Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε σήμερα την Ελλάδα, διότι δεν ανέκτησε εμπρόθεσμα τις κρατικές ενισχύσεις που κατά παράβαση του κοινοτικού Δικαίου, έδωσε το ελληνικό Δημόσιο στα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝΑΕ). Καταδίκη και για εκπρόθεσμη παροχή των σχετικών με την υπόθεση πληροφοριών στην Κομισιόν.
Το Σεπτέμβριο του 1985, η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης («ΕΤΒΑ»), που ανήκει στο ελληνικό κράτος, αγόρασε τα Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. (ΕΝΑΕ). Το 1995, το 49% των μετοχών της ΕΝΑΕ πωλήθηκε στους υπαλλήλους της. Το 2001, το ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει την ΕΝΑΕ μέσω συμφωνίας αγοράς μετοχών με πρόσκληση για υποβολή προσφορών σύμφωνα με την οποία η επιβολή τυχόν οικονομικών κυρώσεων που σχετίζονται με τις παραβιάσεις των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας για τις κρατικές ενισχύσεις δεν θα επιβαρύνουν τον πλειοδότη.
Τον Οκτώβριο του 2001, υπεγράφη η συμφωνία για την πώληση μετοχών της ΕΝΑΕ μεταξύ, αφενός, της ΕΤΒΑ και των εργαζομένων της ΕΝΑΕ και, αφετέρου, της κοινοπραξίας Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH (HDW) / Ferrostaal. Η HDW / Ferrostaal, δημιούργησε την Ελληνική Ναυπηγοκατασκευαστική ΑΕ Χαρτοφυλακίου, με σκοπό τη διαχείριση της συμμετοχής της στην ΕΝΑΕ. Το 2005 η ThyssenKrupp AG αγόρασε την HDW.
Με απόφασή της τo 2008 η Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει πάνω από 230 εκατομμύρια ευρώ παράνομων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ μεταξύ 1996 και 2002 υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από την Επιτροπή. Κατά την Επιτροπή η Ελλάδα και η ΕΝΑΕ δεν τήρησαν τους όρους που συνόδευαν τις ενισχύσεις που είχε εγκρίνει το 1997 και το 2002. Η εγγύηση αποζημίωσης που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην αγοράστρια εταιρεία για κάθε κρατική ενίσχυση που θα ανακτούνταν από την ΕΝΑΕ έπρεπε να διακοπεί αμέσως.
Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της αποφάσεως, η Ελλάδα έπρεπε να ενημερώνει την Επιτροπή για τα μέτρα που έχει ή προτίθετο να λάβει. Η εκτέλεση της αποφάσεως έπρεπε να εξασφαλιστεί μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2008 (εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίησή της) .
Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως της ΕΝΑΕ, η πλήρης ανάκτηση των ενισχύσεων θα μπορούσε να προκαλέσει την πτώχευσή της, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της, ικανή να θίξει τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειας της Ελλάδας. Προς αποφυγή του ενδεχομένου αυτού, η Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές και οι εκπρόσωποι της ΕΝΑΕ κατέληξαν σε συμφωνία που προέβλεπε ότι η απόφαση 2009/610 θα θεωρούνταν ως εκτελεσθείσα εφόσον πληρούνταν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. επιστροφή στο Δημόσιο των γεωτεμαχίων που παραχωρήθηκαν στην ΕΝΑΕ για αποκλειστική χρήση και τα οποία δεν σχετίζονται με τις στρατιωτικές δραστηριότητες
2. δεσμευτική δήλωση της ENAE ότι δεν θα αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα κατά τα δεκαπέντε επόμενα έτη
3. δεσμευτική δήλωση ότι δεν θα γίνει χρήση της εγγυήσεως αποζημιώσεως.
Οι αποφάσεις για τις ενισχύσεις στα ναυπηγεία της ΕΝΑΕ αποτέλεσαν αντικείμενο διαφόρων προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηριου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με την παρούσα προσφυγή της επί παραβάσεως κράτους μέλους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610/ΕΚ παρέβη τις υποχρεώσεις της.
Με τη σημερινή του απόφαση του Δικαστήριο διαπιστώνει μεν ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα που σχεδίαζε να λάβει προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, δεν αμφισβητείται, όμως, ότι οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που τάσσει η απόφαση αυτή (13 Δεκεμβρίου 2008).
Με βάση τα ανωτέρω το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι:
Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα αναγκαία μέτρα προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2008, για τις ενισχύσεις C 16/04 (πρώην NN 29/04, CP 71/02 και CP 133/05) που χορήγησε η Ελλάδα στην επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ, και παραλείποντας να παράσχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 19 της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 19 της εν λόγω αποφάσεως.