Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ουσιαστικά αυτό που έκαναν αυτοί οι 3-4 μάρτυρες που ήρθαν εδώ πέρα, ήταν ένα σώου, δεν ήταν τίποτα παραπάνω. Ήρθαν να πουν «πόσο σπουδαίοι είμαστε, πόσο μελετημένοι είμαστε›. Και οι ερωτήσεις του κ. Εισαγγελέως αν προσέξατε, απ’ αυτό ξεκινούσαν. «Είσαστε σπουδαίοι στη δουλειά σας; Έχετε τα καλύτερα μηχανήματα;› «Βεβαίως, βεβαίως›, απαντούσαν οι μάρτυρες.
Επί της ουσίας για τη δουλειά τους δε μας είπαν τίποτα, γι αυτό που χρειάζεται ένας ερευνητής να μας πει τη συγκεκριμένη δουλειά που έκανε, την έρευνά του και να μας τεκμηριώσει το αποτέλεσμα. Αυτό δεν έγινε. Εγώ δεν έβγαλα καμία απόδειξη απ’ αυτούς που ήρθαν εδώ.
Μερικά πράγματα για τις απολογίες των συγκατηγορούμενων ως προς την πλευρά της συμμετοχής του Γιωτόπουλου στην Οργάνωση: Όπως στις ενέργειες υπήρχε ένα πατρόν το οποίο έλεγε ότι «είσαι κάπου που δεν μπορώ να το αποδείξω και δεν μπορεί κανείς να το αποδείξει, αλλά είσαι όμως κι όποιος θέλει να πειστεί ας πειστεί› και με τη συμμετοχή η συντριπτική πλειοψηφία, το σύνολο θα έλεγα μάλλον των προανακριτικών απολογιών χρησιμοποιούν ένα ίδιο πατρόν.
Δηλαδή ένα επίπεδο γνωριμίας σε ρεμπετάδικο, σε χώρους που δεν μπορεί αυτό το πράγμα να διασταυρωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, σε αόριστους χρόνους και τόπους. Δε μπορούμε να πάμε να φέρουμε έναν μάρτυρα, «αν είσαι ή δεν είσαι στο τάδε ρεμπετάδικο την τάδε μέρα›, δεν μπορεί να βγει αυτό το πράγμα, δεν έχουμε ούτε ημερομηνία. Δεν υπάρχει σε καμία κατάθεση ένα συγκεκριμένο βίωμα που να λέει «στις τάδε του μηνός με τον τάδε κάναμε το τάδε› ή «πήγαμε εκεί› για να μπορεί να ανταποδείξει κάποιος κάτι συγκεκριμένο σ’ αυτά τα πράγματα.
Δείτε την κατάθεση του Τζωρτζάτου. Αναφέρομαι στον Τζωρτζάτο γιατί δίνει αρκετές λεπτομέρειες για την Οργάνωση. Επαναλαμβάνω ότι έχω τις ίδιες απόψεις για τον τρόπο που λήφθηκαν αυτές οι καταθέσεις που σας είπα πριν, δηλαδή εν μέρει απηχούν εικόνες του κατηγορούμενου, εν μέρει απηχούν υποδείξεις των ανακριτικών αρχών, στον Τζωρτζάτο ήταν λίγο βίαιες οι υποδείξεις των ανακριτικών αρχών, ίσως να ήταν πιο δύσκολος, γι αυτό.
Αλλά μην τα αμφισβητούμε όλα. Εμείς οι δικηγόροι που κατεβαίναμε εδώ από κάτω, τα σημάδια στην πλάτη του τα βλέπαμε. Βέβαια δεν ήμαστε μάρτυρες αλλά μην είστε τόσο εύκολοι στις αμφισβητήσεις σε αυτά τα πράγματα. Συμβαίνουν πράγματα, δεν ζούμε σε παρθεναγωγείο και δεν ήταν και μια υπόθεση που θα την έπαιρναν στην πλάκα δηλαδή και δεν θα έκαναν τίποτα, ούτε ήταν και τόσο χαλαροί εκείνες τις ημέρες. Εδώ δεν ήταν χαλαροί στα κανάλια, στα κρατητήρια θα ήταν χαλαροί;
Και ο Τζωρτζάτος ακόμα λοιπόν σ’ αυτή την απολογία του αποδίδει συμμετοχή στην Οργάνωση, αλλά δεν του αποδίδει μια ενέργεια. Λέει «στον πυρήνα μου ήμουν εγώ κι ο Λάμπρος, ήμαστε ισότιμα μέλη›, αλλά τελικά τί έκαναν; Όλοι οι άλλοι έκαναν. Πού πήγε αυτός; Αυτά που λέει ο κ. Τσελέντης, πήγε με έναν λογαριασμό στο τάδε Ταχυδρομείο να δει πώς είναι τα πράγματα. Δε μας λέει αυτό το πράγμα, να μπορούμε κάτι να διασταυρώσουμε.
Αυτό είναι το γενικό πατρόν των καταθέσεων, αυτό εξελίχθηκε κάπως διαφορετικά με την κατάθεση του κ. Τσελέντη εδώ στο ακροατήριο που νομίζω ότι έγινε προσπάθεια να καλυφθεί ακριβώς αυτό το κενό που υπήρχε για τον κ. Γιωτόπουλο όσον αφορά τη συμμετοχή.
Θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις για την εκτίμηση της αξιοπιστίας του κ. Τσελέντη όσον αφορά αυτά. Από την απολογία του, γιατί εκεί μπόρεσα να σχηματίσω μια άποψη και να κάνω κάποιες παρατηρήσεις για τον ίδιο τον άνθρωπο, πώς τα σκέφτεται δηλαδή τα πράγματα και να σταθμίσω μετά την ακρίβεια των γεγονότων που λέει με βάση το σκεπτικό του. Δηλώνει ιδιαίτερα ικανός άνθρωπος. Σας θυμίζω φράσεις, κλέβει την τέχνη άλλων, τα καταφέρνει με ό,τι καταπιαστεί, ξέρει πάρα πολλά πράγματα για τα πλοία, για το Πανεπιστήμιο είχε αυτή την δράση που ανέφερε εδώ, να μη μπαίνω σε λεπτομέρειες, νιώθει ικανός, νιώθει σπουδαίος.
Θυμάστε τις απαντήσεις στον κ. Ζαϊρη, «ήμουν σημαντικό μέλος της Οργάνωσης, θα εξελισσόμουν σε ηγετική προσωπικότητα αν έμενα›. Μιλά θετικά για τον εαυτό του για όλες τις περιόδους της ζωής του, ακόμα και γι αυτήν που σήμερα δηλώνει ένοχος. Έχει μια πολύ καλή αίσθηση της πραγματικότητας και προσπαθεί να ελιχθεί μέσα στην πραγματικότητα. Αλλά σαφώς αντιλαμβάνεται πού πάει η η κατάσταση στη μονάδα του χρόνου. Και θέλει να αποδείξει ότι είναι χρήσιμος στην παρούσα κατάσταση.
Θυμάστε μια φράση, την έχω κρατήσει: «Θα έχετε μεγάλη περιέργεια να μάθετε πώς αποκτήσαμε γνώση ηλεκτρονικών›. Δεν του το ζήτησε κανένας, σας μετράει εκεί, σας το δίνει πριν του το ζητήσετε αλλά και βλέπετε και τη διάθεση να είναι χρήσιμος, να σας προλάβει, πριν το θελήσετε να το πάρετε. Ταυτόχρονα, παρόλο που νιώθει ότι έχει ταλέντα και νιώθει σημαντικός άνθρωπος νιώθει ότι αυτά τα ταλέντα του δεν επιβεβαιώθηκαν, δεν δικαιώθηκαν αν θέλετε από τη ζωή.
Δείτε πώς περιγράφει ο ίδιος τη ζωή του μετά το στρατό, μερικές χαρακτηριστικές περικοπές: «Από το ’90 μέχρι το ’95 νομίζω ζούσα ανάμεσα στη Σάμο και στην Κεφαλλονιά. Στη Σάμο ασχολιόμουν με επισκευές εξωλέμβιων μηχανών και μικρών σκαφών. Δεν δούλευα συνέχεια, είχαμε οικονομικά προβλήματα. Η σύζυγός μου το ’92 αναγκάστηκε να πουλήσει ένα μικρό σπίτι που είχαμε και με κάποια απ’ αυτά τα λεφτά πήγα στην Κεφαλλονιά και έφτιαξα ένα μαγαζί για να το νοικιάσω. Το νοίκιασα δυο χρόνια και έπαιρνα τα ενοίκια. Μετά λόγω κληρονομικών προβλημάτων το μαγαζί έχει εγκαταλειφθεί και είναι σήμερα εγκαταλειμμένο›.
Τον ρωτώ εγώ: «Από το ’90 ως το ’94 πού φτιάχνατε εξωλέμβιες μηχανές› και μου απαντά: «Αυτό ως πάρεργο, δεν ήταν η βασική μου εργασία. Σας είπα ότι ζούσα από τον μισθό της συζύγου μου και από το σπίτι που πουλήσαμε, αλλά στην ουσία έψαχνα για διάφορες σταθερές δουλειές›. Κάπως έτσι περιγράφει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του. Μας λέει δηλαδή ότι δεν κάνει κάτι συγκεκριμένο, ζει απ’ τη γυναίκα του, προσπαθεί να αξιοποιήσει μια οικογενειακή περιουσία, κακοτυχαίνει και αυτή η ιστορία, μετά πάει σε έναν θείο του κοντά που είχε κάποιο βαπόρι...
Δηλαδή αναδύεται μια έντονη αίσθηση κοινωνικής αποτυχίας θα έλεγα μέσα απ’ αυτό το πράγμα. Πέρασαν κρίσιμα χρόνια και δεν πήγαν τα πράγματα ανάλογα με τα ταλέντα που ο ίδιος περιγράφει για τον εαυτό του και τη σημασία που αποδίδει στον εαυτό του. Αυτό όπως καταλαβαίνετε έχει κάποια συνοδά συμπλέγματα από κει και πέρα τα οποία είναι κρίσιμα στην αντίληψη και της πραγματικότητας και της τοποθέτησης του ατόμου μέσα στην πραγματικότητα θα έλεγα.
Μια τελευταία παρατήρηση: Μου έκανε εντύπωση ένας ακραίος ατομισμός και αμοραλισμός ίσως θα τον έλεγα που τον στήριξα σε μια συγκεκριμένη φράση, γιατί είναι δύσκολο να περιγράψεις τη γενική αίσθηση. Είναι σε αναλογία και με τη γενική μου αίσθηση αλλά δείτε μια φράση συγκεκριμένη στην απολογία του: «Εγώ αποχωρώντας το ’88 έγινα άλλος άνθρωπος. Το σωφρονιστικό σύστημα όμως με έβαλε στις ίδιες συνθήκες με τους ίδιους ανθρώπους›.
