«Οσο το Πάσχα αν είναι έτσι τερπνό·/όσο αν φυσάει τέτοιο γλυκόπνοο πνεύμα·/όσο αν λουλούδια η γης ξαναφορτώθη·/όσο πουλιά κι απόψε αν ξαγρυπνούνε·/όσο αν βουίζει αγάπη το τραπέζι μας [...], Αρχιερείς και Φαρισαίοι εξακολουθούν να υποδύονται επάξια τους ρόλους τους και να νίβουν τα χέρια τους σαν Πιλάτος εμπρός στο κατάντημα. Ο όχλος συμβιβάζεται με την ευκολία να σταυρώνει, όσους πριν είχε αποθεώσει με Ωσαννά.
Ο Πέτρος, μεταμεληθείς, πάντα θα κλαίει, κυνηγημένος από τις τύψεις για τους Σωτήρες που απαρνιέται, πριν αλέκτωρ φωνήσει. Οι προδοσίες μπορεί να μην συντελούνται πλέον μ' ένα φιλί, αλλά με το πέρασμα του χρόνου απενοχοποιούνται. Ο,τι μπορείς να φανταστείς έχει ήδη συμβεί. «Ρήμαξαν όλα, και καρδιά και νους και πόθοι ένας δεν είναι - πλήθος είναι που εσταυρώθη/Μας παίδεψαν... σχήματα κι άπονοι αριθμοί».
Ο Θωμάς δεν πείθεται πια. Ο αγαπημένος, μειλίχιος Ιωάννης κουράστηκε. Ψίθυροι απελπισίας κάτω από το Σταυρό. Λοιδορίες, «χολή και όξος». Η ελπίδα τραβά το Γολγοθά της, αλλά «ζωή πολιτεύεται». Παρά την οικονομική δυσπραγία, πάνω από την ύφεση, πέρα από το αβέβαιο παρόν, το πένθος υπακούει σ' ένα τυπικό, μιαν ιεροτελεστία. Συνυπάρχει εκστατικά με τη χαρά.
Στο ρωμέικο Πάσχα, που «προσκαλεί πάντας, παρόντας και απόντας, νηστεύσαντας και μη νηστεύσαντας, πιστούς και απίστους». Στο Πάσχα των Ελλήνων, με την ιλαρή οικειότητα, την επιστροφή στο χωριό, τη μυσταγωγία χρωμάτων και οσμών. Εαρινή συμφωνία, έστω κι αν είναι «έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο». «Στρώνεται πάλι της χαράς το τραπέζι/στρώνεται με λινά· η πνευματικότητα...».
Μας ιστορεί ακόμη ο Παπατσώνης, ο Ρίτσος, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, όπως τον μπαρμπα-Πύπη, όστις τα «πατερμά του ήξευρε ρωμέικα» και τάμα είχε να πηγαίνει πεζός ώς τον Πειραιά να αναστήσει. Τάμα έχουμε να γιορτάζουμε Πάσχα Ελλήνων, «ωραίοι σαν το θαύμα του Ευαγγελίου. Σα μια κραυγή χαράς».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑΚΗ - [email protected]