Η εισήγηση του υπουργού Εργασίας στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής

Πέμπτη, 25 Οκτωβρίου 2012 15:21
UPD:15:21
A- A A+

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της εισήγησης του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής:

«Η σημερινή ενημερωτική συζήτηση στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων διεξάγεται σε μια συγκυρία κομβική και κρίσιμη για τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας.

Μόλις χθες ολοκληρώθηκε ένας επίπονος και εξαντλητικός κύκλος διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους των Δανειστών μας για την επίτευξη συμφωνίας που θα οδηγήσει στην εκταμίευση της μεγάλης όσο και επείγουσας δόσης των 31,5 δις. Ευρώ.

Η διαδικασία αυτή κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Οι υποχρεώσεις της προηγούμενης δανειακής σύμβασης είχαν καθυστερήσει, είχαν μείνει πίσω γιατί μεσολάβησαν οι δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Έπρεπε δηλαδή σε σύντομο χρονικό διάστημα να γίνουν πάρα πολλά.

Την ίδια περίοδο η Ελληνική Κυβέρνηση, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση, οι ίδιοι οι αρχηγοί, κατέβαλλαν άοκνες προσπάθειες για την αποκατάσταση του κύρους και της αξιοπιστίας της χώρας μας στο διεθνές περιβάλλον. Κι αυτό έγινε με επιτυχία.

Σήμερα, η Ελλάδα κερδίζει καθημερινά εμπιστοσύνη, εκτίμηση, σεβασμό τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στους άλλους Διεθνής Οργανισμούς.

Αυτό το κλίμα μαζί με τα απτά αποτελέσματα των προσπαθειών μας το επόμενο διάστημα θα βάλουν τη πατρίδα μας οριστικά στο δρόμο της εξόδου από τη κρίση.

Ξεκινώντας τώρα την ενημέρωση προς τη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η συμμετοχή και το ειδικό βάρος του Υπουργείου Εργασίας στην αναθεωρημένη συμφωνία είναι εξαιρετικά σημαντική. Πρώτον, μέσω της συμμετοχής του στη διαμόρφωση του πακέτου εξοικονόμησης των 13,5 δις και, δεύτερον, μέσω των αλλαγών σε θεσμικά ζητήματα της αγοράς εργασίας, τα «εργασιακά» όπως ονομάζονται στη σχετική δημόσια συζήτηση.

Ξεκινώ με το πρώτο. Πράγματι, το Υπουργείο Εργασίας σήκωσε μεγάλο βάρος του πακέτου εξοικονόμησης των 13,5 δις. Πρέπει, όμως, να διευκρινίσουμε κάποια πράγματα για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, αθέλητες ή εσκεμμένες.

Το «πακέτο» αυτό δεν ήρθε έτσι ξαφνικά,. Ήταν υποχρέωση της χώρας ήδη από το Φεβρουάριο που υπογράφηκε ο ν.4046/2012. Από τότε ήταν ουσιαστικά προσδιορισμένο και το ύψος της συμμετοχής του Υπουργείου Εργασίας σε αυτό, μέσω συγκεκριμένων ποσοστιαίων μειώσεων των κοινωνικών μεταβιβάσεων και της συνταξιοδοτικής δαπάνης.

Από την πλευρά μας καταβάλλαμε κάθε δυνατή προσπάθεια, μια εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια, ούτως ώστε τα εναλλακτικά σενάρια και προτάσεις που υποβάλλαμε προς το υπουργείο Οικονομικών να είναι ισορροπημένα, πλήρως κοστολογημένα και να εξασφαλίζουν, όσο βέβαια είναι αυτό δυνατόν, κοινωνική δικαιοσύνη. Σε κάθε περίπτωση, οι τρεις αρχηγοί – οι οποίοι είχαν και τον τελικό λόγο – εκτιμώ ότι αποφάσισαν το μίγμα μέτρων που θα έχει τις μικρότερες δυνατές κοινωνικές επιπτώσεις.

Το κρίσιμο διακύβευμα, πάντως, αυτή τη στιγμή είναι η συνέχιση της χρηματοδότησης. Και τα μέτρα αυτά, όσο δύσκολα και επώδυνα αν είναι – και πράγματι είναι – συνδέονται άμεσα και καθοριστικά με την παραμονή μας στο ευρώ και τη χρηματοδότηση της χώρας. Αποτελούν κατά κάποιο τρόπο, το εισιτήριο για την επαναφορά της χώρας σε συνθήκες διεθνούς αξιοπιστίας.

Θα ήθελα τώρα να σας ενημερώσω για τις πιο πρόσφατες εξελίξεις και τις διαπραγματεύσεις που έγιναν για την οριστικοποίηση της αναθεώρησης του Μνημονίου σε ό,τι αφορά στα «εργασιακά ζητήματα».

Επρόκειτο για μια επίπονη και δύσκολη διαπραγμάτευση. Μόνο μέσα στις τελευταίες λίγες ημέρες βρεθήκαμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πολλές φορές και καταβάλλαμε πολύ μεγάλη προσπάθεια να καταλήξουμε σε συμβιβαστικές λύσεις. Και σε καμία περίπτωση, δεν επρόκειτο για επικοινωνιακές μεθοδεύσεις όπως κάποιοι ισχυρίστηκαν. Αντίθετα, ήταν μια ειλικρινής και εργώδης προσπάθεια να βρούμε τις καλύτερες δυνατές λύσεις. Λαμβάνοντας υπόψη το προγραμματικό πλαίσιο της κυβέρνησης συνεργασίας, τις αντικειμενικές ανάγκες της οικονομίας και της χώρας αλλά και τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί σε προηγούμενες συμφωνίες.

Θα ήθελα προκαταβολικά να διευκρινίσω κάποια πράγματα, παίρνοντας αφορμή από τοποθετήσεις και ερωτήματα που έχουν τεθεί στη δημόσια συζήτηση για τα εργασιακά το τελευταίο διάστημα. Πολλοί ρωτούν πως προέκυψαν τα εργασιακά ζητήματα και γιατί τα διαπραγματευόμαστε.

Τα εργασιακά ζητήματα είχαν ήδη τεθεί στο τραπέζι από το 1ο μνημόνιο και όλοι γνωρίζουμε τις παρεμβάσεις που έγιναν το 2010 και το 2011. Από την άλλη πλευρά, στη προηγούμενη Δανειακή Σύμβαση (δηλ. στο ν.4046/2012) υπήρχαν σαφείς και ρητές δεσμεύσεις να προχωρήσουμε σε κάποιες επιπλέον αλλαγές. Μιλώ για τη δημιουργία ενός νέου μηχανισμού για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 5%, καθώς και μια σειρά από αλλαγές οργανωτικού χαρακτήρα.

Επιπλέον, ασαφείς ή γενικές διατυπώσεις του 2ου Μνημονίου, όπως π.χ. στη σελίδα 801 «η Κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για την ενθάρρυνση της ταχείας προσαρμογής του κόστους εργασίας, …. για την ευελιξία των συμφωνιών για τις ώρες εργασίας.», αλλά και οι προβλέψεις του 2ου Μνημονίου για τη λήψη πρόσθετων διορθωτικών μέτρων (σελ. 714), επέτρεψαν στην τρόικα να βάλει στο τραπέζι του διαλόγου ζητήματα που δεν αποτελούσαν καταρχήν ρητές δεσμεύσεις. Υπάγονταν όμως σε ένα γενικό πλαίσιο παρεμβάσεων που είχε ήδη συμφωνηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, κατανοείτε ότι δεν μπορούσαμε να μην μπούμε σε συζήτηση.

Η γενική μας αρχή όταν καθίσαμε στο τραπέζι του διαλόγου ήταν ότι πρέπει πρώτα να περιμένουμε να αφομοιώσει η αγορά εργασίας τις αλλαγές που είχαν προηγηθεί (μειώσεις μισθών, επιχειρησιακές συμβάσεις, αλλαγές στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, μειώσεις χρόνου προειδοποίησης απολύσεων, κ.λπ.). Και μετά να δούμε με ψυχραιμία και κοινωνική συνεννόηση, μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, εάν και ποιες αλλαγές χρειάζονται επιπλέον.

Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, οι επιμέρους θέσεις μας ήταν καθαρές και σταθερές:

ð Ακόμη και με το νέο μηχανισμό – που υποχρεωνόμαστε από το 2ο Μνημόνιο να θεσμοθετήσουμε – δεν θα έπρεπε να μειωθεί σε κάθε περίπτωση περαιτέρω ο κατώτατος μισθός.