Λέει: «Γιατί εμένα; εγώ είμαι άλλος. Γιατί με έχεις εμένα στις ίδιες συνθήκες; Τους άλλους κάν’ τους ό,τι θέλεις›. Αναδεικνύεται ακραίος ατομισμός ακόμα και στο πώς ζούμε μέσα σε μια φυλακή δηλαδή, ότι θέλει να είναι διαφορετικός. Ποια είναι η συνολική σκέψη που μου έδωσε εμένα η απολογία του κ. Τσελέντη; Μου φαίνεται έξυπνος στα τρέχοντα, κοιτάζει, καταλαβαίνει πώς πρέπει να πλασαριστεί σωστά μέσα σε μια πραγματικότητα, ανεπαρκής στη συνολική εκτίμηση της κατάστασης.
Δεν μπορεί να εκτιμήσει τα αντικειμενικά στοιχεία αυτού που έχει απέναντί του ως κρατικός μηχανισμός, ως μία δομή η οποία ασχολείται με ένα ζήτημα αυτή τη στιγμή. Νομίζω ότι μπορεί να το εξευμενίσει. Κι έτσι είναι γεμάτος απορίες του στυλ «γιατί η αστυνομία, που εγώ φέρθηκα τόσο καλά και μου μίλησαν τόσο καλά, ταυτόχρονα δημοσιεύει τη διαθήκη μου στις εφημερίδες;› Δεν μπορεί να το καταλάβει, δεν μπορεί να καταλάβει δηλαδή ότι ο μηχανισμός είναι αντίπαλος.
Ό,τι και να είσαι, δε φτάνει να δηλώνεις μεταμέλεια, δε φτάνει να δηλώνεις συνεργάτης, υπήρξες κάπου και γι αυτό το πράγμα θα συντριβείς και θα συντριβείς στα κατάβαθα της προσωπικότητάς σου, στην τελευταία σου βούληση, στην τελευταία σκέψη πριν το θάνατο και αυτή θα την γελοιοποιήσουν. Αυτό το πράγμα δεν το πιάνει γι αυτό και η λογική του είναι «δωσ’ ημίν σήμερον›. Και αυτό είναι από την πρώτη στιγμή και αυτό έρχομαι να σας εξηγήσω. Αλλά νομίζω ότι σχετίζεται με μια αντίληψη που έχει για τα πράγματα. Θα έλεγα ότι επειδή ακριβώς νιώθει περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του απ’ ό,τι αντικειμενικά μπορεί να καταλάβει για τον κόσμο, γίνεται ικανός για τα πάντα. Η λογική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα› είναι πολύ ορατή.
Δείτε τώρα τη διαδρομή του ως απολογούμενου. Το καλοκαίρι το θέμα δεν έδειχνε να είναι ο Γιωτόπουλος γιατί τα κανάλια μας είχαν πείσει ότι αυτό το θέμα έληξε, ότι πιάστηκε ο αρχηγός της Οργάνωσης, ο αρχιτρομοκράτης, μπορεί να μην ομολόγησα αλλά τα στοιχεία είναι ολοκάθαρα, δεν υπάρχει τίποτα, αυτό πιστεύαμε όλοι εκείνη την περίοδο. Το ζήτημα ποιο ήταν; Ο Κουφοντίνας. Όλη η Ελλάδα ήταν πίσω απ’ τον Κουφοντίνα που φυγοδικούσε.
Δείτε την προανακριτική κατάθεση πώς είναι δομημένη όλη με άξονα τον Κουφοντίνα. Ήταν το ζητούμενο ο Κουφοντίνας τότε και το βίωνε, το ένιωθε αυτό. Το φθινόπωρο καταλαβαίνει ότι έχει λήξει πια το θέμα του Κουφοντίνα. Δεν έχει συνολική αίσθηση πού πάει η υπόθεση, το τρέχον ζητούμενο πιάνει. Γι αυτό σας είπα, τοποθετείται συγκεκριμένα στην τρέχουσα πραγματικότητα.
Καταλαβαίνει ότι παίζει το θέμα του Ψαραδέλλη, ή το εκτιμά ως σημαντικό. Ότι ο Ψαραδέλλης έχει ομολογήσει μια παραγραμμένη ληστεία και ο ανακριτής προσπαθεί να μεταφέρει το χαρακτηριστικότερο περιστατικό που κατέθεσε ο Ψαραδέλλης σε μια άλλη ληστεία που να μην είναι παραγεγραμμένη. Αυτό είναι όλο το ζήτημα που συμβαίνει. Το πιάνει αυτό το πράγμα και είναι ο μόνος που έρχεται έμμεσα και το επιβεβαιώνει.
Λέει «απ’ ότι θυμάμαι είχα διαβάσει στις εφημερίδες που έγραφαν για έναν ληστή που βοήθησε μια έγκυο›. Αποδείχθηκε ψέμα ολκής βεβαίως αυτό το πράγμα γιατί ήρθαν εδώ οι εφημερίδες και εκείνης της εποχής της ληστείας στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και οι εφημερίδες της εποχής που το έγραφαν, που ήταν τελείως άλλης εποχής. Αλλά το κάνει χωρίς να κοκκινίζει αυτό το πράγμα.
Ούτε και τώρα που αποδείχθηκε, δεν έχει μια δικαιολογία γι αυτό, το περνάει έτσι, φεύγει. Πάμε παρακάτω, έχουμε φρέσκα γι αυτό το ίδιο το ζήτημα. Στο ακροατήριο καταλαβαίνει ότι πια το θέμα παίζεται για τον Γιωτόπουλο, ότι η κατηγορία δεν είναι τόσο δεμένη όσο φαινόταν στην αρχή, όσο διαλαλιόταν μάλλον στην αρχή και απ’ όταν το συνειδητοποιεί, που δεν έγινε αμέσως αυτό το πράγμα, σιγά σιγά άρχισε και ανέβαινε το πράγμα, προσανατολίζεται πια στο να στηρίξει την κατηγορία για τον Γιωτόπουλο.
