Η ξαφνική σιωπή της διεθνούς κοινότητας για τη στρατιωτική πολιτική του Ισραήλ φαίνεται να δίνει στον Αριέλ Σαρόν το «πράσινο φως» για ευρεία στρατιωτική δράση. Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ έχει το ελεύθερο να «δολοφονήσει» την ειρηνευτική διαδικασία.
Αυτή είναι η εκτίμηση του Μπράντλεϊ Μπέρστον της ισραηλινής εφημερίδας Ha’aretz.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, πολλοί είναι οι παράγοντες, που απελευθέρωσαν τον Σαρόν από τη στενή παρακολούθηση της διεθνούς κοινότητας.
Ο σημαντικότερος ωστόσο, είναι η πρόσφατη ομιλία του Μπους, με την οποία ο αμερικανός πρόεδρος αποδέχθηκε ουσιαστικά την απαίτηση του Σαρόν να «διαγράψει» τον Γιασέρ Αραφάτ από την ειρηνευτική διαδικασία.
Αλλες εξελίξεις που οδήγησαν στον μετριασμό των επικρίσεων κατά του Ισραήλ είναι η διάλυση ορισμένων παράνομων οικισμών στη Δυτική Οχθη και η φιλο-ισραηλινή στροφή πολλών μέσων ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων το CNN και οι Νew York Times, μετά τις τελευταίες επιθέσεις αυτοκτονίας των Παλαιστινίων. Το CNN αναγκάστηκε μάλιστα να απολογηθεί προς το Ισραήλ επειδή αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην οικογένεια ενός καμικάζι απ' ότι στον πόνο των οικογενειών των θυμάτων του.
Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται η απροθυμία της Ευρώπης και ανωτάτων αξιωματούχων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να έλθουν σε σύγκρουση με έναν ασυνήθιστα αποφασισμένο Μπους.
Ο ισραηλινός στρατός μπόρεσε έτσι να πολιορκήσει, να βομβαρδίσει και τελικά να καταστρέψει τα αρχηγείο της Παλαιστινιακής Αρχής στη Χεβρώνα, χωρίς η διεθνής κοινότητα να πει λέξη. Ανάλογες ενέργειες του στρατού στη διάρκεια των επιχειρήσεων της «Αμυντικής Ασπίδας» είχαν προκαλέσει οργισμένη αντίδραση τόσο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων όσο και των Ηνωμένων Εθνών.
Παρά ταύτα, ο υπουργός Αμύνης του Ισραήλ δήλωσε ότι θα ήταν λάθος να θεωρήσει η χώρα του ότι μπορεί να εγκαταλείψει τις ειρηνευτικές προσπάθειες. «Υπάρχει η αίσθηση ότι είμαστε ελεύθεροι τώρα να κάνουμε ό,τι θέλουμε στο πλαίσιο της αυτοάμυνας. Αυτό μπορεί να γίνει όμως μόνο αν το Ισραήλ επιδιώκει παράλληλα κάθε λεπτό της ημέρας την προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας».
Ο Μπεν-Ελιέζερ επέκρινε τον πρωθυπουργό του επειδή απέρριψε πρόταση του υπουργού Εξωτερικών Σιμόν Πέρες να ξεκινήσει διπλωματικές επαφές με ανώτατους παλαιστίνιους αξιωματούχους. «Ο Σαρόν διαπράττει σοβαρό σφάλμα. Δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα, δεν μπορείς να πολεμήσεις την τρομοκρατία, δεν μπορείς να κατασκευάσεις ένα τείχος ασφαλείας γύρω από τη Δυτική Οχθη, αν δεν έχεις ένα διπλωματικό ορίζοντα», τόνισε ο υπουργός Αμυνας. «Αυτός ο διπλωματικός ορίζοντας δεν είναι ανάγκη να επιβληθεί από άλλους. Μπορεί θαυμάσια να είναι δικός μας στόχος, και να εργαζόμαστε γι' αυτόν νύχτα και μέρα».
Σύμφωνα με έναν άλλο σχολιαστή της Ha’aretz, τον Γκιντεόν Σαμέτ, ο Σαρόν αποφεύγει συστηματικά να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση απέναντι στην ειρηνευτική διαδικασία. Δηλώνοντας ότι «βρισκόμαστε στη μέση της αρχής της ειρηνευτικής διαδικασίας», ουσιαστικά υπαινίσσεται την αρχή του τέλους της ειρηνευτικής διαδικασίας.
Ο Σαρόν θεωρεί ότι έχει λάβει εξουσιοδότηση από την αμερικανική κυβέρνηση να πορευτεί όπως νομίζει. Ορισμένοι στο Ισραήλ λένε ότι ο πρωθυπουργός μεταφέρει αυτή την εξουσιοδότηση μέχρι το χείλος του γκρεμού. Οι πιο έγκυροι παρατηρητές επισημαίνουν ότι ο Σαρόν πηγαίνει όσο πιο μακρυά μπορεί, ύστερα εξετάζει το κλίμα, την ατμόσφαιρα, τις αντιδράσεις, και είτε κάνει ένα ακόμη βήμα, αν θεωρεί ότι «τον παίρνει», είτε κάνει ένα βήμα πίσω, αφού έχει κάνει προηγουμένως δέκα βήματα μπροστά.
Αν συγκρίνει κανείς τις σημερινές ενέργειες του Σαρόν στα εδάφη, με τα διστακτικά βήματα που έκανε πριν από μερικούς μήνες, τονίζει ο Γκιντεόν Σαμέτ, βλέπει μια πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Από την άλλη μεριά, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ανοχή από τη διεθνή κοινότητα: μπορείς να μπαίνεις μέσα, να βγαίνεις, να ξαναμπαίνεις, να ανατινάζεις, και όλα αυτά με απόλυτη ατιμωρησία.
Ακόμη και οι αραβικές δυνάμεις δείχνουν να έχουν ρίξει τους τόνους και να μην καταδικάζουν με την ίδια σφοδρότητα τη δολοφονία χαμηλόβαθμων αξιωματούχων της Παλαιστινικής Αρχής, με πρόσχημα τους δεσμούς τους με την τρομοκρατία.
Αυτό θα μπορούσε να είναι αποδεκτό αν η ισραηλινή κυβέρνηση έκανε ταυτόχρονα κάποια βήματα προς τη διπλωματική επίλυση της κρίσης, καταλήγει ο αρθρογράφος της Ha’aretz. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει.