Λένε συνήθως ότι οι δικτάτορες είναι μόνοι. Αυτό δεν συμβαίνει όμως με τον πρόεδρο της Συρίας. Η οικογένεια του Μπασάρ αλ Άσαντ φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκε τη λαϊκή εξέγερση και τον κίνδυνο πτώσης του καθεστώτος για να αναλάβει έκτακτες εξουσίες και να μετατρέψει την προεδρία σε μια συλλογική υπόθεση.
Ο πολυεκατομμυριούχος Ραμί Μαχλούφ, εξάδελφος του Μπασάρ, λέει ότι οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται «από κοινού» και ότι η οικογένεια είναι αποφασισμένη να παλέψει μέχρι το τέλος.
Αμερικανοί διπλωμάτες συνήθιζαν να συγκρίνουν τον Χάφεζ ελ Ασαντ, που κυβέρνησε τη Συρία από το 1971 μέχρι το θάνατό του, το 2000, με το «Νονό». Κι αυτό επειδή, αντίθετα με τον Σαντάμ Χουσέιν, ο Άσαντ δεν σκότωνε με ωμό τρόπο. Και στα πολιτικά του εγκλήματα δεν υπήρχε προσωπική, αλλά μόνο επιχειρηματική διάσταση.
Μια ανάλογη σύγκριση κάνει σήμερα ο Φλιντ Λέβερετ, άλλοτε ηγετικό στέλεχος της CIA και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που ειδικεύτηκε στη Συρία και εγκατέλειψε την κυβέρνηση το 2003 λόγω διαφωνιών με τον υιό Μπους. Oπως και στην περίπτωση των Κορλεόνε, λέει, ο θάνατος του πατριάρχη και του πρωτότοκου γιου άφησαν το καθεστώς στα χέρια ενός γιου που ήταν καταδικασμένος να ζει στο περιθώριο των όπλων. Ο γιος αυτός προσπάθησε να μετασχηματίσει το καθεστώς-επιχείρηση, για να το κάνει νόμιμο και βιώσιμο. Οι εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις, όμως, έκαναν τον γιο πιο βίαιο και σκληρό ακόμη κι από τον πατέρα.
Ο Μπασάρ ανέλαβε την εξουσία μόνο και μόνο επειδή ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Μπασίλ, σκοτώθηκε σε τροχαίο και ο μικρότερος αδελφός του, ο Μάχερ, αποκλείστηκε λόγω του βίαιου και ασταθούς χαρακτήρα του. Παραμένει όμως αμφίβολο αν ο Μπασάρ ανέλαβε πραγματικά την εξουσία. Δεν έχει εμφανιστεί δημοσίως από τις 30 Μαρτίου, όταν εκφώνησε λόγο στην Εθνοσυνέλευση. Αυτοί που εμφανίζονται στον Τύπο για να υπερασπιστούν την οικογένεια είναι τα μέλη της οικογένειας. Η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι η σύζυγος και τα παιδιά του προέδρου έχουν καταφύγει στη Βρετανία ενίσχυσε τις αμφιβολίες για την τύχη του Άσαντ.
Από την αρχή της θητείας του, ο Μπασάρ επαναλάμβανε (σε ιδιωτικές συζητήσεις) ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που υπόσχεται, λόγω των πιέσεων της «παλιάς φρουράς».
Η «παλιά φρουρά», όμως, δεν υπάρχει. Ο Χάφεζ αλ Ασαντ φρόντισε να την εξουδετερώσει πριν πεθάνει. Έστειλε τον αδελφό του εξόριστο στην Ισπανία και τοποθέτησε στην ηγεσία των μυστικών υπηρεσιών ανθρώπους από τη γενιά του Μπασάρ. Ο τελευταίος έστειλε το 2005 στην εξορία και τον αντιπρόεδρο Άμπντουλ Χαντάμ, τελευταίο «βετεράνο» του πραξικοπήματος του 1970.
Η σημερινή ελίτ δεν είναι η «παλιά φρουρά», αλλά τα παιδιά της, και διατηρεί στενούς δεσμούς με την προεδρική οικογένεια. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν πλουτίσει χάρις στη διαφθορά, αλλά δεν έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα και θα μπορούσαν να συμφωνήσουν με κάποια ανοίγματα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με τον Φίρας Τλας, πρόεδρο του Ομίλου MAS ("Στο Όνομα της Συρίας"), γιο του πρώην υπουργού Αμύνης Μουσταφά Τλας και νυν αποκλειστικό προμηθευτή του στρατού με προϊόντα κρέατος. Τα περισσότερα μέλη όμως αυτής της ελίτ απορρίπτουν οποιαδήποτε πραγματική μεταρρύθμιση γιατί θα τους έστελνε είτε στη φυλακή είτε στην κρεμάλα. Όπως λέει ο Ραμί Μαχλούφ, «αν πέσει ένας, θα πέσουμε όλοι».
Ο ηλικίας 41 ετών Μαχλούφ είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των «παιδιών της εξουσίας», όπως είναι γνωστή αυτή η ελίτ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», τόνισε ότι τις μεγάλες αποφάσεις, όπως το να πνιγεί στο αίμα η εξέγερση, δεν τις παίρνει ο πρόεδρος, αλλά ολόκληρη η οικογένεια.
Ο Χάφεζ ελ Ασαντ παντρεύτηκε την Ανίσα Μαχλούφ και από τότε η οικογένεια της πρώτης κυρίας απέκτησε τεράστια εξουσία. Απόδειξη, ο Μαχλούφ, που ελέγχει μέσω της Syriatel το μονοπώλιο των τηλεπικοινωνιών. Ο αδελφός του, ο Χάφεζ, είναι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών στη Δαμασκό. Οι Μαχλούφ είναι επίσης ο σύνδεσμος ανάμεσα σε δύο μέλη της οικογένειας που δεν έχουν καλές σχέσεις: τον Μάχερ ελ Ασαντ, επικεφαλής της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς, και τον Άσεφ Σαουκάτ, που έχει παντρευτεί την Μπούσρα αλ Άσαντ -αδελφή του προέδρου- και είναι ουσιαστικά ο αρχηγός του στρατού.
Πηγή: El Pais, AΠΕ-ΜΠΕ