Ναμπούκο στο Ηρώδειο

Δευτέρα, 11 Ιουλίου 2011 10:54
UPD:03/12/2012 13:44
A- A A+

Ο Ναμπούκο, η δημοφιλής όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, παρουσιάζεται από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού για τέσσερις παραστάσεις στις 26, 27, 28, 29 Ιουλίου υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Ηλία Βουδούρη και σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη.

Ο Ναβουχονόδωρ ή Ναμπούκο, όπως καθιερώθηκε μετά από παράσταση στην Κέρκυρα το 1844, αποτελείται από τέσσερα μέρη. Το ποιητικό κείμενο είναι του Τεμίστοκλε Σολέρα και βασίζεται στο θεατρικό Ναβουχοδονόσωρ των Ωγκύστ Ανισέ-Μπουρζουά και Φρανσίς Κορνύ(1836) όπως επίσης στο σενάριο ενός ομώνυμου μπαλέτου σε χορογραφία του Αντόνιο Κορτέζι (1838). Η υπόθεση αφορά στην αιχμαλωσία των Εβραίων από τον βασιλιά της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορα. Όταν στην αλαζονεία του εκείνος ζητά απ’ όλους να τον υμνούν ως θεό, τον πλήττει κεραυνός. Στρεφόμενος προς τον Ιεχωβά βρίσκει πάλι τα λογικά του, απελευθερώνει τους Εβραίους και συναινεί στην σχέση της πραγματικής κόρης του, της Φενένας, με τον Ισμαήλ, ανιψιό του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Στον Ιεχωβά στρέφεται στο τέλος και η Αμπιγκαΐλλε, που σφετερίστηκε την εξουσία του.

Ο Ναμπούκο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Σκάλα του Μιλάνου στις 9 Μαρτίου 1842. Το ελληνικό κοινό άκουσε την όπερα για πρώτη φορά στην Κέρκυρα, στο περίφημο θέατρο Σαντζάκομο (του Αγ. Ιακώβου) στις 28 Σεπτεμβρίου 1844. Σε εκείνες τις παραστάσεις η όπερα μετονομάστηκε από Ναβουχοδονόσορ σε Ναμπούκο. Στην Αθήνα αναφέρεται παράσταση από ιταλικό θίασο στις 22 Φεβρουαρίου 1851. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η όπερα μπήκε στις 25 Ιουνίου 1959.

Η ιστορία της σύνθεσης της όπερας

Η ευρύτερα διαδεδομένη εκδοχή σχετικά με την σύνθεση του Ναμπούκο αναφέρει ότι στα τέλη του 1839 ο Βέρντι υπέφερε από κατάθλιψη βαριάς μορφής. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχε χάσει την κόρη του Βιργινία (1838), τον γιο του Ιτσίλιο (1839) και την νεαρή γυναίκα του Μαργαρίτα (1840). Η πρώτη του όπερα Ομπέρτο κόμης του Αγ. Βονιφατίου (1839) σημείωσε μέτρια επιτυχία ενώ η δεύτερη, Μία ημέρα Βασιλείας (1840), μία κωμωδία, αποδοκιμάστηκε από το κοινό της Σκάλας του Μιλάνου με τον εντονότερο τρόπο. Ο συνθέτης είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη σύνθεση.

Την ίδια εποχή ο Μπαρτολομέο Μερέλλι, ιμπρεσάριος της Σκάλας του Μιλάνου, είχε στα χέρια του ποιητικό κείμενο με θέμα τη βιβλική οργή του Ναβουχοδονόσορα, βασιλιά της Βαβυλώνας. Κατέβαλλε πολλές άκαρπες προσπάθειες να εντοπίσει τον συνθέτη που θα αναλάμβανε να συνθέσει μία όπερα που θα βασιζόταν στο συγκεκριμένο κείμενο. Αισίως, το κείμενο έφτασε και στα χέρια του Βέρντι. Σε απόσπασμα επιστολής του Βέρντι προς τον εκδότη του Τζούλιο Ρικόρντι το 1879, ο συνθέτης περιγράφει τα ακόλουθα: «Ήταν φθινόπωρο του 1841. Επιστρέφοντας, ένοιωθα μία απροσδιόριστη δυσφορία, μία βαθιά θλίψη, ένα πόνο στην καρδιά μου! Έφτασα σπίτι, πέταξα το χειρόγραφο με μία βίαιη κίνηση στο τραπέζι και στάθηκα μπροστά του. Όπως έπεσε στο τραπέζι άνοιξε τυχαία σε κάποια σελίδα και τα μάτια μου καρφώθηκαν στην φράση «Σκέψη, πέτα πάνω σε χρυσαφένια φτερά». Εξακολούθησα να διαβάζω με συγκίνηση, πολύ περισσότερο που το κείμενο αποτελούσε παράφραση της Βίβλου, που με συντρόφευε συχνά. Διάβασα ένα πρώτο απόσπασμα και αμέσως ένα δεύτερο. Ωστόσο, σταθερός στην απόφασή μου να μην συνθέσω άλλη όπερα, το έκλεισα και έπεσα για ύπνο! Όμως ο Ναμπούκο γύριζε μεσ' το κεφάλι μου! Δε μπορούσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα και το διάβασα όχι μία αλλά δύο ή τρεις φορές, έτσι ώστε το πρωί ήξερα σχεδόν απέξω το ποιητικό κείμενο του Σολέρα».

