«Ο αριθμός των εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο που αναφέρονται από τους πολίτες αυξάνεται σταθερά, φθάνοντας τις πολλές δεκάδες χιλιάδες ετησίως σε κάθε χώρα».
Αυτό επισημαίνει η Επίτροπος για θέματα εσωτερικών υποθέσεων, κα Σ. Μάλμστρομ έπειτα από ερώτηση του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γ. Παπανικολάου σχετικά με την πορεία διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πλατφόρμας ειδοποίησης, όπου οι αναφορές που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη της ΕΕ σχετικά με παράνομο περιεχόμενο στον παγκόσμιο ιστό και άλλα εγκλήματα που συνδέονται με το Διαδίκτυο θα συγκεντρώνονται για διασταυρούμενο έλεγχο.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διέθεσε 300.000 ευρώ προκειμένου να δημιουργήσει η Ευρωπόλ την συγκεκριμένη πλατφόρμα ειδοποίησης, η οποία θα βοηθήσει τις αρχές που ερευνούν την εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο στα κράτη μέλη της ΕΕ, να ανταλλάσσουν πληροφορίες με πιο αποτελεσματικό τρόπο και να αποφεύγουν την αλληλοεπικάλυψη των προσπαθειών που καταβάλλουν για την καταπολέμηση της. Από την απάντηση της Επιτροπής στην ερώτηση του Έλληνα ευρωβουλευτή προκύπτει καθυστέρηση στην εφαρμογή της πλατφόρμας, η οποία πλέον αναμένεται στα τέλη του 2012 αν και είχε προγραμματιστεί αρχικά για τα τέλη του 2010.
Η Επιτροπή επικαλείται καθυστέρηση στην ετοιμότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν αναφορές από τους πολίτες και να διαβιβάζουν στην Ευρωπόλ αυτές που κρίνουν ότι αφορούν και άλλα κράτη μέλη. Μολονότι όλα τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να δημιουργήσουν τη δική τους πλατφόρμα αναφοράς, είτε δεν το έχουν πράξει όλα ακόμη, είτε δεν την έχουν καταστήσει συμβατή με τα πρότυπα της Ευρωπόλ. Η τελευταία συνεργάζεται τώρα με όσα κράτη μέλη διαθέτουν την πλατφόρμα προκειμένου να την καταστήσουν συμβατή με τις απαιτήσεις της.
Ο κ. Παπανικολάου δήλωσε: «Η ευρωπαϊκή πλατφόρμα έγκαιρης ειδοποίησης για εγκλήματα που συντελούνται στο διαδίκτυο αποτελεί πολύτιμο σύμμαχο για τους πολίτες που πέφτουν θύματα εγκληματικών πράξεων και αναζητούν τρόπους καταγγελίας των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εις βάρος τους. Η λειτουργία της όμως εξαρτάται από την αποφασιστικότητα των κρατών μελών να προσαρμόσουν τις εθνικές πλατφόρμες τους στο πρότυπο της Ευρωπόλ. Άλλωστε, η προσαρμογή αυτή χρηματοδοτείται με κοινοτικούς πόρους και επομένως δεν επιφέρει καμία οικονομική επιβάρυνση στους εθνικόυς προϋπολογισμούς».