Oταν ο Σι Τζινπίνγκ εκτοξεύτηκε στην κορυφή της ιεραρχίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, το 2007, το μόνο που ήξεραν οι περισσότεροι άνθρωποι στην Κίνα γι' αυτόν ήταν ότι ήταν παντρεμένος με την εξαιρετικά δημοφιλή τραγουδίστρια Πενγκ Λιγιουάν.
Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του κόμματος στράφηκε έτσι σ' εκείνη, για να παρουσιάσει τον άνθρωπο που είχε επιλεγεί ως ο επόμενος ηγέτης της υπερδύναμης.
«Την πρώτη φορά που τον είδα η καρδιά μου άρχισε να κτυπάει, και κατάλαβα αμέσως ότι ήταν ο ιδανικός σύζυγός μου», είπε η Πενγκ σε μια συνέντευξή της, χαρακτηρίζοντας τον Σι αγνό, ταπεινό και αφοσιωμένο στη δουλειά του στο κόμμα.
Οπως οι περισσότεροι ανώτατοι πολιτικοί ηγέτες της Κίνας, γράφει ο επικεφαλής του γραφείου των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στο Πεκίνο Τζαμίλ Αντερλίνι, ο 59χρονος Σι είναι μια αινιγματική φιγούρα και κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι η πολιτική του όταν ανεβεί στον κομμουνιστικό θρόνο, στα τέλη του χρόνου.
Ορισμένοι λένε ότι είναι ένας ισχυρός εθνικιστής που θα έρθει σε σύγκρουση με τη Δύση. Αλλοι υποστηρίζουν ότι είναι φιλοδυτικός, αλλά απομονωμένος. Οι πιο αισιόδοξοι, μάλιστα, εκτιμούν ότι μπορεί να γίνει και ο κινέζος Γκορμπατσόφ, ένας άνθρωπος που θα εισαγάγει τη δημοκρατία στη χώρα του με την πρώτη ευκαιρία που θα του δοθεί.
Η επίσκεψή του την περασμένη εβδομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έγινε δεκτός σχεδόν ως αρχηγός κράτους, δεν πρόσφερε πολλές πληροφορίες για τις θέσεις του. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν άχρωμο. Ομως η αναρρίχησή του στην κομμουνιστική ιεραρχία μόνο άχρωμη δεν ήταν.
Γιος ενός επαναστάτη στρατηγού, ο Σι είχε από μικρός ανέσεις -τηλέφωνα, υπηρέτες και μια σταθερή παροχή τροφίμων- που οι περισσότεροι συμπατριώτες του δεν μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν. Σε μια από τις διώξεις που διέταξε όμως ο Μάο, ο πατέρας του συνελήφθη το 1962. Τα επόμενα 15 χρόνια, ο Σι ήταν πια ο γιος ενός αντεπαναστάτη. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο στα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης, όταν τον έστειλαν στην ύπαιθρο. Σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Σαανσί, κοιμόταν όπως οι ντόπιοι σε ένα στρώμα γεμάτο ψύλλους. «Ηταν πολύ δύσκολα χρόνια», θα έγραφε αργότερα. «Ομως η εμπειρία εκείνη με επηρέασε βαθειά και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου».
Οι φίλοι του λένε ότι εκείνη ακριβώς η εμπειρία τον έκανε να αποφασίσει ότι θα ανεβεί την ιεραρχία του κόμματος. Ενώ ο πατέρας του σάπιζε στη φυλακή, εκείνος ζήτησε δέκα φορές να γίνει δεκτός στο κόμμα που είχε προκαλέσει τόσο πόνο στην οικογένειά του. Η απάντηση ήταν πάντα αρνητική. Τελικά έπεισε το κόμμα να τον δεχθεί το 1974 και ένα χρόνο αργότερα έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο Τσινγκχούα του Πεκίνου.
Ενώ σπούδαζε χημικός μηχανικός, η Πολιτιστική Επανάσταση τελείωσε, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ ανέβηκε στην εξουσία και ο πατέρας του αποκαταστάθηκε και στάλθηκε να κυβερνήσει την επαρχία Γκουανγκντόνγκ. Το 1979, ο Σι διορίστηκε σύμβουλος του Γκενγκ Μπιάο, τότε υπουργού Αμύνης και παλιού συντρόφου του πατέρα του.
Σύμφωνα με φίλους της οικογενείας του, ο Σι έκανε το 1982 έναν «υπολογισμό»: να επιστρέψει στην ύπαιθρο, ώστε να κτίσει την εικόνα του αξιωματούχου που προέρχεται από τη βάση. Το 2000 διορίστηκε κυβερνήτης της επαρχίας Φουτζιάν και τρία χρόνια αργότερα διορίστηκε γραμματέας του κόμματος στην επαρχία Ζετζιάνγκ.
Η εκτόξευσή του στην αντιπροεδρία έγινε λίγους μήνες αφού στάλθηκε στη Σανγκάη για να πάρει τη θέση του πρώην γραμματέα του κόμματος Τσεν Λιανγκιού, ο οποίος είχε συλληφθεί για διαφθορά.
Ο Σι θεωρείται καθαρός, όσο κι αν έχουν υπάρξει συζητήσεις για τον τρόπο που έλαβε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο. Ορισμένοι σχολιαστές, μάλιστα, έχουν υποστηρίξει ότι αντέγραψε μέρος ή και όλη τη διατριβή του.
Η κόρη του Σι και της Πενγκ, που είναι και το μοναδικό παιδί τους, σπουδάζει στο Χάρβαρντ, γεγονός που έχει κάνει πολλούς να αναρωτηθούν γιατί ο αυριανός πρόεδρος δεν εμπιστεύεται το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας του.
«Δεν γνωρίζουμε πολλά για τις απόψεις του για την πολιτική μεταρρύθμιση ή για τον τρόπο που θα προσεγγίσει τις σχέσεις της χώρας του με τη Δύση», λέει ο Τσενγκ Λι, ένας ειδικός για την Κίνα από το Ινστιτούτο Μπρούκινγκς. «Σε ένα βαθμό ίσως και ο ίδιος ο Σι να μη γνωρίζει τι δρόμο θα ακολουθήσει».
Πηγή: Financial Times, ΑΠΕ-ΜΠΕ