Η τελευταία επίθεση αυτοκτονίας κοντά στη Χάιφα απεικονίζει με τον πιο βίαιο τρόπο τα όρια της στρατιωτικής στρατηγικής του Αριέλ Σαρόν.
Η δύναμη των όπλων δεν μπορεί να προσφέρει στον ισραηλινό λαό την ασφάλεια που έχει ανάγκη για τον πολύ απλό λόγο ότι η «υποδομή του τρόμου» την οποία προσπαθεί να συντρίψει δεν συνίσταται παρά στην αποφασιστικότητα νεαρών Παλαιστινίων να τιναχτούν στον αέρα, παίρνοντας μαζί τους όσο το δυνατόν περισσότερους Ισραηλινούς.
Οι ισραηλινοί ηγέτες, γράφει στην Guardian ο πρώην σύμβουλος του Φόρεϊν Οφις Ντέιβιντ Κλαρκ, είναι παγιδευμένοι στη λογική της στρατιωτικής κλιμάκωσης. Είναι δύσκολο όμως να φανταστεί κανείς μέχρι πού μπορούν να φτάσουν χωρίς να προκαλέσουν μια ευρύτερη περιφερειακή ανάφλεξη που θα απειλούσε και το ίδιο το κράτος του Ισραήλ. Αποσκοπεί άραγε ο Σαρόν στην εθνοκάθαρση μεγάλων τμημάτων των κατεχομένων εδαφών; Θέλει τη δολοφονία του Αραφάτ; Εάν αφεθεί ανεξέλεγκτος, ο ισραηλινός πρωθυπουργός ίσως να αποδειχθεί ο έσχατος «καμικάζι».
Το έργο που έχει αναλάβει ο Κόλιν Πάουελ είναι σαφές: να εξασφαλίσει μια εκεχειρία και να πείσει τα δύο μέρη να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Για να πετύχει αυτό το πράγμα, όμως, πρέπει να έλθει αντιμέτωπος με μερικές σκληρές αλήθειες και μερικά ακόμη πιο σκληρά συμπεράσματα.
Ενας από τους μεγαλύτερους μύθους γύρω από το Παλαιστινιακό ζήτημα, γράφει ο Ντέιβιντ Κλαρκ, είναι ότι οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν πριν από δύο χρόνια στο Καμπ Ντέιβιντ μια «γενναιόδωρη» πρόταση που τους έκαναν οι Ισραηλινοί.
Ο μύθος αυτός ενώνει όλες τις τάσεις στο Ισραήλ, από τη σκληρή Δεξιά μέχρι τον Εχουντ Μπαράκ και τους φιλειρηνιστές, και τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο διάλογος έχει εξαντληθεί και ότι ο Αραφάτ είναι ένας αμετανόητος τρομοκράτης.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Η πρόταση του Μπαράκ για ένα παλαιστινιακό κράτος στο 91% της Δυτικής Οχθης μπορεί να φαινόταν ουσιαστική, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή. Κι αυτό διότι χώριζε τη Δυτική Οχθη σε τρία κομμάτια, περικυκλωμένα από ισραηλινούς στρατιώτες και εποίκους, και χωρίς άμεση πρόσβαση στα διεθνή σύνορα του υποτιθέμενου «κράτους».
Η ανταλλαγή εδαφών που υποτίθεται ότι θα αποζημίωνε τους Παλαιστίνιους για την απώλεια εύφορης γης στη Δυτική Οχθη αποτελούσε μια ακόμη προσβολή.
Τα εδάφη αυτά ήταν ζώνες ερήμου δίπλα στη Λωρίδα της Γάζας που το Ισραήλ χρησιμοποιεί για να ρίχνει τα τοξικά του απόβλητα. Καλύτερες δεν ήταν ούτε οι προτάσεις για την ανατολική Ιερουσαλήμ: οι Παλαιστίνιοι θα αποκτούσαν τον έλεγχο μικρών και διεσπαρμένων τμημάτων του εδάφους που είχαν πριν το 1967.
Ο Εχουντ Μπαράκ πρόσφερε έτσι στους Παλαιστίνιους μια εικονική εθνική κυριαρχία, διαιωνίζοντας στην πραγματικότητα την καθυπόταξή τους. Το περίεργο δεν είναι λοιπόν ότι οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν αυτή την πρόταση, αλλά το πόσο διαδεδομένος εξακολουθεί να είναι ο μύθος γύρω από τη «γενναιόδωρη προσφορά» του Ισραήλ.
Η ευθύνη γι' αυτό ανήκει στον Μπιλ Κλίντον, ο οποίος δεν ήθελε να μείνει στην Ιστορία μόνο για τους στοματικούς έρωτες που έκανε στο Οβάλ Γραφείο. Αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν μια δίκαιη, αλλά μια γρήγορη συμφωνία, και για τον σκοπό αυτό πίεσε τον Γιασέρ Αραφάτ να δεχθεί τους όρους του Ισραήλ. Οταν η πίεση δεν απέδωσε, ο Κλίντον τα έβαλε με τον παλαιστίνιο ηγέτη.
Η αποτυχία του Καμπ Ντέιβιντ ήταν βέβαια προϊόν ενός βαθύτερου προβλήματος για το οποίο ευθύνη φέρουν χωρίς αμφιβολία και οι Παλαιστίνιοι.
Μελετώντας την εκ των υστέρων, η συμφωνία του Οσλο ήταν μια χίμαιρα. Παρόλο που οι δύο πλευρές υπέγραψαν μια συμφωνία βασισμένη στην ύπαρξη δύο κρατών, καμιά από τις δύο δεν ήταν ειλικρινής ως προς την πρόθεση εφαρμογής της.
Οι Παλαιστίνιοι συνέχισαν να διεκδικούν την επιστροφή των προσφύγων, ελπίζοντας ότι η δημογραφία θα τους επέτρεπε να ξαναγράψουν το παρελθόν. Οι Ισραηλινοί συνέχισαν να διεκδικούν εδάφη, καθιστώντας αδύνατη τη δημιουργία ενός βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους.
Αυτός είναι ο λόγος που το σαουδαραβικό ειρηνευτικό σχέδιο έχει τόσο μεγάλη σημασία για την επανάληψη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Προβλέποντας την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από όλα τα κατεχόμενα εδάφη με αντάλλαγμα την αναγνώριση του Ισραήλ, και προτείνοντας ένα συμβιβασμό στο ζήτημα των προσφύγων, το σχέδιο αυτό αναγκάζει τις δύο πλευρές να αποδεχθούν επιτέλους η μία την ύπαρξη της άλλης.
Η πρόοδος εξαρτάται τώρα από το κατά πόσον ο Κόλιν Πάουελ θα πείσει τις δύο πλευρές να εργαστούν πάνω σε αυτό το σχέδιο.