Στη λογική της συνεργασίας, δεν υπάρχει καμία προσωπική εμπάθεια νομίζω. «Σας δίνω αυτό που χρειάζεστε γιατί θεωρώ ότι αυτός είναι ο τρόπος να φύγω από δω, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα› αυτό είναι όλο-όλο. Δεν ξεχνά όμως και τους περιφερειακούς στόχους της Δίκης και θα σας πω γι αυτό. Δεν ασχολείται μόνο με τον Γιωτόπουλο και δεν το ισχυρίζομαι αυτό το πράγμα. Η Υπεράσπισή του, που είναι ευφυείς άνθρωποι οι συνάδελφοι, το βλέπουν αυτό το πράγμα. Βλέπουν ότι γίνεται μια ανατροπή σε σχέση με το τί μας έλεγε στην προδικασία και προσπάθησα να δώσουν δύο εξηγήσεις, στην αγόρευση του κ. Οικονομίδη αναφέρομαι.
Μας είπε ότι δεν ερωτάτο στην προδικασία και νόμισε ότι δεν θέλουν όσα υποτίθεται ήξερε για τον Γιωτόπουλο. Νομίζω ότι αποδεικνύεται ψευδές και όχι επαρκώς σοβαρός ο ισχυρισμός γιατί ο Γιωτόπουλος δυο τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του ήδη παρουσιάστηκε σαν αρχηγός, τα είπαμε αυτά τα πράγματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δε νομίζω ότι πλατιάζω κ. Πρόεδρε, προσεγγίζω διαφορετικό θέμα από διαφορετική οπτική. Τα αποδεικτικά υλικά που θα χρησιμοποιήσω είναι δεδομένα όμως, είναι αυτά που προέκυψαν από τη Δίκη και κάθε αποδεικτικό μέσο δεν είναι μονοσήμαντο, δε χρησιμοποιείται μόνο δηλαδή για να πούμε για τον Μομφεράτο, πρέπει να πούμε για τη συμμετοχή.
Θα έλεγα λοιπόν ότι ο ισχυρισμός αυτός του κ. Οικονομίδη διαψεύδεται από το ότι στην προανάκριση ρωτήθηκε και απάντησε για μόνο μία συνάντηση και στην ανάκριση ρωτήθηκε για τη σύνταξη των προκηρύξεων και δεν είχε να καταθέσει ένα πραγματικό γεγονός, παρά μόνο μια εκτίμηση, ότι θα μπορούσε ο Γιωτόπουλος να γράφει προκηρύξεις. Αυτή είναι η εικόνα. Βεβαίως όλα αυτά δεν κρίθηκαν αντίφαση για να τεθεί θέμα ανάγνωσης των προανακριτικών του απολογιών εδώ όπως τέθηκαν για όλους τους υπόλοιπους.
Αν δε με απατά η μνήμη, δεν διαβάσαμε τις δικές του απολογίες. Θεωρήθηκαν σε αρμονία. Τώρα, αν βλέπετε την αρμονία εδώ... Διαβάστηκαν βέβαια αποσπασματικά από κάθε συνήγορο που ήθελε να χρησιμοποιήσει κάτι. Έρχεται τώρα ο συνήγορός του να το εξηγήσει αυτό, γιατί αλλάζουν τα πράγματα τόσο πολύ. Και μας λέει ότι έληξε η απώθηση των περιστατικών στο χώρο του υποσυνείδητου και επανήλθαν στην ενεργό μνήμη.
Θα έλεγα ότι πρόκειται για ακραία παράφραση του Φρόυντ και θα έλεγα ότι οι πεζές εξηγήσεις που σας είπαμε τότε και σας είπαμε και σήμερα, οι δικές μας πεζές εξηγήσεις για το ρόλο του Τσελέντη, είναι πολύ πιο απλές και πολύ πιο ρεαλιστικές και δε χρειάζονται τόση βοήθεια από τον Φρόυντ για να ερμηνευθούν, ερμηνεύονται με την υλική πραγματικότητα.
Για να γίνει πιο κατανοητό τί είναι ο Τσελέντης δε θα αναφερθώ τόσο σε αυτά που λέει για τον Γιωτόπουλο αλλά θα αναφερθώ σε ένα θέμα που πέρασε λίγο απαρατήρητο εδώ: τί λέει για τον Τέλιο. Γιατί; Γιατί η περίπτωση του Τέλιου είναι χαρακτηριστική γιατί δε συναντήθηκαν ποτέ στην Οργάνωση. Δέχομαι εγώ αυτά που είπαν, ότι ο ένας έφυγε το ’88, ο άλλος μπήκε αργότερα.
Διαπιστώνει όμως ο Τσελέντης ότι παίζονται κάποια πράγματα με τον Τέλιο στη Δίκη, να θεμελιωθεί η συμμετοχή του, να θεμελιωθεί η απλή συνέργια, έρχεται εδώ με δυο ισχυρισμούς και λέει «εγώ corpore ήμουν εκεί, δεν ήμουν animus σε αυτές τις ενέργειες›, καταλαβαίνει εν πάση περιπτώσει ότι μερικά πράγματα είναι διακυβεύματα μέσα σε αυτή την υπόθεση. Δε μπορεί να συμβάλλει με εμπειρία γιατί δεν τον έχει γνωρίσει.
Με τί συμβάλλει; Με γεγονότα που συνέβησαν στη φυλακή. Έρχεται εδώ στην απολογία του και λέει: «Μου είπε ο Τέλιος ότι του είπε κάποτε ο Κουφοντίνας ότι ήταν στην Οργάνωση ένας Αλέκος ή Ταινίας που έχει φύγει›. Και τον ρωτάω: «Θα το πεις στο Δικαστήριο;› Και απαντά –κατά τον Τσελέντη: «Όχι›.
Επιδιώκει να παρουσιάσει τον Τέλιο σαν κανονικό μέλος της Οργάνωσης, αφού ο Κουφοντίνας τον ενημέρωνε ακόμα και για τα παλιότερα μέλη και την αποχώρησή του, να του καταρρίψει δηλαδή τον υπερασπιστικό του ισχυρισμό, έξυπνα λέει ότι δεν υπήρχε θέμα απόλυσης αφού άλλοι είχαν φύγει στο παρελθόν, ο ίδιος δηλαδή και λέει ότι το ήξερε ο Τέλιος, τον διαψεύδει δηλαδή και σε αυτό το ζήτημα έμμεσα, και θέλει να σας δώσει ένα συμπέρασμα: Ότι «εγώ είμαι ο μόνος αληθινά συνεργαζόμενος, όχι αυτός. Αυτός σας κρύβει πράγματα, ενώ εγώ σας τόνισα σαράντα φορές εδώ πέρα ότι σας τα λέω όλα και άμα θυμηθώ κι άλλα› δηλαδή εννοεί «άμα χρειαστείτε κι άλλα, πάλι εδώ είμαι εγώ›.
Σας λέει τελικά ότι «είμαι ο μόνος χρήσιμος›. Και εγώ θα το έλεγα πολύ κακό αυτό για τον Τέλιο. Γιατί βλέπει έναν σακατεμένο άνθρωπο, έναν συντριμμένο άνθρωπο, δεν ξέρω από τί το έπαθε κι από τί είναι, αλλά βλέπεις ένα ερείπιο μπροστά σου και βλέπεις μια βαιαιότητα απέναντί του. Μια τέτοια έξυπνη, πονηρή βιαιότητα, να τον πατήσουμε κάτω. Και έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρει, δεν έχει τίποτα.
Να σας πω και το τελευταίο, επειδή δε βλέπω να σας πείθω και πολύ με αυτόν τον ισχυρισμό. Είπε και κάτι ακόμα, για να σας πείσει ότι ο Τέλιος είναι ψεύτης τί λέει: Λέει ότι πήγε ο Τέλιος στη Διεύθυνση και είπε ότι ο Τσελέντης είναι τσιράκι του Γιωτόπουλο. Αυτό σας λέει εδώ πέρα: «Ο μόνος συνεργαζόμενος είμαι εγώ›. Ο Τσελέντης δεν είναι ένας μεταμελημένος. Είναι ένα πρόσωπο χωρίς αναστολές, με τις διακρίσεις που σας είπα πριν.
Ξέρετε ποια είναι η αίσθηση που έχω εγώ για τον Τσελέντη; Ότι αν αλλάξουν τα πράγματα για τον οποιονδήποτε λόγο, αν αλλάξει η οπτική της κοινωνίας δηλαδή και του πολιτικού συστήματος γι αυτή την υπόθεση, μια υπόθεση εργασίας κάνω, θα πει ότι εσείς τον αναγκάσατε να τα λέει αυτά. Είναι πολύ εύκολο για έναν τέτοιο χαρακτήρα να κάνει τη ριζικότερη ανατροπή και να πει «άλλοι με έβαλαν, με πίεσε το Δικαστήριο τότε, τί θέλατε να κάνω;›
Αν σταθμίσετε τον χαρακτήρα θα δείτε ποια είναι τα όρια του κάθε χαρακτήρα. Και στο ακροατήριο έρχεται τώρα και μας λέει και πέντε πληροφορίες για τον Γιωτόπουλο. Μας λέει ότι του τον γνώρισε ο Κουφοντίνας 6-8 μήνες μετά τη ληστεία στα Πετράλωνα. Εδώ είναι μπέρδεμα, γιατί ήταν αιφνιδιαστική η ερώτησή σας. Είδατε, για να διακόπτετε τους ανθρώπους στην απολογία.....
Αυτό το επιχείρημα όμως, μάλλον αυτό που είπε ο Τσελέντης, δένει και με κάτι άλλο που είπε για τους 6-8 μήνες εννοώ. Ότι σοκαρίστηκαν από το φόνο του Μάτη και έκαναν πολύν καιρό να βρεθούν, γι αυτό το ανέφερα πάλι σήμερα αυτό, γιατί ήθελα να θέσω και αυτό το ζήτημα. Και συναντιόνταν λέει σε αραιά χρονικά διαστήματα. Εσείς όμως ξέρετε ότι ανάμεσα στον Μομφεράτο και στον Μάτη, το διάστημα είναι ασήμαντο, Φλεβάρη έγινε το ένα, Χριστούγεννα το άλλο.
Μάλιστα, πώς περιγράφει τη γνωριμία του με τον Γιωτόπουλο: «Με τον καιρό και με συζητήσεις› αφού έχει περιγράψει πρώτα την υπόθεση του Μάτη, «μου γνώρισαν ένα άτομο που προσφωνούσαν ‘Πέτρο’. Ήταν ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος›. Και κόντρα σε όλο αυτό που περιγράφει, που δεν κολλάει να έχει γίνει από τα Χριστούγεννα μέχρι τον Φλεβάρη για τους λόγους που σας εξέθεσε ο ίδιος, λέει ότι την παραμονή της εκτέλεσης του Μομφεράτου συζήτησαν μαζί για την προετοιμασία της ενέργειας.