ð Θα έπρεπε να παραμείνουν οι τριετίες (επιδόματα ωρίμανσης ή προϋπηρεσίας) για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Γιατί πιστεύουμε ότι οι τριετίες πέρα από το σημαντικό κοινωνικό συμβολισμό έχουν οικονομική και ανταγωνιστική λογική. Είναι άδικο όσο και αντιπαραγωγικό ένας εργαζόμενος με 10ετή ή 15ετή εργασιακή εμπειρία να έχει ίδια αφετηρία διαπραγμάτευσης με τον εργοδότη του με κάποιον που μπαίνει για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας.

ð Οι αποζημιώσεις απόλυσης και εάν ακόμη προσαρμόζονταν πιο κοντά στον κοινοτικό μέσο όρο, δεν θα έπρεπε να αφήνουν ξεκρέμαστους (δηλαδή με μεγάλες απώλειες) τους εργαζόμενους που έχουν ήδη μεγάλη προϋπηρεσία στον ίδιο εργοδότη και έχουν θεμελιώσει δικαιώματα αποζημίωσης.

ð Για την ευελιξία του χρόνου εργασίας, πιστεύουμε ότι οι αλλαγές που έχουν προηγηθεί (από το 1ο και 2ο Μνημόνιο) είναι ήδη αρκετές και επιτρέπουν στους εργοδότες να διαμορφώνουν την οργάνωση του χρόνου εργασίας στις επιχειρήσεις τους με κλαδική ή επιχειρησιακή σύμβαση. Και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να θιγεί η 8ωρη εργασία και το 40ωρο εβδομαδιαίως.

Αυτές τις θέσεις υποστηρίξαμε από την αρχή μέχρι το τέλος με συνέπεια και σταθερότητα. Σταθερότητα και επιμονή που, κάποιες φορές, οδήγησε τους επικεφαλής της τρόικας να διακόψουν τις συζητήσεις για να συνεννοηθούν σε υψηλότερο επίπεδο.

Εκτιμώ ότι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, έστω και σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο στο οποίο διεξήχθη, δεν μας διέψευσε. Αλλάξαμε και βελτιώσαμε πολλές από τις αρχικές θέσεις της τρόικα, όπως διατυπώθηκαν στο πρώτο σχέδιο προαπαιτούμενων δράσεων για την εξασφάλιση της δόσης:

Συγκεκριμένα:

ð Εξασφαλίσαμε ότι δεν θα μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός.

ð Διασώσαμε τις ωριμάνσεις (τριετίες) για αυτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό

ð Προασπίσαμε τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, παρά την ύπαρξη του νέου μηχανισμού καθορισμού κατώτατου μισθού. Διασφαλίσαμε η ΕΓΣΣΕ να διαπραγματεύεται ελεύθερα κάθε κανονιστικό όρο, μισθολογικό ή μη, ανεξάρτητα και πάνω από τους ελάχιστους νομοθετημένους μισθούς, παρότι ο ν.4046 του 2012 θεσμοθέτησε την πλήρη αντικατάσταση της ΕΓΣΣΕ με το νέο σύστημα νομοθετημένου ελάχιστου μισθού. Τώρα εναπόκειται στους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, να πυκνώσουν τις τάξεις των οργανώσεών τους, να ενδυναμώσουν την αντιπροσωπευτική τους βάση ώστε να εξασφαλίσουν για τα μέλη τους όρους εργασίας ανώτερα από τα ελάχιστα νομοθετημένα όρια που θα θέτει κάθε φορά ο νέος μηχανισμός προσδιορισμού του κατώτατου μισθού.

Και σε ό,τι αφορά στο νέο μηχανισμό προσδιορισμού του κατώτατου μισθού, να είστε σίγουροι ότι θα εξασφαλιστεί τόσο η αναγκαία κοινωνική διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, όσο και η συμβολή έγκριτων φορέων, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, ο νέος κατώτατος μισθός θα περνά και από τη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλή και θα διασφαλίσουμε τη μέγιστη δυνατή κοινοβουλευτική δημοκρατική νομιμοποίηση.

