Οι Τimes χαρακτήρισαν αυτό το ντιμπέιτ «τη στιγμή που ο αμερικανικός τρόπος άσκησης πολιτικής φτάνει στη Βρετανία» και δημοσίευσαν μια πρωτοσέλιδη φωτογραφία του Τζον Κένεντι και του Ρίτσαρντ Νίξον το 1960 στο Σικάγο, στο πρώτο προεκλογικό ντιμπέιτ της Αμερικής που μεταδόθηκε από την τηλεόραση.
Η συζήτηση που έγινε όμως στις 15 Απριλίου 2010 ανάμεσα στους τρεις υποψηφίους για την πρωθυπουργία της Βρετανίας δεν είχε πολλά κοινά σημεία με τις αντίστοιχες συζητήσεις που γίνονται πριν από τις αμερικανικές εκλογές: δεν έγιναν προφανείς γκάφες, δεν αντηλλάγησαν αστεία, ούτε υπήρξε κάτι που θα παίξει αποφασιστική σημασία για τη συνέχεια.
Αυτό που σημάδεψε ίσως τη συζήτηση, πέρα από τη μάλλον ανιαρή αντιπαράθεση απόψεων για την εγκληματικότητα και τη μετανάστευση, ήταν η ανώδυνη φράση «Συμφωνώ με τον Νικ» που επανέλαβαν αρκετές φορές, με διαφορετικά λόγια, οι δύο άνδρες που έχουν τη ρεαλιστικότερη προοπτική να κυβερνήσουν μετά την 6η Μαϊου: ο απερχόμενος πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν (αριστερά στη φωτογραφία) και ο ηγέτης των Συντηρητικών Ντέιβιντ Κάμερον (κέντρο).
«Νικ» είναι ο Νικ Κλεγκ (δεξιά στη φωτογραφία), ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, που ήδη πριν από το ντιμπέιτ θεωρείτο ότι θα είναι ο περισσότερο ωφελημένος, αφού είχε την ευκαιρία να σταθεί σε ισότιμη βάση, δίπλα στους δύο διεκδικητές της πρωθυπουργίας.
Ο 43χρονος Κλεγκ άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, εξαπολύοντας δριμείες επιθέσεις εναντίον τόσο των Εργατικών όσο και των Συντηρητικών. Τον βοήθησε βέβαια και η στάση των δύο διεκδικητών της εξουσίας, που γνωρίζουν ότι μπορεί να χρειαστούν τη βοήθειά του αν δεν κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία.
Ο κ. Κλεγκ έδειξε από την αρχή τις προθέσεις του όταν με σαρδόνιο τρόπο αναφέρθηκε στους Μπράουν και Κάμερον με τις λέξεις «αυτοί οι δύο», τονίζοντας στη συνέχεια ότι η Βρετανία έχει ανάγκη από μια νέα πολιτική τιμιότητας και διαφάνειας ώστε να «σπάσει» η κυριαρχία των Εργατικών και των Συντηρητικών.
Το ντιμπέιτ στο Μάντσεστερ ήταν μια ιστορική καινοτομία για τη βρετανική πολιτική.
Η πρώτη αντίδραση των πολιτικών σχολιαστών, ήταν πως ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, είχαν μια αρκετά αδύνατη ή αρκετά ισχυρή παρουσία για να επηρεάσουν τους ψηφοφόρους και να αλλάξουν τα σημερινά δεδομένα, που θέλουν τους Συντηρητικούς να προηγούνται με μικρή διαφορά των Εργατικών.
Τα περισσότερα θετικά σχόλια συγκέντρωσε, αντίθετα, ο Κλεγκ, που ήταν σχεδόν άγνωστος στη Βρετανία μέχρι την εκλογή του στη Βουλή, το 2005. Όλα δείχνουν τώρα ότι ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών είναι πολύ πιθανό να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις μετεκλογικές εξελίξεις.
Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, το ενδεχόμενο να μην κερδίσει κανένα κόμμα την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή θα ήταν απολύτως φυσιολογικό. Το κόμμα με τις περισσότερες ψήφους θα αναζητούσε κυβερνητικό εταίρο, όπως συμβαίνει στη Γερμανία ή την Ολλανδία. Στη Βρετανία, όμως, το ενδεχόμενο ενός hung parliament θεωρείται ακραίο, αφενός λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, και αφετέρου λόγω της κακής εμπειρίας από τις εκλογικές συμμαχίες που συνήφθησαν στο παρελθόν. Εξαίρεση αποτέλεσε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχημάτισε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα τελευταία 100 χρόνια, μόλις δύο φορές στάθηκε ανίκανο ένα κόμμα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση: το 1929 και το 1974. Και τις δύο φορές, η αστάθεια των κυβερνήσεων που σχηματίστηκαν οδήγησε γρήγορα σε νέες εκλογές.
Πηγές: The New York Times, El Pais, ΑΠΕ-ΜΠΕ