Με μια διαφορά όμως εδώ: Ότι την ενέργεια την έχει περιγράψει αναλυτικά στον ανακριτή και νομίζω και στην προανάκριση, αλλά στον ανακριτή σίγουρα την έχει περιγράψει. Και δεν βάζει τον Γιωτόπουλο, δεν ήταν άγνωστος ο Γιωτόπουλος όταν πιάστηκε ο Τσελέντης. Αναφέρει με τον τάδε, με τον τάδε, λείπει ένας, πώς να το κάνουμε; Προϊούσα μνήμη και εδώ, παντού;
Εδώ μου κάνει εντύπωση και κάτι άλλο: Ο Τσελέντης λέει ότι μπήκε στην Οργάνωση το ’83. Η υπόθεση του Μομφεράτου είναι το ’85. Επί δυο χρόνια, σκέφτομαι εγώ, δεν είχε γνωρίσει τον αρχηγό; Ή δεν είχε γνωρίσει το σημαίνον στέλεχος; Στην υπόθεση Κάρος που ήταν επικεφαλής της ενέργειας, δεν έπρεπε να έχει μια επαφή με τους Προϊσταμένους αν υπήρχαν ή με τους εμπειρότερους; Στην προετοιμασία εννοώ, δεν εννοώ στην ίδια την ενέργεια, εννώ στην προετοιμασία που θα ήταν ο επικεφαλής της ενέργειας.
Π. ΤΣΕΛΕΝΤΗΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Μην λειτουργείτε ως βοηθός Εισαγγελέα, δε χρειάζεται, το έχω καταλάβει αυτό και είδατε ότι κι εγώ υπεύθυνος επιχείρησης είπα, γι αυτό αναφέρομαι στον Κάρος. Μη δείχνετε άγχος. Αυτό που θέλετε να κάνετε, έχει γίνει κατανοητό από το Δικαστήριο. Αφήστε τα αιτήματά σας, δε θέλετε κάτι από μένα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Τσελέντη, ο συνήγορος Υπεράσπισης δεν έχει υποχρέωση να πει την αλήθεια. Εντάξει;
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Όπως και ο κατηγορούμενος.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κι εμείς φυσικά εκτιμούμε και με αυτό το πρίσμα τους ισχυρισμούς. Είπα «και›, δε σημαίνει ότι λέει οπωσδήποτε αναλήθειες. Αλλά δε μπορούμε να υποχρεώσουμε τους συνηγόρους να λένε την αλήθεια, για όνομα του Θεού.
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Για να τελειώσω με το ζήτημα του κ. Τσελέντη: Ερωτήθηκε από κάποιον Δικαστή, δε θυμάμαι από ποιον, για την περιγραφή του και είπε «πιο χοντρός, με ψαρά μαλλιά›. Ο καθένας που έχει ακούσει τους μάρτυρες υπεράσπισης του Γιωτόπουλου που πέρασαν από δω, αυτήν ακριβώς την περιγραφή δίνουν. Δεν είπαν τίποτε παραπάνω. Είδατε πόσο σοφή διάταξη είναι το 211α; Τον έχετε εδώ, ακούει τί λένε οι μάρτυρες, έρχεται και σας λέει το ίδιο ακριβώς, δεν βάζει ένα βίωμα επιπλέον πάνω σ’ αυτό.
Για βιβλία, γιατί είπε ότι αντάλλασσαν βιβλία και τον ρώτησα εγώ: «Ανταλλάσσατε βιβλία; Ποια βιβλία;› τί είπε: Τα δυο βιβλία που ακούστηκαν και στο ακροατήριο. Μπαλζάκ και το γνωστό εγχειρίδιο του Μαριγκέλα που το ξέρει ο οποιοσδήποτε και ακούστηκε και εδώ πέρα. Αυτά τα δύο. Δηλαδή η πληροφόρηση που σας φέρνει, είναι εκ της διαδικασίας ουσιαστικά. Το μοντέλο κατά τη γνώμη μου επαφής που περιγράφει με τον Γιωτόπουλο είτε ως γνωριμία είτε ως συνεργασία, είναι εξ ολοκλήρου ψευδές και ειδικά όλο αυτό το ζήτημα με καφενεία και τα συναφή, τα εξήγησε όμως και ο κ. Χρυσικόπουλος και δεν έχω να αναφερθώ παραπάνω.
Δεν θα αναφερθώ σε άλλους κατηγορούμενους. Για τον Κονδύλη τα είπα προχθές, υπενθυμίζω τη συνέντευξη στο «ΕΘΝΟΣ›.
Π. ΤΣΕΛΕΝΤΗΣ: (εκτός μικροφώνου).
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δυο κουβέντες για τα στοιχεία που στηρίζουν συμπερασματικά την κατηγορία εναντίον του κ. Γιωτόπουλου: Έγινε ένας συσχετισμός μεταξύ προκήρυξης με τα κείμενα της ΛΕΑ. Ο συσχετισμός αυτός ήταν πολύ αδύνατος. Έψαξε ο κ. Εισαγγελέας, βρήκε ένα στοιχείο, πιθανώς δε βρήκε άλλο, αυτό σημαίνει ότι τα υπόλοιπα ήταν διαφορετικά. Ένα δεύτερο που προσέγγισε η πολιτική αγωγή, είναι ότι μιλάει για κοινωνική ανατροπή. Εγώ θα σας έλεγα βρείτε μια Αριστερή Οργάνωση της χούντας είτε μετά τη χούντα, που να μη μιλά για κοινωνική ανατροπή.