ð Προσαρμόσαμε το επίπεδο αποζημιώσεων απόλυσης κοντά στον κοινοτικό μέσο όρο, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία όλων των σημερινών εργαζομένων της χώρας και ιδιαίτερα αυτών που έχουν μικρά και μεσαία εισοδήματα. Δεν θα υπάρχει απολύτως καμία αλλαγή στις αποζημιώσεις για τους μισθωτούς που έχουν εισόδημα έως 2.000 ευρώ, δηλαδή για πάνω από το 85% του συνόλου των μισθωτών. Μόνο εργαζόμενοι με υψηλά εισοδήματα θα υποστούν μικρές μειώσεις, πολύ μικρότερες από αυτές που προέβλεπε η αρχική πρόταση της τρόικα. Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι η αρχική πρόταση της τρόικα προέβλεπε για τους εργαζομένους με πάνω από 16 έτη προϋπηρεσίας αποζημίωση που δεν θα ξεπερνούσε τους 6 βασικούς μισθούς των 586 ευρώ, ενώ εμείς φτάσαμε στους 12 επιπλέον μισθούς των 2.000 ευρώ. Μην ξεχνάτε επίσης ότι η αρχική συνολική απαίτηση της τρόικα ήταν να μειωθούν όλες οι αποζημιώσεις στο 50%.

Σημειώνω επίσης ότι αυξήσαμε το χρόνο προειδοποίησης από τους 3 στους 4 μήνες.

ð Αποφύγαμε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική σύμβαση εργασίας. Πρόκειται για σημαντικό κέρδος, καθώς δεν θα μπορεί κάποιος εργοδότης να τροποποιεί την οργάνωση του χρόνου εργασίας στην επιχείρηση με ατομική συμφωνία και το διευθυντικό δικαίωμα αλλά μόνο με επιχειρησιακές ή κλαδικές συμβάσεις, όπως διαμορφώθηκε το 2011 με το ν.3986-2011.

ð Καταργήσαμε κάποιες διαδικασίες του ΣΕΠΕ που προσέθεταν γραφειοκρατικό βάρος στις επιχειρήσεις, αλλά διατηρήσαμε εκείνες που εξασφαλίζουν την ελεγκτική ικανότητα της επιθεώρησης εργασίας για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων

Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο της Συμφωνίας που θα έρθει στη Βουλή και αφορά τα εργασιακά.

Είναι ένα πλαίσιο αλλαγών με τις μικρότερες δυνατές απώλειες που καταφέραμε να πετύχουμε. Σε κάθε περίπτωση πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι όσο πιο γρήγορα βγούμε από τη κρίση όσο πιο γρήγορα μπει θετικό πρόσημο στην Ανάπτυξη και την Απασχόληση όσο πιο γρήγορα βγούμε από την επιτήρηση, τόσο πιο γρήγορα θα αποκτήσουμε καλύτερες αμοιβές και περισσότερα δικαιώματα για του Έλληνες εργαζόμενους.

Πέρα και μετά από όλα αυτά, αυτό που θέλω να τονίσω προς κάθε κατεύθυνση είναι ότι η πολιτική στρατηγική του Υπουργείου Εργασίας δεν περιορίζεται πλέον σε μια μηχανική, τυπική συμμόρφωση σε υποχρεώσεις και σε μια εμβαλωματική διαχείριση της τρέχουσας συγκυρίας.

Σαφώς και θα τηρήσουμε τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από τη χώρα, διαπραγματευόμενοι σε κάθε επίπεδο, σαφώς και θα επιχειρήσουμε με άμεσα, επείγοντα μέτρα να μετριάσουμε τις επιπτώσεις της κρίσης στους εργαζομένους.

Πιστεύουμε, όμως, ότι πλέον πρέπει να συζητήσουμε ειλικρινά – και όχι προσχηματικά όπως στο παρελθόν - με τους κοινωνικούς εταίρους, τις δυνάμεις της παραγωγής και της εργασίας τι επιπλέον αλλαγές χρειάζονται και να αποφασίσουμε συνειδητά τι και πως θα το κάνουμε.

Αυτή τη φορά όμως, με το δικό μας μεταρρυθμιστικό βηματισμό, τη δική μας στρατηγική στοχοθεσία.

Συνοπτικά, αλλά ξεκάθαρα θα σας αναπτύξω αυτήν ακριβώς τη στοχοθεσία:

Πρώτο, θα εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα να βοηθήσουμε τους άνεργους που αποτελούν τα μεγάλα θύματα αυτής της κρίσης.

Είναι γνωστό ότι αποτελεσματική καταπολέμηση της ανεργίας επιτυγχάνεται μόνο μέσα από μια τροχιά δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης.

