Εκκληση να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις τους απηύθυναν στους δικαστικούς τόσο ο υπουργός Δικαιοσύνης, όσο και ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τις ομιλίες τους σε ημερίδα για τα 50 χρόνια λειτουργίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων στο Μέγαρο Μουσικής.
«Χάσαμε, αλλά δεν πρέπει να χαθούμε», ανέφερε χαρακτηριστικά απευθυνόμενος στους δικαστές ο κ. Ρουπακιώτης και τους κάλεσε να στηρίξουν τους θεσμούς. «Παρά την πίκρα σας, γνωρίζετε ότι κέντρο των θεσμών, κέντρο της προστασίας σας είναι ο πολίτης», υπογράμμισε ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Το γεγονός ότι ο δικαστής αδικείται από την Πολιτεία, δεν τον νομιμοποιεί να εγκαταλείψει την προστασία άλλων αδικούμενων συμπολιτών του, τόνισε από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΣτΕ Κωνσταντίνος Μενουδάκος.
Αντώνης Ρουπακιώτης: Δίκαια τα παράπονα, αλλά ...
Χαρακτηρίζοντας δίκαια τα παράπονα των δικαστών για τις τελευταίες περικοπές στον κλάδο, ο υπουργός Δικαιοσύνης τόνισε ότι παρ' όλα αυτά, είναι υποχρεωμένοι να στηρίξουν τους θεσμούς, «γιατί κοινωνία χωρίς θεσμούς δεν έχει μέλλον».
«Περνάμε πολύ δύσκολες ημέρες. Χάσαμε, αλλά δεν πρέπει να χαθούμε. Λίγοι ή πολλοί έφταιξαν πολύ και οδήγησαν την κοινωνία σε μεγάλη κρίση οικονομική, δημοσιονομική, πολιτισμική και ιδεολογική, με βαριές συνέπειες στη λειτουργία του πολιτεύματος. Αναδείχθηκαν δυνάμεις επικίνδυνες για τη δημοκρατία. Δεν αναφέρομαι μόνον σε έναν πολιτικό σχηματισμό, αλλά στο ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς. Κοινωνία χωρίς θεσμούς δεν έχει μέλλον. Δική μας και δική σας υποχρέωση, να στηρίξετε με αξιοπιστία τους θεσμούς, στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές», ανέφερε κατά την ομιλία του ο κ. Ρουπακιώτης και συνεχίζοντας την έκκλησή του προς τους δικαστικούς, πρόσθεσε:
«Ας αφήσουμε, για σήμερα, να κατακάτσει η πίκρα και να αναδειχθεί η αισιοδοξία. Πρέπει όλοι να στηρίξουμε τους θεσμούς, να αναδείξουμε την αξιοπιστία που αναμένουν οι πολίτες για να έχουμε την προσδοκία ότι, από αυτή την τελευταία προσπάθεια, θα βγούμε από το τούνελ. Παρά την πίκρα σας, γνωρίζετε ότι κέντρο των θεσμών, κέντρο της προστασίας σας είναι ο πολίτης».
Κων/νος Μενουδάκος: Δεν υπάρχει νομιμοποίηση για τις κινητοποιήσεις
Επικριτικός για τις συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις των δικαστικών, εμφανίστηκε στην ομιλία του ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνος Μενουδάκος, λέγοντας πως «μια τέτοια στάση αλλοιώνει ή και ευτελίζει την έννοια της απεργίας, ως μορφή αγώνα των εργαζομένων για την προάσπιση ή τη διεκδίκηση δικαιωμάτων».
Η κατάσταση που αντιμετωπίζουν με «μείωση των οικονομικών απολαβών τους και με κατάργηση δικαιωμάτων που τα θεωρούσαν οριστικά κεκτημένα ... δεν δικαιολογεί την παραίτηση των δικαστών από την άσκηση του έργου τους, που είναι η προάσπιση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των διοικουμένων και του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας», εκτίμησε ο κ. Μενουδάκος, υπογραμμίζοντας πως το γεγονός ότι ο δικαστής αδικείται από την Πολιτεία, «δεν τον νομιμοποιεί να εγκαταλείψει την προστασία άλλων αδικούμενων συμπολιτών του».
Κατά συνέπεια, κατέληξε ο πρόεδρος του ΣτΕ «γεννάται προβληματισμός για τη νομιμοποίηση της αποχής από το καθήκον απόδοσης Δικαιοσύνης» και «δεν φαίνεται να έχει δικαιοπολιτική δικαίωση η άρνηση άσκησης του έργου των δικαστών», οι οποίοι, όπως είπε «άμεσα είναι όργανα του κράτους και συνεπώς τμήμα του σκληρού πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ιδιότητα, την οποία δικαίως υπερασπιζόμαστε και την οποία άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε».
Γιώργος Φαλτσέτος: Περιορίζεται η ανεξαρτησία του δικαστή
Με το τρίτο μνημόνιο «επιχειρείται η απαξίωση και χειραγώγηση της Δικαιοσύνης», παρατήρησε από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Γεώργιος Φαλτσέτος και σημείωσε ότι με ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών «λεηλατήθηκαν σε ποσοστό μέχρι και 30%, πέραν των μειώσεων που είχαν υποστεί έως τώρα σε ποσοστό 38%, δηλαδή τις μέγιστες μειώσεις από τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα».
Με τον τρόπο αυτό, πρόσθεσε, στη Δικαιοσύνη «επιφυλάσσεται ένας ρόλος δημοσιοϋπαλληλικός και διεκπεραιωτικός, καθόσον με χιλιάδες συσσωρευμένες υποθέσεις στα ράφια των δικαστηρίων, η Δικαιοσύνη όχι μόνο αδυνατεί να επιτελέσει την ύψιστη κατά τον Αριστοτέλη πραγμάτωσή της, αλλά ούτε το βασικό καθήκον της ταχείας επίλυσης των διαφορών».
«Η ανεξαρτησία του δικαστή περιορίζεται δραματικά, αφού», όπως είπε ο κ. Φαλτσέτος, «από δικαιοκρίτης, επιχειρείται να μετατραπεί σε αλλοτριωμένο γραφειοκράτη, κάτω από το βάρος της αυξανόμενης εντατικοποίησης της εργασίας και της συνεχούς μισθολογικής του υποβάθμισης».