Αυτό που έγινε πολλή συζήτηση ήταν για τις μεταφράσεις του Μπαλζάκ. Εκεί έγινε συζήτηση. Αφού ξέρει γαλλικά ο Γιωτόπουλος και αφού δε φαίνεται να ξέρει άλλος γαλλικά εδώ, ποιος το έκανε; Όλο αυτό το συμπέρασμα στηρίζεται σε μια εσφαλμένη προϋπόθεση: Ότι έχετε μπροστά σας όλα τα μέλη της 17Ν. Αυτή είναι η εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς και όλο το δίκτυο της υποστήριξής της και αυτούς που τη βοήθησαν σε διάφορα επίπεδα, είτε γνωρίζοντας ποιους βοηθούν, είτε μη γνωρίζοντας ποιους βοηθούν. Αυτή είναι η εσφαλμένη προϋπόθεση που προσεγγίζετε τα πράγματα.
Αυτό από τίποτα δεν αποδείχθηκε ότι έχετε εδώ το σύνολο των μελών της Οργάνωσης και των υποστηρικτών της. Αν από τους κατηγορούμενους εξαιρεθούν κάποια εμφανώς άσχετα πρόσωπα ή κατά περιόδους είτε στο σύνολό τους άσχετα, αυτοί που δικάζετε, ακόμα και αν τους κηρύξετε όλους ενόχους, δε φτάνουν ούτε για να στελεχώσουν τις ενέργειες που έκανε η 17Ν.
Κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον ορισμένες ήταν πολύ πιο πολυπρόσωπες απ’ όσο φαίνονται σήμερα στο κατηγορητήριο. Σας θυμίζω, γιατί δε μπορώ να έχω στο μυαλό μου κάθε ενέργεια της 17Ν πώς παρουσιαζόταν στον Τύπο κάποτε, αλλά σας θυμίζω την τελευταία, ότι η γενική αίσθηση που υπήρχε στον Τύπο και αυτό συνήθως είναι διαρροή από τις αστυνομικές αρχές, είναι ότι σε αυτήν πρέπει να είχαν πάρει μέρος 8-12 άτομα, έτσι γραφόταν τότε στις εφημερίδες.
Εδώ το βολέψαμε με 3-4. Νομίζω ότι αν προσέξετε και άλλες πολυπρόσωπες ενέργειες, ειδικά κάποιες ληστείες, δεν φαίνονται πολύ λογικά αυτά που λέει το βούλευμα. Φαίνεται σα να μη σκεφτήκατε ότι η Οργάνωση σε κάθε εποχή θα έχει κάποιους ανθρώπους από τους οποίους θα μπορούσε να πάρει μια πολιτική γνώμη ή μια παραπομπή σε ένα λογοτεχνικό κείμενο ή κάποιες διορθώσεις σε μια προκήρυξη.
Και αν ακόμα αυτός βοηθούσε έτσι, ο Χ ή ο Ψ άνθρωπος, μπορεί να ήξερε, μπορεί να μην ήξερε, μπορεί να μην ήθελε να ξέρει. Αυτές όλες τις εκδοχές φαίνεται σα να μην πέρασαν από δω. Νομίζετε ότι έχετε εδώ 15 ανθρώπους και αυτό ήταν, καλύψατε και τα 30 χρόνια. Δε φαίνονται πολύ σοβαρές αυτές οι εξηγήσεις και αυτή είναι εσφαλμένη προϋπόθεση που προσεγγίζετε διάφορα γεγονότα.
Αυτό βέβαια το σενάριο είναι πολύ βολικό, γιατί ό,τι λείπει από αυτή την ιστορία το φορτώνετε στον Γιωτόπουλο. Ειδικότερα από αυτό το περιρρέον πράγμα, προκηρύξεις, διορθώσεις, οτιδήποτε δηλαδή σχετίζεται με υλικό της Οργάνωσης, το βάζετε πάνω στον Γιωτόπουλο και εντάξει, κλείνει. Βάζετε και τις παλιές ενέργειες και έχει κλείσει. Ίσως θα άξιζε κανείς να το σκεφτεί πιο λογικά θα έλεγα το θέμα.
Γιατί εγώ σε αυτά που σας λέω στηρίζομαι απλώς στην κοινή λογική και στην προσπάθεια να σκεφτώ συγκεκριμένα πώς κινούνται κάποιοι δράστες σε ορισμένες ενέργειες. Πώς φεύγουν, πού πάνε, με τί πάνε, πώς προσεγγίζουν το χώρο, τέτοια πράγματα.
Τελικά για τον Γιωτόπουλο εγώ πιστεύω ότι αυτό που βγήκε από αυτή τη διαδικασία είναι ότι δεν είναι αυτό που υποδείχθηκε, αυτό που κατονομάστηκε. Εδώ ήρθε σαν ο αρχηγός, ο γκουρού, ο ηθικός αυτουργός, ο υποκινητής. Εγώ πιστεύω ότι απ’ όλη την εξέλιξη της διαδικασίας, αυτά δεν τα είδαμε εμείς αλλά δεν τα είδατε ούτε κι εσείς ούτε και τα πιστεύετε κατά τη γνώμη μου, άσχετα τί θα γράψετε στην απόφαση.
Βέβαια θα άξιζε τον κόπο αν κάποιοι μέσα σε αυτό το ξεχαρβάλωμα που έχουν τα πράγματα σήμερα να μπορέσουν να σηκωθούν έναν πόντο ψηλότερα και να πουν τα πράγματα ακριβώς ή όπως τα νιώθουν, να φύγουν δηλαδή από το ρεύμα, να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Απλώς θα άξιζε τον κόπο, αυτή την υπόμνηση κάνω και όχι μόνο γι αυτούς που δικάζονται.
Κατά τη γνώμη μου ο Γιωτόπουλος δεν επέλεξε να γίνει σύμβολο κανενός πράγματος, ούτε της 17Ν ούτε οποιουδήποτε άλλου πολιτικού χώρου, ούτε τίποτα. Αυτό έδειξε η στάση του εδώ. Δε θέλησε να συμβολίσει τίποτα. Σύμβολο έγινε ο Γιωτόπουλος όμως, αλλά έγινε από αυτούς τους κοντόφθαλμους που ενορχήστρωσαν την περσινή εκστρατεία για τον προφανή λόγο, να εξευμενίσουν τους υπερατλαντικούς επόπτες, ότι έκαναν σωστά τη δουλειά.
Είναι κοντόφθαλμο όμως, γι αυτό το λέω, γιατί δεν εξευμενίζονται, κανείς δεν εξευμενίζεται. Όταν δίνεις δάχτυλο σου τρώνε το χέρι. Τα βλέπετε τί πιέσεις δέχεται η χώρα και τώρα πάλι για την τρομοκρατία, που δεν έχουμε 17Ν, με πρόσχημα τώρα την Ολυμπιάδα. Μέχρι πέρυσι είχαμε πρόσχημα τη 17Ν, τώρα έχουμε άλλο πρόσχημα. Δε θα τελειώσει, όσο εξευμενίζεις, τόσο θα σε πατάνε στο λαιμό. Γι αυτό λέω ότι ήταν κοντόφθαλμο όλο αυτό που έγινε πέρυσι, δεν πήγαινε πουθενά. Πριονίζουν το κλαδί που καθόμαστε όλοι δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση.
Κατά τη γνώμη μου ο Γιωτόπουλος δεν είναι ούτε ήρωας ούτε δειλός όπως τον θέλησε ο συνάδελφος της Πολιτικής Αγωγής. Πρακτικά πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας γενιάς η οποία απλώς αντιστάθηκε και απλώς δεν ενσωματώθηκε. Εδώ εξέφρασε κάτι που έχουν εκφράσει πάρα πολλοί άλλοι πριν απ’ αυτόν, καθόλου πρωτότυπο δηλαδή: την αξιοπρέπεια του Αριστερού. Δεν εξέφρασε τίποτε άλλο από μια αξιοπρέπεια.
Αν δείτε τη διαδρομή του Γιωτόπουλου σε αυτή την υπόθεση από τη μέρα που πιάστηκε, νομίζω ότι μπορείτε να τη συνοψίσετε στο ότι δεν συνεργάστηκε, δεν αντάλλαξε εκεί που υπήρχε αντάλλαγμα και σας το είπε στην αρχή, δε φοβήθηκε αλλά και εδώ μέσα δεν έπεσε ποτέ στο επίπεδο αυτών που τον έβριζαν καθημερινά, πολλές φορές και με χυδαιότητα.
Πιστεύω ότι σαφώς μπορείτε να τον θάψετε σ’ αυτούς τους υπόγειους τάφους που είναι κάτω απ’ τα πόδια μας ακριβώς. Εγώ πιστεύω ότι μπορεί να βρεθούν και άλλοι οι οποίοι θα θελήσουν –εκπρόσωποι της ισχυρής Ελλάδας αν θέλετε πείτε το- θα σκεφτούν να τον παραδώσουν στους Αμερικάνους ή οπουδήποτε, δεν ξέρω, δεν πιστεύω ότι θα το επιτρέψει ο κόσμος αυτό, από την άλλη πιστεύω ότι στα μυαλά τους, αν πιεστούν, κάποιοι δεν θα έχουν και σοβαρές αντιστάσεις από τους εκπρόσωπος της ισχυρής μας χώρας.
Δεν ξέρω τί θα γίνει τελικά, αυτό που ξέρω είναι ότι τώρα πια κάτι θα μείνει από τον Γιωτόπουλο. Αυτό που θα μείνει θα είναι η στάση του. Τίποτα περισσότερο. Αυτή η αξιοπρέπεια, η λεβεντιά, η ασυμβίβαστη συμπεριφορά αν θέλετε. Ο Γιωτόπουλος είναι ένας άνθρωπος που αντιμετώπισε μια επίθεση όσο ελάχιστοι άνθρωποι στα δικαστικά χρονικά, από χυδαιότητα μέχρι στοιχεία, μέχρι προσωπική ζωή, τα πάντα σκίστηκαν, χωρίς καμία στήριξη από πουθενά.
Συνήθως, σε αυτές τις υποθέσεις υπήρχε πάντα ένα πολιτικό ρεύμα που στήριζε πράγματα. Εδώ, ο Γιωτόπουλος τα αντιμετώπισε χωρίς τίποτα και γι αυτό είναι πολύ αξιοπρεπής αυτή η στάση και πολύ λεβέντικη. Τελικά είναι το ανθρώπινο σθένος που θα μείνει σε αυτή την ιστορία.
Και ένα υστερόγραφο: Όσο κ. Πρόεδρε από την Αριστερά μπορούν να βγαίνουν άνθρωποι που να στέκονται με τέτοια αξιοπρέπεια σε τόσο σκληρές συνθήκες, εσείς θα έχετε πάντα την απορία, γιατί η ιστορία θα συνεχίσει να γράφεται με το Αριστερό χέρι. Αλλά θα γράφεται.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Ραχιώτη. Θα διακόψουμε για 5 λεπτά.