Σήμερα όμως, είναι υποχρέωσή μας να δώσουμε – με κινητοποίηση κάθε διαθέσιμου πόρου και μεταφορά του από άλλες χρήσεις – ευκαιρίες δουλειάς σε ανέργους και ιδιαίτερα στους νέους που μπαίνουν για πρώτη φορά στην απασχόληση.

Είναι υποχρέωσή μας να υποστηρίξουμε (και εισοδηματικά) τους μακροχρόνια ανέργους.

Ιδιαίτερα αυτούς που δεν έχουν άλλα διαθέσιμα εισοδήματα και, λόγω ηλικίας, είναι πολύ δύσκολο να βρουν ξανά δουλειά.

Η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι κρίσιμη. Το ποσοστό ανεργίας έχει φθάσει σε επίπεδα πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα, με σημαντικότατες συνέπειες για τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων. Η κατακόρυφη πτώση της ζήτησης και η διεθνής οικονομική κρίση έχουν επιδράσει καταλυτικά στα ποσοστά ανεργίας, αφού αυτή συνεχίζει να αυξάνεται ακόμα και στους καλοκαιρινούς μήνες.

Στο πλαίσιο αυτό, και με επίγνωση του κατεπείγοντος, το Υπουργείο μας σχεδιάζει μια σειρά από δράσεις έτσι ώστε να αναχαιτιστεί η άνοδος της ανεργίας, ιδιαίτερα για ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα ανεργίας.

Η πρώτη δράση, έχει ως στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων. Ήδη, μετά και από διαβούλευση και συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, ολοκληρώνεται το Σχέδιο Δράσης που αφορά την προώθηση στην απασχόληση για 70.000 περίπου νέους και θα προχωρήσει η υλοποίησή του. Το πρόγραμμα παρουσιάζει μία σειρά από καινοτόμα στοιχεία όπως την επιταγή απασχόλησης και την δυνατότητα συντoνισμού μεταξύ ανέργων νέων και επιχειρήσεων.

Η δεύτερη σημαντική δράση έχει να κάνει με την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα. Σε μία περίοδο κρίσης, η αξιοποίηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας αποτελεί στοιχείο κομβικής σημασίας τόσο για την προώθηση στην απασχόληση ευπαθών ομάδων όσο και για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών.

Επέκταση του χρόνου επιδότησης των ανέργων που συμπληρώνουν δώδεκα μήνες στην επιδότηση ανεργίας. Συνδυασμός επιδοματικών και ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης έτσι ώστε και να διασφαλίζεται κάποιο εισόδημα για αυτούς αλλά και να μην απομακρύνονται από την αγορά εργασίας. Συνδυασμός επιδότησης με κατάρτιση-συμβουλευτική και προώθηση στην αγορά εργασίας.

Όσον αφορά στα επόμενα βήματα, η κυβέρνηση στοχεύει στο σχεδιασμό επίσης ενός προγράμματος δράσης για τους μακροχρόνια ανέργους και για ανέργους οι οποίοι διαβιούν σε οικογένειες όπου κανένας από τους δύο συζύγους δεν διαθέτει εργασία.

Θέλω επίσης να σημειώσω μία σειρά από άλλες δράσεις που ο αντίκτυπος τους θα φανεί άμεσα. Λόγω του γεγονότος ότι η υλοποίησή τους ξεκίνησε πρόσφατα. Αναφέρω χαρακτηριστικά τα Τοπικά Σχέδια Δράσης για την Απασχόληση, τα Τοπικά Σχέδια Δράσης για τις Ευπαθείς Κοινωνικές Ομάδες, την Κοινωφελή Εργασία, την στήριξη των επιχειρήσεων έτσι ώστε να κρατήσουν το εργατικό δυναμικό τους, προγράμματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αγγίζουν 100.000 ανέργους και χιλιάδες επιχειρήσεις.

Δεύτερο, θα απομακρύνουμε όλα τα εμπόδια - είτε θεσμικής είτε διοικητικής φύσης - για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ποιοτικών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, στην επίσημη οικονομία.

Είμαστε της άποψης ότι στην αγορά εργασίας χρειάζονται λίγες, απλές και αξιόπιστες ρυθμίσεις που ισχύουν για όλους.

Και όχι διάσπαρτες, αποσπασματικές, αντιφατικές και συχνά πελατειακές ρυθμίσεις που συνεπάγονται υψηλό κόστος συμμόρφωσης των εργοδοτών

και διαρρέουν την οικονομική δραστηριότητα στην παραοικονομία, ενισχύοντας την αδήλωτη εργασία εις βάρος των ίδιων των εργαζομένων.

