Η υπόθεση της κατάληψης τον θεάτρού της Μόσχας από Τσετσένους αυτονομιστές δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου του φαινομένου, που ανάλογα με τις περιστάσεις χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατiα ή σύγκρουση πολιτισμών ή ιερός πόλεμος ή εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας.
Οι Τσετσένοι αυτονομιστές ζητούν να τερματιστεί μέσα σε επτά ημέρες η ρωσική εκστρατεία στην πολύπαθη αυτή μικρή δημοκρατiα του Καυκάσου.
Στην πραγματικότητα το αίτημά τους αυτό δεν έχει και μεγάλη πολιτική αξία. Αξία, αντιθέτως, έχει η παράτολμη ενέργεια της κατάληψης του θεάτρού της Μόσχας και η ομηρία των περίπου 700 πολιτών, μεταξύ των οποiων συμπεριλαμβάνονται και 20 αλλοδαποί.
Με την πράξη τους αυτή οι Τσετσένοι αυτονομιστές επαναφέρουν στην επικαιρότητα, με βίαιο τρόπο, το ζήτημα της Τσετσενίας, θυμiζοντας ταυτόχρονα σε ολόκληρο τον κόσμο πως ο πόλεμος εκεί ουδέποτε τελείωσε πραγματικά, αλλά, αντιθέτως, συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση.
Η ιστορία της Τσετσενίας δεν είναι ούτε αμιγώς εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου, ούτε πολύ περισσότερο απλή υπόθεση τρομοκρατίας.
Το τσετσενικό ζήτημα ξεκινά την στιγμή που οι Ρώσοι επιχειρούν να προστατεύσουν τον «δρόμο τον πετρελαίων», που παραδοσιακά περνούσε από την καρδιά της Τσετσενίας. Επιπλέον, εμπλέκονται και οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκμεταλλευόμενες την αδυναμiα της Ρωσίας φιλοδοξούσαν να την αποκλείσουν από την εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της Κασπίας. Η Τσετσενία εκτός από μια χώρα πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου ήταν και σταυροδρόμι στο δρόμο για την μεταφορά των πετρελαίων της Κασπίας προς τη Δύση, αφού ο σημαντικότερος αγωγός μεταφοράς αργού πετρελαίου περνούσε μέσα από την πρωτεύουσα της το Γκρόσνι.
Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με τις πετρελαϊκές εταιρείες έκριναν πως οι Ρώσοι θα αποκόπτονταν σε μεγάλο βαθμό από τα κοιτάσματα της Κασπίας μόνο εάν έχαναν την Τσετσενία.
Αποφάσισαν λοιπόν, εκμεταλλευόμενες τη δυσαρέσκεια των Τσετσένων ενάντια στη ρωσική πολιτική και την άρση της αυτονομίας τους, να εξοπλίσουν το κίνημα των αυτονομιστών, οι οποίοι με τη σειρά τους απαιτούσαν πλέον την πλήρη ανεξαρτησία της δημοκρατίας τους σύμφωνα με το πρότυπο των άλλων πρώην σοβιετικών δημοκρατιών.
Από εκεί και έπειτα η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Τόσο οι Ρώσοι, όσο και οι Αμερικανοί εκμεταλλεύτηκαν το ζήτημα ανάλογα με τα συμφέροντά τους, παρουσιάζοντας τον αγώνα των Τσετσένων άλλοτε σαν πράξη τρομοκρατίας και άλλοτε σαν αγώνα για την ελευθερία.
Και στο σημείο αυτό περνάμε στη σημερινή θλιβερή πραγματικότητα.
Συναίσθημα και πολιτική
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος έχει αρνηθεί να διαπραγματευθεί με τους τσετσένους αυτονομιστές, σκληρούς ή μετριοπαθείς, και ηγείται εδώ και τρία χρόνια ενός πολέμου στην Τσετσενία που βυθίζεται σε αδιέξοδο, βλέπει για πρώτη φορά τη στρατηγική του να τίθεται σε αμφισβήτηση έπειτα από τη σύλληψη των ομήρων στο θέατρο της Μόσχας.
Κάτι δεν πάει καλά με την πολιτική του Πούτιν στον Καύκασο, αφού οι τσετσένοι αντάρτες καταφέρνουν ακόμη να ακουστεί η φωνή τους και να χλευάσουν τη ρωσική εξουσία φτάνοντας μέχρι τις πύλες του Κρεμλίνου.
Ο πόλεμος της Τσετσενίας έχει αφήσει πίσω του νεκρούς χιλιάδες τσετσένους αμάχους και, επισήμως, 4.500 ρώσους στρατιώτες, χωρίς να λύσει κανένα πρόβλημα.
Στο εξής δεν είναι μόνον οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εναντιώνονται στην πολιτική Πούτιν στην περιοχή του Καυκάσου.
«Οι πολίτες δεν υποστηρίζουν τον πόλεμο στην Τσετσενία. Δεν θέλουν να πληρώσουν για τον πόλεμο αυτόν», δήλωσε στο ραδιοφωνικό σταθμό Ηχώ της Μόσχας η Μαρία Σκολνίκοβα, η καρδιολόγος που απελευθερώθηκε από τους Τσετσένους. Πολλοί Ρώσοι πιστεύουν ότι ακόμη και αν η παρούσα κρίση επιλυθεί, κάποια άλλη παρόμοια μπορεί να εμφανισθεί ανά πάσα στιγμή.
Είναι βέβαιο ότι η κρίση των ομήρων σε μία πρώτη φάση θα εξυπηρετήσει τα «γεράκια» του Κρεμλίνου, ωθώντας στα άκρα τις θέσεις μεγάλου αριθμού πολιτών απέναντι σε μία Τσετσενία η οποία παρουσιάζεται ως άντρο μαφιόζων και τρομοκρατών.
Εάν η κρίση των ομήρων τελειώσει με μία αιματοχυσία, είναι πολύ πιθανόν ότι πολλοί ρώσοι πολίτες θα ενταχθούν στο στρατόπεδο εκείνων που τάσσονται υπέρ ενός ολοκληρωτικού πολέμου στην Τσετσενία.
«Ο πρόεδρος θα πρέπει να επιλέξει: ή να γίνει ένας στρατηγός ντε Γκωλ που εγκατέλειψε την Αλγερία για να σώσει τη Γαλλία, ή ένας Στάλιν που έλυσε το εθνικό πρόβλημα με τον εκτοπισμό του λαού της Τσετσενίας εγκαταλείποντας έτσι το πρόβλημα στους διαδόχους τους», αναφέρεται σε σχόλιο της εφημερίδας Ιζβέστια.
Καμία από τις δύο εκδοχές δεν φαίνεται σήμερα πιθανή. «Αυτή η κρίση των ομήρων αποτελεί μία τρομοκρατική απάντηση στην κρατική τρομοκρατία εναντίον μιας εθνότητας. Οι αρχές δεν μπορούν να υποχωρήσουν και υπάρχει κίνδυνος να δούμε να επαναλαμβάνεται στη Ρωσία η ιστορία που ζει η Παλαιστίνη εδώ και 55 χρόνια», υποστηρίζει ο πολιτικός αναλυτής Λεονίντ Μεντβένκο.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑΚΗ