Οι βουλευτές που διαπράττουν αυτόφωρο κακούργημα, ανεξάρτητα από την ασυλία που έχουν, πρέπει να συλλαμβάνονται από την Αστυνομία (σ.σ. δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται η άρση της ασυλίας των βουλευτών από το Κοινοβούλιο). Αυτό επισημαίνει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, σε εγκύκλιό του προς τους διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και ζητεί οι οδηγίες του να διαβιβαστούν και στις κατά τόπους Εισαγγελίες Πρωτοδικών όπως και τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές.
Ο κ. Τέντες σημειώνει ακόμη πως τα αστυνομικά όργανα οφείλουν να παρεμποδίζουν τους βουλευτές «με τα συνήθη αποτρεπτικά μέσα που εφαρμόζονται στους παρανομούντες κοινούς πολίτες» κατά τη διάπραξη πλημμελήματος (π.χ. αντιποίηση αρχής), όμως, σε αυτή την περίπτωση, δεν επιτρέπεται η σύλληψη του βουλευτή χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής. Παρ' όλα αυτά, οι εισαγγελικές αρχές οφείλουν να ενεργούν οποιαδήποτε ανακριτική πράξη προβλέπεται και είναι αναγκαία, εκτός των ανακριτικών πράξεων, «που θίγουν το πρόσωπο των βουλευτών».
Ο Ι. Τέντες εξέδωσε την εγκύκλιο λόγω της έξαρσης «του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της εισόδου και διαμονής αυτών στη χώρα, καθώς και της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας ορισμένων από αυτούς, από οργανωμένες ομάδες πολιτών», στις οποίες «πολλές φορές συμμετέχουν και μέλη του Κοινοβουλίου».
Κατ' αρχάς, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός σημειώνει ότι όσοι πραγματοποιούν ελέγχους υποδυόμενοι φορέα δημόσιας υπηρεσίας, κινδυνεύουν να τιμωρηθούν με φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή με χρηματική ποινή για το αδίκημα τη αντιποίησης (πλημμέλημα).
Απαντώντας ουσιαστικά στη Χρυσή Αυγή, που, με αφορμή τις εφόδους της σε υπαίθριες αγορές και τις καταστροφές πάγκων αλλοδαπών μικροπωλητών, υποστηρίζει πως οι ενέργειές της ήταν καθ' όλα νόμιμες, ο κ. Τέντες τονίζει:
«Υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος της αντιποίησης μπορεί να είναι οιοσδήποτε («όποιος») άνθρωπος. Περίπτωση αντιποίησης αποτελεί και εκείνη κατά την οποία ο δράστης χωρίς να αντιποιείται την ιδιότητα του φορέα δημόσιας κ.λπ. υπηρεσίας επιχειρεί πράξη επιτρεπόμενη μόνον σε υπάλληλο».
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, συνεχίζει η εγκύκλιος, ότι «το κατ' άρθρο 275 παράγραφος 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δικαίωμα οποιουδήποτε πολίτη να συλλαμβάνει τον δράστη αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος, αφενός προϋποθέτει βεβαιότητα για τη διάπραξη του εγκλήματος και αφετέρου δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα διενέργειας ανακριτικών πράξεων, ήτοι ενεργειών που τείνουν στη βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος, όπως είναι για παράδειγμα η απαίτηση επιδείξεως εγγράφων ή η διενέργεια πάσης φύσεως ερευνών».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζει ο Ι. Τέντες εάν επομένως «γίνουν τέτοιες ενέργειες από πολίτη προς τον σκοπό διαπιστώσεως της τελέσεως αυτόφωρου πλημμελήματος ή κακουργήματος και της εν συνεχεία, σε καταφατική περίπτωση, συλλήψεως του δράστη τελείται από τον πολίτη η αξιόποινη πράξη της αντιποίησης».
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