Αυτή η εκδοχή της ιστορίας της σύνθεση του Ναμπούκο παραμένει μέχρι σήμερα η πιο διαδεδομένη.

Πλησιέστερη όμως στην πραγματικότητα μοιάζει η εκδοχή που αναφέρεται στο βιβλίο Volere è Potere (Όποιος θέλει, μπορεί) του Μικέλε Λεσσόνα. Σύμφωνα με αυτήν «Ο νεαρός συνθέτης επέστρεψε με το ποιητικό κείμενο στο σπίτι, το πέταξε σε μια γωνιά χωρίς να του ρίξει ούτε ματιά και για τους επόμενους πέντε μήνες διάβαζε φτηνά μυθιστορήματα. Ένα πρωί στα τέλη Μαΐου,ξαναδιάβασε διαγώνια την τελευταία σκηνή, εκείνη του θανάτου της Αμπιγκαΐλλε (που αργότερα αφαιρέθηκε), κάθισε σχεδόν μηχανικά στο πιάνο και συνέθεσε την μουσική για την σκηνή αυτή. Μέσα σε τρεις μήνες η σύνθεση του Ναμπούκο είχε ολοκληρωθεί και ήταν από κάθε άποψη έτσι όπως την γνωρίζουμε σήμερα».

Η επιτυχία

Η επιτυχία του Ναμπούκο όταν παρουσιάστηκε στην Ιταλία ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Το κοινό χειροκροτούσε με ενθουσιασμό μετά από κάθε σκηνή και ζήτησε επίμονα να ξανακουστεί το περίφημο τελικό χορωδιακό «Μεγαλοδύναμε Ιεχωβά», παρά την αυστριακή νομοθεσία που απαγόρευε τέτοιου είδους επαναλήψεις, αφού συχνά από αυτές ξεκινούσαν ταραχές. Παρά τον μύθο που ακολουθεί τη συγκεκριμένη όπερα, στην πραγματικότητα ο Ναμπούκο δεν συνάντησε προβλήματα με την λογοκρισία: όχι μόνον δεν απαγορεύτηκε, αλλά θριάμβευε ανενόχλητα στις περισσότερες ιταλικές πόλεις και έφθασε σχεδόν αμέσως στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, την Βιέννη, το Λονδίνο και το Παρίσι. Ανάμεσα στο 1842 και το 1861 μονάχα στη Σκάλα του Μιλάνου η όπερα συμπλήρωσε 121 παραστάσεις.

Το χορωδιακό των υπόδουλων Εβραίων του Ναμπούκο έγινε διάσημο αρκετά αργότερα, οπότε πήρε θέση εθνικού ύμνου.

Συντελεστές

Μουσική διεύθυνση Ηλίας Βουδούρης

Σκηνοθεσία Βασίλης Νικολαΐδης

Σκηνικά - κοστούμια Γιάννης Μετζικώφ

Φωτισμοί Ελευθερία Ντεκώ

Κινησιολογία Θεμιστοκλής Παυλής

Διεύθυνση χορωδίας Νίκος Βασιλείου

Ναμπούκο Δημήτρης Πλατανιάς (26, 28/7), Αλεξάντρου Αγκάκε (27, 29/7)

Αμπιγκαΐλλε Αμαρίλλι Νίτσα (26, 28 /7), Άντα Λουΐζ Μπόγκτζα (27, 29/7)

Ζαχαρίας Παάτα Μπουρτζουλάτζε (26, 28 , 29/7), Λουίζ – Οττάβιο Φαρία (27/7)

Φενένα Χαρίκλεια Μαυροπούλου (26 ,27, 28, 29/7)

Ισμαήλ Αντώνης Κορωναίος (26, 27, 28, 29/7)

Αρχιερέας του Βάαλ Δημήτρης Κασιούμης (26, 28/7), Κωνσταντίνος Σφυρής 27, 29/7)

Αμπντάλλο Δημήτρης Σιγαλός (26, 27, 28, 29/7)

Αννα Γεωργία Ηλιοπούλου (26, 28, 29/7), Aντωνία Καλογήρου (27/7)

Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Πληροφορίες

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

Παραστάσεις στις 26, 27, 28, 29 Ιουλίου 2011

Έναρξη 21.00

Προτεινόμενα για εσάς