«Κινητά μνημεία» χαρακτηρίστηκαν ομόφωνα από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, εκατοντάδες αντικείμενα από το κεντρικό ανάκτορο, το ιπποστάσιο και τα μαγειρεία του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου.
Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται το προικοσύμφωνο για το γάμο του Γεώργιου του Α΄ με την Όλγα, ζωγραφικά έργα των Αϊβαζόφσκι, Σόρενσεν και Βολανάκη, γλυπτά του Κόσσου, σπουδαίο αρχειακό υλικό αλλά και αντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Αυτές τις ημέρες οδεύει προς ολοκλήρωση η εκκένωση του κεντρικού ανακτόρου από αντικείμενα, για να ξεκινήσει στα τέλη του μήνα ο προγραμματισμός της μελέτης αναστήλωσής του από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεώτερων Μνημείων.
Αντικείμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον
Στο κεντρικό ανάκτορο καταγράφηκαν περίπου 5.500 αντικείμενα. Σε αυτά συγκαταλέγονται εννέα ζωγραφικά έργα, όλα ενυπόγραφα. Πρόκειται για μία θαλασσογραφία του Ρώσου Ιβάν Αϊβαζόφσκι, μία θαλασσογραφία του Δανού καλλιτέχνη και δασκάλου του Αλταμούρα, Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν, τρεις ελαιογραφίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη με θέμα τα ιστιοφόρα, μία ελαιογραφία του Επαμεινώνδα Θωμόπουλου με σκηνή από την ύπαιθρο, δύο ελαιογραφίες του Βασίλειου Γερμενή με θέμα «Αεροπλάνα» και «Σκηνή από τη Μακεδονία» και ένα έργο του ιμπρεσιονιστή Γεώργιου Κοσμαδόπουλου, που τιτλοφορείται «Εντυπώσεις από την Κέρκυρα». Στο φουαγιέ του θεάτρου της έπαυλης εντοπίστηκαν εννέα ενδυματολογικά σύνολα παραδοσιακών φορεσιών και ένα μεμονωμένο σύνολο γυναικείας φορεσιάς, που αποτελείται από 44 τεμάχια. Οι φορεσιές αποτελούνταν από ετερόκλητα τμήματα (εκτός από μία ολοκληρωμένη νυφική φορεσιά Καραγκούνας), οπότε είναι δύσκολο να εντοπιστεί η προέλευσή τους. Ωστόσο, τα τμήματά τους προέρχονται από την Αττική, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Κρήτη και τη Θάσο και χρονολογούνται ως επί το πλείστον στον 19ο αιώνα.
Στα σημαντικά ευρήματα συγκαταλέγονται και αντικείμενα μικροτεχνίας, όπως μετάλλια και κύπελλα από τη νίκη του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου σε ιστιοπλοϊκούς αγώνες του 1960, ένα όπλο σκοποβολής του χρυσού ολυμπιονίκη των αγώνων του Βερολίνου, Γιώργου Στάθη, ο οποίος το δώρισε στη βασιλική οικογένεια, μία εικόνα δώρο για το γάμο του Γεώργιου του Α΄ και της Όλγας, ένα δισκοπότηρο ρωσικής κατασκευής, χάλκινα ομοιώματα των χεριών του Παύλου και της Φρειδερίκης, ένα αντίγραφο μυκηναϊκού κυπέλλου από χρυσό 24 καρατίων και μία χρυσή θήκη για καλλυντικά πολυτελούς οίκου.
Τα αντικείμενα του ιπποστασίου και των μαγειρείων που καταγράφηκαν ανέρχονται σε 1.701, και μεταφέρθηκαν στο βουστάσιο, όπου είναι αποθηκευμένα.
Σημαντικό αρχειακό υλικό
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τρία υφασμάτινα αντικείμενα από το ανάκτορο: ένα παρασόλ από δαντέλα με βάση από καλάμι μπαμπού και λαβή από κόκαλο, ένα τμήμα από σπερβέρι (κουρτίνα που απομόνωνε το νυφικό κρεβάτι από το υπόλοιπο μέρος του δωματίου ή του σπιτιού), και ένα παραδοσιακό νυφικό σεντόνι σε λινό ύφασμα με ανατολίτικα διακοσμητικά μοτίβα.
Σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή της βασιλικής οικογένειας, αλλά και για την ιστορία της χώρας, παρέχει το αρχειακό υλικό που εντοπίστηκε στο ανάκτορο. Μεταξύ άλλων, καταγράφηκαν δύο βιβλία επισκεπτών με σημαντικές υπογραφές - όπως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του αρχιεπισκόπου Μακάριου και του Γεώργιου Ράλλη, ένα συμβόλαιο γάμου μεταξύ του Γεώργιου Α΄ και της Δούκισσας Όλγας Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας, έξι φωτογραφικά λευκώματα - με εικόνες από την κηδεία του βασιλιά Παύλου, την επίσκεψη του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στην Αίγυπτο και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Νάσερ και από τους θερινούς Ολυμπιακούς αγώνες το 1906 στην Αθήνα, καθώς και δύο ντοσιέ με έγγραφα, το ένα από τα οποία αφορά στο Κυπριακό και το δεύτερο στην ίδρυση της «Εθνικής Εταιρείας Διαφωτίσεως».
Έκθεση στο Μουσείο που προβλέπεται να δημιουργηθεί στο ανάκτορο
Τα αντικείμενα που κηρύχθηκαν «κινητά μνημεία» θα συντηρηθούν και, αφού αξιολογηθούν, θα εκτεθούν στο Μουσείο που προβλέπεται να δημιουργηθεί στο ανάκτορο. Το κτήμα Τατοΐου αγοράστηκε το 1872 από τη βασιλική οικογένεια, για να το χρησιμοποιήσει ως παραθεριστική κατοικία έως τα τέλη της δεκαετίας του ’40 και ως μόνιμη κατοικία έως το 1967, οπότε και εγκαταλείφθηκε.
Το κτήμα περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό κτιρίων, τα οποία απαρτίζουν τέσσερις ενότητες: την ανακτορική, τη διεύθυνση του κτήματος, την αγροτική και το ταφικό συγκρότημα. Τον Οκτώβριο του 2003, το κεντρικό τμήμα του κτήματος χαρακτηρίστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού ιστορικός τόπος, ενώ όλα τα κτίρια του κτήματος χαρακτηρίστηκαν μνημεία.