Θα άξιζε να σας πω ότι μόνο η περιγραφή – αποτύπωση σε χαρτί - των υποχρεώσεων των εργοδοτών προς την επιθεώρηση εργασίας και τον ΟΑΕΔ ξεπερνά τις 7 σελίδες!

Για αυτό το λόγο η απλοποίηση της εργατικής νομοθεσίας - χωρίς καμία επίπτωση στη θεσμική προστασία της εργασίας - θα τονώσει την εγχώρια μικρή αλλά δυναμική επιχειρηματικότητα, θα δημιουργήσει ελκυστικό κλίμα για επενδύσεις μεγαλύτερης κλίμακας

και, το κυριότερο,

θα εμπεδώσει κλίμα εμπιστοσύνης στις σχέσεις πολιτείας, εργοδοτών και εργαζομένων, με την καθιέρωση απλών, καθαρών και σταθερών κανόνων.

Τρίτο, θα συμβάλλουμε στην αποκατάσταση της θεσμικής λειτουργικότητας των συλλογικών εργασιακών σχέσεων.

Με σεβασμό στη συλλογική αυτονομία και το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, θα υποστηρίξουμε την ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού κεκτημένου στη διαδικασία διαμόρφωσης των αμοιβών και των όρων εργασίας.

Στόχος είναι, μεταξύ άλλων, η εξέλιξη του κόστους εργασίας να εναρμονιστεί με την αντίστοιχη εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας (σε κλαδικό, τοπικό ή επιχειρησιακό επίπεδο).

Για να υποστηρίξουμε έτσι την ανταγωνιστικότητα των παραγωγικών μονάδων και, κατά συνέπεια, τη βιωσιμότητα και αύξηση των θέσεων εργασίας.

Συχνά προβάλλεται στη δημόσια συζήτηση το επιχείρημα ότι εάν δώσουμε μεγάλες αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, θα αυξηθεί η κατανάλωση και η ζήτηση και, συνεπώς, η αγορά θα πάρει ξανά μπροστά, θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, κ.λπ.

Το επιχείρημα σε αυτή την οικονομική συγκυρία, δυστυχώς, δεν λειτουργεί ικανοποιητικά όπως, ενδεχομένως σε άλλες οικονομίες. Και αυτό διότι το μεγαλύτερο μέρος της ενίσχυσης της καταναλωτικής ζήτησης λόγω αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος θα «διαρρέει» προς το εξωτερικό με αύξηση των εισαγωγών. Θα επιδεινώσει έτσι και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, τα «δίδυμα ελλείμματα» δηλαδή.

Το παραπάνω επιχείρημα θα λειτουργήσει μόνο εάν με διαρθρωτικές αλλαγές αναδιοργανώσουμε την παραγωγική βάση της οικονομίας, ενισχύσουμε την εξωστρέφειά της και υποκαταστήσουμε τις εισαγωγές. Δηλαδή αν ‘κλείσουμε τον πάτο του βαρελιού‘ .

Συνεπώς, θα είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να εξετάσουμε τη δυνατότητα αύξησης των κατώτατων αμοιβών, αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση εργοδότες και εργαζόμενοι, σε κλαδικό ή επιχειρησιακό επίπεδο, μπορούν να αποφασίσουν όποιες αυξήσεις θέλουν αν κρίνουν ότι το επιτρέπει η παραγωγικότητα του κλάδου ή της επιχείρησης.

Τέταρτο, θα καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά κάθε μορφή παραβατικότητας στην αγορά εργασίας.

Δεν νομίζω να υπάρχει αμφιβολία ότι η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία είναι «πληγή» στο σώμα της οικονομίας.

Μειώνει τα δημόσια έσοδα, αποδυναμώνει το ασφαλιστικό σύστημα, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και, κυρίως, παραβιάζει βασικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Αποτελεί ουσιαστικά «οικονομικό και κοινωνικό έγκλημα».

Γιατί δεν μπορεί από τη μια πλευρά να αναγκαζόμαστε να περικόψουμε συντάξεις και μισθούς, προκειμένου να εξοικονομήσουμε πόρους και από την άλλη, κάποιοι να εκμεταλλεύονται τη σημερινή δύσκολη συγκυρία και να παρανομούν σε βάρος των εργαζομένων και της εθνικής οικονομίας.

