Πριν από τρεις εβδομάδες, όταν η Μόσχα ετοιμαζόταν για τις πρώτες αντικυβερνητικές της διαδηλώσεις, ορισμένοι σχολιαστές θυμήθηκαν τις συγκρούσεις των τσάρων με τα πλήθη σε διάφορες ιστορικές περιόδους.
Ο Μέγας Πέτρος, που έγινε τσάρος σε ηλικία μόλις δέκα ετών, ζάρωσε δίπλα στη μητέρα του όταν μέλη της φρουράς στασίασαν και επιτέθηκαν σε συγγενείς του με τις λόγχες τους.
Ο τσάρος Αλέξιος προσπάθησε να μιλήσει στο πλήθος που διαμαρτυρόταν, αλλά μπερδεύτηκε με τα κουμπιά από το καφτάνι του και έπεσε. Η πιο διδακτική ιστορία όμως είναι του τσάρου Νικολάου Β', που διέταξε τον στρατό να ανοίξει πυρ εναντίον 8.000 εργατών οι οποίοι συγκεντρώθηκαν το 1905 έξω από τα Χειμερινά Ανάκτορα για να ζητήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας.
O Νικόλαος υιοθέτησε τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσαν οι διαδηλωτές, με πρώτη τη δημιουργία κοινοβουλίου. Oταν ξέσπασαν νέες διαδηλώσεις δώδεκα χρόνια αργότερα, αποφάσισε να ακολουθήσει διαφορετική γραμμή, επιτρέποντας σε γυναίκες και παιδιά να διαδηλώσουν ειρηνικά σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη ψωμιού. Οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν και μια εβδομάδα αργότερα ο Νικόλαος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον θρόνο.
Οι σοβιετικοί πρωθυπουργοί και γενικοί γραμματείς που ακολούθησαν διδάχθηκαν από την εμπειρία αυτή και αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστούν οι μαζικές διαδηλώσεις είναι η απαγόρευσή τους. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που ανέλαβε την εξουσία στα χρόνια μετά τις μαζικές διαδηλώσεις της περεστρόικα, υιοθέτησε ανάλογη προσέγγιση, αν και προσπάθησε να αποφύγει τη χρήση βίας.
«Αν είχα την εξουσία, θα ξεκινούσα από τη μεταρρύθμιση της κυβέρνησης», λέει ο Ρίτσαρντ Πάιπς, που διδάσκει ρωσική ιστορία στο Χάρβαρντ. «Αν δεν ήθελα να το κάνω, θα απαγόρευα τις διαδηλώσεις και θα συλλάμβανα οποιονδήποτε παραβίαζε τις εντολές μου».
Η θεωρία αυτή φάνηκε να ακολουθείται μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Δεκεμβρίου, όταν κατέστη σαφές ότι οι Ρώσοι ήταν αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν τις πιο εκτεταμένες διαδηλώσεις από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Πούτιν. Ο συγγραφέας Σεργκέι Μινάεφ, που διάκειται φιλικά προς το Κρεμλίνο, προειδοποίησε τους διαδηλωτές που ανήγγειλαν ότι θα συγκεντρωθούν στην πλατεία Μπολότναγια της Μόσχας πως αν χάσουν τη ζωή τους, ακόμη και οι πιο στενοί τους φίλοι θα ξεχάσουν σύντομα τον λόγο για τον οποίο αγωνίστηκαν.
Αλλά οι διαδηλωτές δεν πτοήθηκαν. Και στις 10 Δεκεμβρίου συγκεντρώθηκαν στην πλατεία 50.000 άνθρωποι. Τίποτα τρομερό δεν συνέβη εκείνη την ημέρα ούτε στις 24 Δεκεμβρίου, όταν το πλήθος ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Ο οικονομολόγος Γεβγένι Γκοντμάχερ, που έχει συμβουλεύσει στο παρελθόν την κυβέρνηση, τονίζει ότι η ρωσική ηγεσία δεν έχει συνταγή για να αντιμετωπίσει αιτήματα που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με χρήματα. «Αυτά γίνονται για πρώτη φορά στη Ρωσία», σημειώνει. «Κι αυτό δείχνει ότι η Ρωσία γίνεται μια δυτική χώρα. Πολλοί λένε ότι η Ρωσία δεν είναι Ευρώπη. Ε, λοιπόν, η Ρωσία είναι Ευρώπη».
Yστερα από ένα ξέσπασμα εχθρότητας, ο Πούτιν και οι αξιωματούχοι του άρχισαν να μιλούν με σεβασμό για τους διαδηλωτές, ίσως επειδή αντιλήφθηκαν ότι αντιπροσωπεύουν ένα ευρύ φάσμα της ελίτ της πρωτεύουσας. «Οι διαδηλωτές αντιπροσωπεύουν το καλύτερο, ή μάλλον το πιο παραγωγικό τμήμα της κοινωνίας μας», είπε ο Βλαντισλάβ Σούρκοφ, ο άνθρωπος που τα τελευταία δέκα χρόνια καταστέλλει οποιαδήποτε διαδήλωση θα μπορούσε να αποβεί απειλητική για τον Πούτιν.
Τα πλήθη φαίνεται τώρα να παίρνουν μια ανάσα για τη νέα χρονιά, που θα είναι η πιο απρόβλεπτη της πρόσφατης ιστορίας. Το βέβαιο είναι ότι κάτι θα γίνει: κάτι οικείο, όπως η σύγκρουση, ή κάτι καινούργιο, όπως ο διάλογος.
Πηγή: New York Times, ΑΠΕ-ΜΠΕ