Το μέλλον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην E.E.

Κυριακή, 24 Ιανουαρίου 2010 13:20
UPD:13:27
A- A A+

Η μακρά διαδρομή της σύμπραξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ευρωπαϊκή Ένωση μαρτυρεί ότι η κρίση της ελληνικής γεωργίας οφείλεται στη συγκυριακή, ως επί το πλείστον, αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, αντί της καταπολέμησης των διαρθρωτικών αιτίων.

Το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο της «Ελλάδος της υπαίθρου» σχετίζεται με πολιτικά ελλείμματα τόσο σε επίπεδο μικρο- όσο και σε επίπεδο μακρο-διαχείρισης.

Το ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισης της αγροτικής πολιτικής υπήρξε, ως γνωστόν, η μετατόπιση από τη στήριξη της παραγωγής στη στήριξη του παραγωγού.

Η μικρο-διαχείριση αφορά, κυρίως, στο εθνικό επίπεδο δράσης. Η μακρο-διαχείριση αφορά στο συνολικό ευρωπαϊκό επίπεδο δράσης. Μικρο- και μακρο-διαχείριση συνδέονται μεταξύ τους και αποτελούν ένα ενιαίο όλο.

Η σημερινή Κοινή Αγροτική Πολιτική έχει μετασχηματισθεί σε μία πολυλειτουργική δημόσια πολιτική, η οποία καλείται να υποστηρίζει την προσανατολισμένη στην αγορά αγροτική πολιτική, να συμβάλει στη βιωσιμότητα και την ευρωστία του υπαίθρου χώρου, καθώς και στην περιβαλλοντικά αειφόρο παραγωγή και διαχείριση των γαιών.

Το ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισης της αγροτικής πολιτικής υπήρξε, ως γνωστόν, η μετατόπιση από τη στήριξη της παραγωγής στη στήριξη του παραγωγού.

Σημειωτέον ότι με όρους Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, οι αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις θεωρούνται μη-στρεβλωτικές του εμπορίου («πράσινο κυτίο»). Γεγονός είναι, όμως, ότι το εισόδημα των γεωργών υπολείπεται του μέσου εισοδήματος σε άλλους τομείς της οικονομίας.

Ως ποσοστό του Κοινοτικού Προϋπολογισμού, οι δαπάνες της ΚΑΠ μειώθηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια από το 75% στο 44%.

Λόγω της διεύρυνσης της Ε.Ε. με νέα κράτη μέλη και του συνακόλουθου διπλασιασμού του αριθμού των γεωργών, ο κοινοτικός προϋπολογισμός ανά αγρότη είναι σήμερα χαμηλότερος σε σχέση με το παρελθόν. Πριν το 1992 περισσότερο από το 90% όλων των ευρωπαϊκών αγροτικών δαπανών κατευθυνόταν στη στήριξη των αγορών, περιλαμβανομένων των εξαγωγικών επιδοτήσεων.

Ως συνέπεια της αναθεώρησης του 2003 το ποσοστό αυτό μειώθηκε το 2008 στο 10% των δαπανών της ΚΑΠ. Οι πόροι για την περίοδο 2010-2013, κατ' εφαρμογήν της συμφωνίας του «Διαγνωστικού Ελέγχου», θα κατευθυνθούν περίπου κατά 69% στη στήριξη των παραγωγών (άμεσες ενισχύσεις), 7% σε μέτρα στήριξης της αγοράς και 24% στην Ανάπτυξη της Υπαίθρου.

Το επιχείρημα που προβάλλουν οι επικριτές της ΚΑΠ, περί δήθεν υπεραναλογικής δέσμευσης κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού υπέρ της γεωργίας είναι παραπλανητικό.

Παραβλέπει ότι οι πόροι εξυπηρετούν πολλαπλούς στόχους και πολιτικές. ¶λλωστε, εάν ληφθεί υπόψη ένας άλλος δείκτης, δηλαδή το μερίδιο της γεωργικής πολιτικής στο ΑΕΠ της ΕΕ, τότε διαπιστώνεται ότι οι γεωργικές δαπάνες ανέρχονται σε λιγότερο από 0,5% του ΑΕΠ και, ακόμη και αν συνυπολογισθεί η συγχρηματοδότηση των κρατών μελών, το ποσοστό δεν υπερβαίνει το 1% των συνολικών δημοσίων δαπανών της ΕΕ.

Κατά την αξιολόγηση των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο γεωργικός τομέας συμβάλλει κατά 1,2% στο ΑΕγχΠ της ΕΕ, απασχολεί άμεσα το 5,6% του εργατικού δυναμικού, ενώ έμμεσα στηρίζει τριπλάσιο αριθμό εργαζομένων και συνεισφέρει στην παραγωγή δημοσίων αγαθών.

Το μέλλον της ευρωπαϊκής γεωργίας, συνεπώς και της ελληνικής, αρχίζει εκ νέου να διεκδικεί υψηλή θέση στην ατζέντα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η ατζέντα αυτή κωδικοποιείται ως «ΚΑΠ μετά το 2013».

Η μελλοντική ΚΑΠ πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο ενός εις βάθος διαλόγου και «εκ των άνω προς τα κάτω» (πολιτικό σύστημα) και «εκ των κάτω προς τα άνω» (αντιπροσωπευτικοί φορείς των αγροτών) στη χώρα μας.

Ως εθνικό σύστημα δράσης οφείλουμε έγκαιρα να διαμορφώσουμε και να κωδικοποιήσουμε το εθνικό διαπραγματευτικό πλαίσιο και τις ελληνικές προτεραιότητες, ώστε να τις εντάξουμε αποτελεσματικά στην ευρωπαϊκή συνθετική διαδικασία.

Το ελληνικό διαπραγματευτικό πλαίσιο οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να εκκινεί από τις ακόλουθες παραδοχές:

1. Η ευρωπαϊκή Αγροτική Πολιτική είναι πολιτική του παρόντος και του μέλλοντος με προφανή και αδιαμφισβήτητη προστιθέμενη αξία.

2. Η Αγροτική Πολιτική στην ΕΕ πρέπει να παραμείνει Κοινή. Ολική ή μερική επανεθνικοποίηση πρέπει να αποτραπεί.

3. Ο γεωργικός τομέας συμβάλλει στην παραγωγή δημοσίων αγαθών υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Απαιτείται εις αντάλλαγμα επαρκής δημόσια (ευρωπαϊκή) χρηματοδοτική στήριξη.

4. Η απόφαση ως προς το πρότυπο της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής και τους στόχους που αυτό θα υπηρετεί, πρέπει να προηγηθεί εκείνης των αναγκαίων δημοσιονομικών πόρων.

5. Ο γεωργικός τομέας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του (ευμετάβλητο τιμών, καιρικά φαινόμενα κ.ά.) αλλά και της σπουδαιότητάς του (διατροφική επάρκεια, ασφάλεια και ποιότητα) δεν μπορεί να αφεθεί πλήρως στους κανόνες της αγοράς.

6. Οι άμεσες ενισχύσεις στους ευρωπαίους γεωργούς πρέπει να διατηρηθούν (σε αντίθεση με τη θέση ορισμένων κρατών μελών που τάσσονται κατά της άμεσης εισοδηματικής στήριξης και ζητούν κατεύθυνση των πόρων μόνο στον β' πυλώνα).

Το ερώτημα της δίκαιης κατανομή ενισχύσεων -σε ποιους δηλαδή θα κατευθύνονται οι ενισχύσεις (στους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες) και με ποιο μοντέλο κατανομής (ιστορικό ή περιφερειακό)- παραμένει κρίσιμο.

7. Στις τρέχουσες γεωργικές διαπραγματεύσεις υπό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, η Κομισιόν δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αναλάβει διεθνείς υποχρεώσεις, οι οποίες θα βαίνουν πέραν της ήδη ριζικά μεταρρυθμισθείσας ΚΑΠ, προκαταλαμβάνοντας, με τον τρόπο αυτό, τη μελλοντική κατεύθυνση της ΚΑΠ.

Η απόφαση αυτή είναι εσωτερική υπόθεση της ΕΕ. Θα αποτελέσει αντικείμενο συν-απόφασης του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

8. Απαιτούνται στοχευμένες δράσεις και στήριξη στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές επί τη βάσει της αρχής της υπεραναλογικότητας. Η άμβλυνση των χωρικών, διαρθρωτικών και δημογραφικών προβλημάτων του ορεινού και νησιωτικού χώρου αποτελούν πρόκληση αποτελεσματικής πολιτικής διαχείρισης.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι μειονεκτούσες περιοχές δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με την πολιτική προσέγγιση του μέρους -άρα και του μεριδίου- ενός ενιαίου όλου.

9. Αναγκαία κρίνεται η προσαρμογή στα σήματα των νέων προκλήσεων, δηλαδή στις τάσεις για μία νέου τύπου βιώσιμη και ανταγωνιστική γεωργία.

Προτεραιότητα διεκδικούν η υιοθέτηση καινοτόμων πρακτικών, η εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, καθώς και η αξιοποίηση, στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του ευρωπαϊκού γεωργικού τομέα, ήτοι η παραγωγή προϊόντων υψηλής ασφάλειας και ποιότητας.

10. Ζητούμενο είναι η ριζική αναρρύθμιση του πλαισίου των συνεταιριστικών οργανώσεων και η ενίσχυση του ρόλου τους.

11. Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τον εξορθολογισμό της αγοράς, την παρακολούθηση της διαφάνειας της εφοδιαστικής αλυσίδας και τη μείωση της ψαλίδας μεταξύ τιμών παραγωγού και τιμών καταναλωτή.

Ο αγροτικός τομέας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του οικονομικού και κοινωνικού ιστού της ελληνικής υπαίθρου. Αναπτύσσοντας την ελληνική ύπαιθρο, ανεβαίνει η περιφερειακή ταχύτητα της Ελλάδος.

Η σχέση μεταξύ της κοινωνίας των Ελλήνων αγροτών και της πολιτικής εκπροσώπησης ζητεί τον γόνιμο επαναπροσδιορισμό της επί τη βάσει μίας μακροπολιτικής ατζέντας, η οποία δεν πρέπει να παραμείνει ανώνυμη και απόμακρη.

Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να είναι προϊόν ενός προσχηματικού διαλόγου, αλλά το συμπεφωνημένο θεμέλιο μιας δημιουργικής φυγής προς τα εμπρός.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΚΟΣ, ευρωβουλευτής Ν.Δ. και μέλος της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Προτεινόμενα για εσάς