Τα προβλήματα της κυβέρνησης Ομπάμα με το Ισραήλ δεν περιορίζονται στην κατασκευή μερικών εκατοντάδων διαμερισμάτων στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Η σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού του Ισραήλ αντανακλά μια αναδιάρθρωση της ισραηλινής κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας έχουν ενισχυθεί τα σχέδια της Δεξιάς για τη Δυτική Οχθη και η αντίσταση σε μια ειρηνευτική συμφωνία.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ένας συνασπισμός προωθεί στο Ισραήλ μια αντιδραστική ατζέντα. Όπως γράφει όμως στη Herald Tribune ο Γιόσι Αλφερ, πρώην διευθυντής του Κέντρου Στρατηγικών Μελετών του πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, η πολιτική αυτή συμμαχία συγκροτήθηκε αυτή τη φορά για να μείνει.
Η πολιτική Αριστερά έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί. Την ίδια ώρα, τα συντηρητικά υπερ-ορθόδοξα στρώματα ενισχύονται διαρκώς. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με τον αραβικό πληθυσμό του Ισραήλ, ο οποίος βλέπει με όλο και πιο εχθρικό μάτι το γεγονός ότι αποτελεί μειοψηφία σε ένα εβραϊκό κράτος.
Επιπλέον, το διακύβευμα είναι σήμερα μεγαλύτερο απ' ό,τι στο παρελθόν. Η ισραηλινή Δεξιά θεωρεί ότι υπάρχει μια διεθνής επίθεση εναντίον των οχυρών της στην ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Οχθη. Και έχει ορκιστεί ότι δεν θα επιτρέψει να επαναληφθεί το προηγούμενο της αποχώρησης από τη Γάζα. Επιτίθεται έτσι στους επικριτές της, οξύνοντας τη διεθνή απομόνωση του Ισραήλ.
Η πιο εμφανής πλευρά αυτής της εκστρατείας αφορά τις οργανώσεις των ισραηλινών πολιτών που εποπτεύουν τις πράξεις και τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Με βάση ένα σχέδιο νόμου που έχει ήδη εγκριθεί καταρχήν από το κοινοβούλιο, όλες οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό είναι υποχρεωμένες να αυτοχαρακτηριστούν «ξένοι πράκτορες», στο βαθμό που επιδιώκουν «να επηρεάσουν τις αποφάσεις για εγχώρια και εξωτερικά ζητήματα».
Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε οργάνωση, από τους επικριτές της κατοχής μέχρι τους υποστηρικτές των δικαιωμάτων των γυναικών, μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαρακτηριστεί «ξένος πράκτορας». Το αποτέλεσμα είναι ότι θα περιοριστεί σημαντικά η εγχώρια κριτική του εποικισμού ή της κατοχής.
Η στροφή της ισραηλινής κοινωνίας προς τα Δεξιά αλλάζει θεμελιώδεις θεσμούς του κράτους, συνεχίζει ο Γιόσι Αλφέρ. Στις ένοπλες δυνάμεις έχουν διεισδύσει τόσο βαθιά οι έποικοι και οι υποστηρικτές τους, ώστε αναρωτιέται κανείς αν είναι διατεθειμένες να αναλάβουν τη βίαιη εκδίωξη των εποίκων. Ο αρχηγός του στρατού Γκάμπι Ασκενάζι έχει ζητήσει από την κυβέρνηση να μην αναθέσει στο στρατό ένα τέτοιο καθήκον.
Στο νομικό επίπεδο, η κυβέρνηση δεν έχει μπορέσει να επιβάλει τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την κατεδάφιση ορισμένων τμημάτων του τείχους στη Δυτική Οχθη, που έχουν χαρακτηριστεί παράνομα ή ορισμένων οικισμών στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου αισθάνθηκε πρόσφατα την ανάγκη να υπενθυμίσει στην κυβέρνηση ότι οι αποφάσεις του σώματος δεν αποτελούν συστάσεις, αλλά είναι δεσμευτικές.
Η κυβέρνηση Νετανιάχου μοιάζει σχεδόν προγραμματισμένη να προκαλεί. Τα χαρτοφυλάκια της εσωτερικής ασφάλειας, των εξωτερικών και της στέγασης έχουν ανατεθεί σε εξτρεμιστές. Φυσικά, το Ισραήλ έχει πραγματικούς εχθρούς, όπως είναι το Ιράν, η Χαμάς και η Χεζμπολάχ. Αλλά, η σκληροπυρηνική γραμμή της Δεξιάς οδηγεί την κυβέρνηση να αγνοεί πραγματικές ευκαιρίες για την επίτευξη ειρήνης. Τέτοιες ευκαιρίες έχουν προσφέρει τόσο ο παλαιστίνιος πρωθυπουργός Σαλάμ Φαγιάντ όσο και η ηγεσία της Συρίας.
Στη φωτογραφία ο ειδικός απεσταλμένος του Μπαράκ Ομπάμα για τη Μέση Ανατολή Τζόρτζ Μίτσελ (αριστερά) με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου
Πηγή: International Herald Tribune, ΑΠΕ-ΜΠΕ