Πριν από λίγο καιρό, ο διοικητής της Τράπεζας του Ισραήλ Στάνλεϊ Φίσερ είπε στον πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου ότι η ανάπτυξη του Ισραήλ θα φτάσει το 5%. Αν μάλιστα υπάρξει ειρήνη με τους Παλαιστίνιους, το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να φτάσει το 7%.
Ο Νετανιάχου φέρεται να του απάντησε ότι αν είναι η ανάπτυξη να φτάσει το 5%, δεν χρειάζεται ειρήνη.
Ακόμη κι αν ο ισραηλινός πρωθυπουργός έκανε χιούμορ, το επεισόδιο αυτό βοηθά να καταλάβουμε γιατί το σημερινό αδιέξοδο δεν ενοχλεί την ισραηλινή ηγεσία. Η απειλή για την ασφάλεια που προέρχεται από τη Δυτική Οχθη βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Η απόρριψη των αμερικανικών αιτημάτων για πάγωμα του εποικισμού δεν έβλαψε τη δημοτικότητα του Νετανιάχου, όπως προέβλεπαν πολλοί. Και για ένα μεγάλο μέρος της ισραηλινής κοινής γνώμης, δεν ευθύνεται μόνο εκείνος για το αδιέξοδο, αλλά και ο παλαιστίνιος ηγέτης Μαχμούντ Αμπάς.
Το αδιέξοδο «επισημοποιήθηκε» από τον ίδιο τον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος παραδέχθηκε στο περιοδικό ΤΙΜΕ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν να πετύχουν στη Μέση Ανατολή αυτό που ήθελαν και ότι, αν είχε προβλέψει τα πολιτικά προβλήματα που θα προέκυπταν, δεν θα είχε ανεβάσει τον πήχυ τόσο ψηλά. Αν και ο Ομπάμα έσπευσε να διευκρινίσει ότι οι προσπάθειες θα συνεχιστούν, τα σχόλιά του ερμηνεύτηκαν στην περιοχή ως υπαινιγμός ότι προς το παρόν η αμερικανική κυβέρνηση έχει να ασχοληθεί με πιο επείγοντα προβλήματα.
Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί για όλα αυτά, γράφει ο Ντόναλντ ΜακΙντάιρ στην «Ιντιπέντεντ», είναι ότι ο αμερικανός πρόεδρος προστάτευσε τον Αμπάς ώστε να μη χρεωθεί εκείνος την ευθύνη του αδιεξόδου. Στα παρασκήνια, όμως, οι ΗΠΑ πιέζουν τους ευρωπαίους συμμάχους τους να καλέσουν από κοινού τον παλαιστίνιο πρόεδρο να επιστρέψει στις συνομιλίες, καθώς δεν θα έχει τίποτα να χάσει.
Οι περισσότεροι από τους συμμάχους της Ουάσινγκτον, όμως, εμφανίζονται απρόθυμοι για κάτι τέτοιο, καθώς θεωρούν ότι ο Αμπάς έχει στην πραγματικότητα να χάσει πολλά. Το 2009 ήταν μια πολύ δύσκολη χρονιά γι' αυτόν. Οι ΗΠΑ ζήτησαν ρητά πάγωμα των οικισμών, αλλά δεν εμφανίστηκαν διατεθειμένες να συνοδεύσουν αυτή την απαίτηση με την απειλή κυρώσεων, όπως έκανε ο πατέρας Μπους το 1991. Κι όταν ο Νετανιάχου συμφώνησε με μια προσωρινή «αυτοσυγκράτηση», βγήκε κερδισμένος έναντι του Αμπάς.
Η Ουάσινγκτον έθεσε στη συνέχεια σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο την προεδρία του Αμπάς, ζητώντας του να εμποδίσει την υιοθέτηση από τον ΟΗΕ της έκθεσης Γκόλντστοουν για τη στρατιωτική επίθεση στη Γάζα. Οι Αμερικανοί άσκησαν, τέλος, ελάχιστη (αν όχι ανύπαρκτη) πίεση στο Ισραήλ για να σταματήσει τον εποικισμό της αραβικής ανατολικής Ιερουσαλήμ.
Με τη Χαμάς να περιμένει να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε υποχώρηση του Αμπάς, και με τον Νετανιάχου να δηλώνει ότι η Ιερουσαλήμ θα παραμείνει αδιαίρετη, ότι οι Παλαιστίνιοι πρέπει να αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως «εβραϊκό κράτος» και ότι ισραηλινά στρατεύματα θα εξακολουθήσουν να ελέγχουν τα ανατολικά σύνορα μιας μελλοντικής Παλαιστίνης, η απροθυμία του παλαιστίνιου ηγέτη να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις είναι κατανοητή.
Ο κίνδυνος είναι τώρα η Ουάσινγκτον να επιστρέψει στη στάση που κρατούσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ: «Όταν αποφασίσετε να γίνετε σοβαροί, τηλεφωνήστε μας». Κάτι ανάλογο εννοούσε την περασμένη εβδομάδα η Χίλαρι Κλίντον, όταν είπε πως «σε τελευταία ανάλυση είναι ένα ζήτημα μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων».
Δεν είναι όμως έτσι.
Πηγή: The Independent, ΑΠΕ-ΜΠΕ