Η στρατηγική μας σε αυτό το πεδίο αναπτύσσεται σε δύο, αλληλένδετους και συμπληρωματικός πυλώνες.

Ο πρώτος είναι, όπως προανέφερα, η δραστική απλοποίηση των ρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και, συνεπώς, η εξάλειψη των θεσμικών κινήτρων που ωθούν επιχειρήσεις (και εργαζόμενους) σε παραβατικές συμπεριφορές, όπως η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία.

Ο δεύτερος είναι ένα νέο μίγμα ευέλικτων, αποδοτικών και μη δαπανηρών διοικητικών ελέγχων με αιχμή το ΣΕΠΕ και τους άλλους ελεγκτικούς μηχανισμούς του Υπουργείου Εργασίας.

Στο σημείο αυτό να ανακοινώσω με μεγάλη ικανοποίηση στην Επιτροπή μας την έναρξη λειτουργίας του ηλεκτρονικού συστήματος αναγγελιών στο ΣΕΠΕ. Από τη Δευτέρα 15 Οκτωβρίου, το σύστημα λειτουργεί με επάρκεια σε όλη τη χώρα. Σε 85 τερματικά σημεία πάνω από 20.000 αναγγελίες έχουν γίνει από τους εργοδότες στην Επιθεώρηση Εργασίας. Όλες αυτές οι ενέργειες μέχρι σήμερα απαιτούσαν την αυτοπρόσωπη παρουσία στις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ.

Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε τη μεγάλη σπουδαιότητα ενός εγχειρήματος σαν κι αυτό και κυρίως τη μεγάλη εξοικονόμηση που θα φέρει στις επιχειρήσεις.

Ενεργοποιούμε άμεσα τις υπουργικές αποφάσεις για την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία και αυστηροποιούμε το πλαίσιο κυρώσεων.

Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εργοδοτών που παρανομούν συστηματικά, οι ποινές θα φτάνουν μέχρι και το κλείσιμο των επιχειρήσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ η κοινωνική συνεννόηση και η συστράτευση των παραγωγικών δυνάμεων για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά εργασίας.

Οι εφικτές λύσεις και απαντήσεις στις δύσκολες ασκήσεις που μας θέτει η πραγματικότητα δεν μπορούν να προέλθουν πλέον από «κλειστά» και μεμονωμένα πεδία αποφάσεων, ούτε μόνο από την κυβέρνηση, ούτε μόνο από τους κοινωνικούς εταίρους.

Απαιτούν τη σύναψη «Νέων Κοινωνικών Συμφωνιών», ώστε με μικρά και μεγάλα βήματα να βελτιώσουμε την ποιότητα και τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας,

να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη, να κατακτήσουμε υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής συνοχής.

Ας πάρουμε διδάγματα προσαρμοστικότητας από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Χώρες στις οποίες η κουλτούρα συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών συνομιλητών,

το υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και κοινής συναντίληψης για τα κρίσιμα διακυβεύματα,

αποδείχθηκε καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων.

Γιατί πρέπει να ξέρουμε, ότι με ή χωρίς μνημόνιο, οι προκλήσεις της αγοράς εργασίας ήταν και είναι ακόμη εδώ.

Γιατί πολύ απλά μέχρι σήμερα πληρώναμε ως χώρα το τίμημα της ατολμίας και της αδράνειας.

Και για να απαντήσουμε σε αυτές τις προκλήσεις το τελευταίο που χρειάζεται είναι η δραματοποίηση και οι υπερβολές, ο λαϊκισμός και η δημαγωγία. Γιατί σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς, ο μεγαλύτερος κίνδυνος παρακμής για κάθε οικονομία και κάθε κοινωνία, είναι η ακινησία και η στασιμότητα.

Περνώντας τον κάβο αυτό, είναι πλέον η ώρα της επανεκκίνησης της Ελλάδας. Των ποιοτικών αλλαγών που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα της εργασίας και της οικονομίας.

Στοχεύουμε στη διασφάλιση αξιοπρεπούς εργασίας για όλους και εγγυώμαστε τις συντάξεις.

Γιατί η ανταγωνιστικότητα είναι ένα στοιχείο που πρέπει να κερδηθεί μαζί με τους εργαζόμενους και όχι εναντίον τους.»

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή