Τον Αύγουστο του 2004, καμικάζι επιβιβάστηκαν σε δύο αεροπλάνα που αναχωρούσαν από το Ντομοντέντοβο. Τα αεροπλάνα εξερράγησαν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δεκάδες επιβάτες. Λίγες ημέρες αργότερα, την ευθύνη ανέλαβαν οι Ταξιαρχίες του Ισλαμπούλι.
Οι υποψίες, όμως, στράφηκαν στον υπ' αριθμόν «ένα» τρομοκράτη που αναζητούσε η Ρωσία, τον Σαμίλ Μπασάγιεφ, και σε οργανώσεις που συνδέονταν με τον βόρειο Καύκασο. Ύστερα από μερικούς μήνες, ο Μπασάγιεφ ανέλαβε πράγματι την ευθύνη για τις επιθέσεις, εντάσσοντάς τις σε ένα κύμα μαζικής τρομοκρατίας εναντίον συμβόλων της ρωσικής εξουσίας.
Μετά τα γεγονότα του 2004 και την αιματηρή κατάληξη της πολιορκίας του σχολείου στο Μπεσλάν, οι ρωσικές αρχές με την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας άρχισαν να λαμβάνουν νέα μέτρα ασφαλείας για την αντιμετώπιση της απειλής που εκπροσωπούσαν οι καμικάζι. Την ίδια ώρα, στον βόρειο Καύκασο, οι υποστηριζόμενες από τη Ρωσία τσετσενικές αρχές συνέχισαν τον δικό τους πόλεμο. Το 2006, οι διάφορες αντάρτικες ομάδες είχαν υποχρεωθεί σε αναδίπλωση. Και ήταν γενική η πεποίθηση ότι οι επιθέσεις αυτοκτονίας έβλαπταν αντί να βοηθούν τον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Η βία όμως συνεχίστηκε. Η αύξηση της φτώχειας στην περιοχή, σε συνδυασμό με τη σκληρή πολιτική των υποστηριζόμενων από τη Μόσχα κυβερνήσεων στην Τσετσενία και την Ινγκουσετία, απέτρεψαν την εκτόνωση της έντασης.
Το 2008, οι αντάρτικες οργανώσεις ανασυγκροτήθηκαν με στόχο την εγκαθίδρυση ενός χαλιφάτου σε όλο τον βόρειο Καύκασο. Και στα τέλη του χρόνου, ο αρχηγός του κινήματος Ντόκου Ουμάροφ έκανε δηλώσεις με τις οποίες «νομιμοποιούσε» τις επιθέσεις αυτοκτονίας ως εργαλεία του πολέμου. Λίγο αργότερα, ομάδες πιστές στον Ουμάροφ ξεκίνησαν τέτοιες επιθέσεις στην Ινγκουσετία και το Νταγκεστάν. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν το 2009 και το 2010, όταν ο θάνατος δύο ηγετών των ανταρτών στο Νταγκεστάν έδωσε την αφορμή να ξεκινήσουν μαζικές επιθέσεις εναντίον στόχων στη Μόσχα. Από τις εκρήξεις στο μετρό τον περασμένο Μάρτιο σκοτώθηκαν 40 άνθρωποι.
Αν για τη χθεσινή επίθεση στο αεροδρόμιο ευθύνονται ομάδες που συνδέονται με τον βόρειο Καύκασο, γράφει στην «Guardian» ο καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ Σίρουιν Μουρ, μια στρατιωτική απάντηση δεν θα είναι αρκετή. Η Μόσχα πρέπει να δείξει ότι είναι σε θέση να χειριστεί τέτοια σοβαρά ζητήματα με πολιτικά μέσα.
Η χρήση ωμής βίας και η περιφρόνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν μερική μόνο επιτυχία. Ενώ η Τσετσενία επέστρεψε σε σχετική σταθερότητα υπό την ηγεσία του προέδρου Καντίροφ, ενός πρώην αρχηγού των ανταρτών που έγινε άνθρωπος του Κρεμλίνου, η βία μεταδόθηκε σε άλλες μουσουλμανικές δημοκρατίες, όπως το Νταγκεστάν και η Ινγκουσετία.
Πηγές: The Guardian, ΑΠΕ-ΜΠΕ