενώ μπορούσαν να υπάρξουν και από εκεί να σταθμίσεις και να βγάλεις ένα συμπέρασμα, αν μπορεί να βγει ένα συμπέρασμα ακόμα.

Θα έλεγα ότι αυτό που τέθηκε και από τον Σάββα Ξηρό, αλλά και από τον συνάδελφό μου κ. Μυλωνά, ότι βιντεοσκοπείτο το σύνολο της ανάκρισής του, είναι ίσως αυτό το οποίο θα μας επέτρεπε, να έχουμε όλες οι πλευρές της δίκης, μια σαφή άποψη για το τι έγινε εκεί. Γιατί εκεί πια έχεις προσωπική αίσθηση για τα πράγματα.

Ο κ. Μυλωνάς μάλιστα ανέφερε και ότι στο «ΒΗΜΑ› η κα Μάνδρου είχε γράψει ότι βιντεοσκοπείται. Εγώ βρήκα και όμοιο δημοσίευμα στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ› στις 10 Ιουλίου που έλεγε το ίδιο ακριβώς που έλεγε και η κα Μάνδρου στο «ΒΗΜΑ› ότι βιντεοσκοπείται το σύνολο της παρουσίας του Ξηρού μέσα στο Νοσοκομείο, λεπτό προς λεπτό.

Θα μου πείτε εσείς πού το ξέρατε; Τέθηκε βέβαια εδώ. Αλλά να σας πω κάτι, τόσο σοβαρά ζητήματα και αυτό είναι σε σχέση με την δίκη πολιτικών αντιπάλων που σας έλεγα πριν, σε μια άλλη δίκη θα προκαλούσαν μια ευαισθησία. Υπό ποια έννοια; Ότι θα ζητούσε το Δικαστήριο από τον κ. Εισαγγελέα, ή από τον χ Εισαγγελέα αρμόδιο, να διαπιστώσει εάν κάτι που λέει ο κατηγορούμενος και φαίνεται ότι είναι αρκετά σοβαρό, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Αυτό θα ήταν όλο το ζήτημα.

Βεβαίως εδώ πήγαμε σε μια διάσκεψη του ισχυρισμού, από έδρας διάσκεψη, ενώ είχατε όλοι την εξουσία στα χέρια σας και την πολύ απλή δυνατότητα να το εξακριβώσετε και απ’ ότι φαίνεται έστω και εκ των υστέρων μάλλον ισχύει αυτό. Και αυτό ίσως θα έλυνε ορισμένα προβλήματα, ίσως και πολλά προβλήματα, το να σχηματίζατε άποψη και εσείς και εμείς βεβαίως.

Βέβαια έχουμε μερικές κακές ενδείξεις για όλη αυτή την ιστορία του «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ›. Δηλαδή φαίνεται από δημοσιεύματα του Τύπου στις 8 και 9 Ιουλίου ότι πήραν μέρος αστυνομικοί – ψυχολόγοι έτσι τους αναφέρει «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ› 8 και 9 Ιουλίου στην ανάκριση του Ξηρού. Θυμόσαστε εκείνη τη γνωστή δήλωση του διευθυντή αυτής της κλινικής ότι έχει πάρει μόνο depon ο Ξηρός;

Ξέρετε εσείς ότι διαψεύστηκε αυτό το πράγμα εδώ; Εδώ συζητούσαμε αν τα φάρμακα τα οποία μπορούν να έχουν επίδραση στη συνείδηση, αν κρατούν ένα 24ωρο ή δύο, πόσο κρατούν, αλλά βεβαίως δεν τόλμησε κανένας από τους γιατρούς που ήρθε εδώ να πει ότι πήρε μόνο Depon. Στην ίδια τη φύση της εντατικής θεραπείας υπάρχουν φάρμακα τα οποία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη συνείδηση. Βέβαια η άποψη ήταν αυτή. Πάντως αυτό που διαψεύστηκε είναι η δήλωση του Διευθυντή ότι έπαιρνε μόνο Depon.

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση τότε που συζητήθηκε αυτό το ζήτημα η θέση της ψυχιάτρου του «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ›, της κας Θεοδωροπούλου, η οποία ήταν φανερό για μένα τουλάχιστον, ότι ήθελε να μείνει σταθερή σε δυο τρία ζητήματα. Φαινόταν ότι φοβόταν να ανοιχτεί, να πάει παρακάτω από κάποια ζητήματα. Είναι αυτό που με μια άκομψη έκφραση θα πει κάποιος ότι ήθελε να κρύψει πράγματα.

Φοβόταν δηλαδή να ξετυλιχτεί σε μια συζήτηση στο Δικαστήριο. Εμένα δε μου φαίνεται και πολύ γνήσια συμπεριφορά, πολύ αυθόρμητη συμπεριφορά αυτή ενός επιστήμονα που δεν έχει να κρύψει τίποτα, που μιλά για ένα πράγμα που το έζησε, το βίωσε, μπορεί να το περιγράψει με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες απ΄ όσες μπορούμε να καταλάβουμε εμείς εδώ ακριβώς επειδή δεν είμαστε ειδικοί.

Έχω σημειώσει απ’ αυτή την ιστορία και τις υπαινικτικές διατυπώσεις του κ. Πιτταρίδη ο οποίος δε βαρέθηκε εδώ να λέει συνεχώς ότι ήταν όλη η συντεταγμένη πολιτεία εκεί. Θυμάστε τη διατύπωση αυτή που έκανε; Τί συμπέρασμα βγάζετε εσείς απ’ αυτή τη διατύπωση; «Μη με ζορίζετε εμένα, μη μου λέτε εμένα να σας πω τί έγινε εκεί πέρα, ρωτήστε άλλους, αρμοδιότερους από μένα να σας πουν τί έγινε›.

Βεβαίως το θέμα δεν τελείωσε. Εγώ θα ήθελα να κάνω μία έκκληση η οποία είναι αυτονόητη, ότι οποιοσδήποτε ξέρει οτιδήποτε γι αυτή την περίοδο θα πρέπει να δώσει πληροφορίες. Μερικά πράγματα θα πρέπει να ξεκαθαριστούν γιατί θα πρέπει να υπάρξει κι ένα μίνιμουμ επίπεδο που αντιμετωπίζουμε τους κρατουμένους μας. Στην Ελλάδα ότι και να είναι, ό,τι και να έχουν κάνει, για όσα και να πηγαίνουμε να βγάλουμε απ’ αυτούς.

Απ’ αυτή την άποψη καλό θα ήταν να εξελιχθεί αυτό το ζήτημα και μακάρι όσοι ξέρουν πράγματα να τα πουν με οποιονδήποτε τρόπο. Η σημαντικότερη ένδειξη ότι δεν ήταν και πολύ καθαρή αυτή η διαδικασία του «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ› κατά τη γνώμη μου είναι ο ίδιος ο Σάββας και χαίρομαι που δεν είναι να τ’ ακούσει, γιατί η αίσθησή μου είναι ότι πρόκειται για μια διαταραγμένη προσωπικότητα πλέον και έντονα διαταραγμένη προσωπικότητα. Δεν ξέρω αν εσείς θέλετε να το παραδεχτείτε ή αν το βλέπετε, εγώ πάντως δεν έχω την αίσθηση ενός ανθρώπου ο οποίος λειτουργεί κανονικά.

Αν εμένα μου δίνει αυτή την αίσθηση εδώ –και λυπάμαι που το λέω αυτό το πράγμα, δε θα ήθελα να μιλώ για κανέναν έτσι- δεν ξέρω ποια ήταν η κατάστασή του στην Εντατική τον πρώτο καιρό. Δε θεωρώ δηλαδή ότι χειροτέρεψε τώρα ενώ τότε ήταν βελτιωμένος, τότε που έδινε αυτές τις καταθέσεις. Για να μην κάνουμε και συγχύσεις, αποσυνδέω πλήρως τις ομολογίες από τα σενάρια που μπορεί να περιέχονται και σ’ αυτό θα στραφώ κυρίως στην αγόρευσή μου όπως καταλαβαίνετε, για να μη συγχέονται αυτά τα δυο ζητήματα μεταξύ τους.

Από κει και πέρα θα έπρεπε να κάνετε τις αυτονόητες σκέψεις, ότι μια απολογία σε έναν Ανακριτή η οποία δίνεται στις ίδιες ακριβώς συνθήκες, στο ίδιο νοσοκομείο, με τις ίδιες ώρες κράτησης, στο πλαίσιο της ίδιας θεραπείας, είναι σαφώς μια εξαρτημένη πράξη, ανακριτική πράξη, από τις προηγούμενες προανακριτικές πράξεις και δεν προσθέτει καμία εγγύηση το ότι αυτή είναι ενώπιον μιας δικαστικής αρχής πλέον, άλλωστε οι δικαστικές αρχές εγκαλούνται για τα προβλήματα της προανακριτικής απολογίας του Ξηρού.

Θα έλεγα σ’ αυτό το σημείο ότι δεν διασώζει τίποτα σε τέτοιες συνθήκες η παράσταση με δικηγόρο. Γιατί θεωρώ πολύ άδικους τους υπαινιγμούς που έγιναν εις βάρος του συναδέλφου μου, του κ. Αγιοστρατίτη σε αυτή την αίθουσα, ότι «εδώ ήσουν με δικηγόρο, εκεί πέρα τί έκανε ο δικηγόρος σου τότε....›. Πρέπει να λέμε μερικά πράγματα που τα σκεφτόμαστε, ότι και ο δικηγόρος και ο κατηγορούμενος αντιμετώπισαν μια στρατηγική αιφνιδιασμού.

Βγαίνει ένα ένταλμα στις 31/7, δεν εκτελείται για να μην του δώσεις επίσημα την ιδιότητα του κατηγορούμενου και πρέπει να επιτρέψεις και στον δικηγόρο του να τον δει αφού είναι κρατούμενος, να μη δώσουν αντίγραφα, να μην έχει περιθώριο συνομιλιών με τον δικηγόρο του, έχει επαφή με δικηγόρο για πρώτη φορά στις 8/8, πάει στον Ανακριτή στις 9/8, παίρνει αντίγραφα στις 10/8, αν πήρε, Σάββατο ήταν, και απολογείται Κυριακή πρωί στις 11/8/. Και μιλάμε τώρα «τί έκανε ο δικηγόρος σου›, σε αυτές τις συνθήκες.

Δεν ξέρω αν σοβαρά μπορεί να το ισχυριστεί κάποιος, ότι μπορεί οποιοσδήποτε δικηγόρος να υπερασπίσει άνθρωπο σε τέτοιες συνθήκες. Δε λέω ότι οι συνθήκες που δουλέψαμε εμείς ήταν τέλειες σε αυτό το διάστημα και έχουν ειπωθεί πολλές φορές, αλλά τέτοια πράγματα παραείναι......

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο σημείο αυτό να κάνουμε το ημίωρο διάλειμμά μας.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή