Αθώα ήταν όλα τα θύματα της «Ματωμένης Κυριακής», σύμφωνα με τα πολυαναμενόμενα αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον για τα γεγονότα του 1972, όταν 13 διαδηλωτές έπεσαν νεκροί από τα πυρά Βρετανών στρατιωτών στη Βόρεια Ιρλανδία.
Στις 30 Ιανουαρίου του 1972, κατά τη διάρκεια πορείας υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων στο Λόντοντερι της Β. Ιρλανδίας, Βρετανοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 13 από αυτούς και να τραυματιστούν 14, ένας εκ των οποίων υπέκυψε αργότερα στα τραύματά του.
Σύμφωνα με το πόρισμα της έρευνας υπό το Λόρδο Σάβιλ, το οποίο παρουσίασε ο Κάμερον, δεν είχε δοθεί προειδοποίηση στους διαδηλωτές πριν οι στρατιώτες ανοίξουν πυρ, κανένας από τους στρατιώτες δεν πυροβόλησε σε απάντηση επιθέσεων με βόμβες μολότοφ ή πέτρες, ενώ κάποια από τα θύματα έτρεχαν να ξεφύγουν ή προσπαθούσαν να βοηθήσουν τραυματίες.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός ζήτησε συγγνώμη για τα γεγονότα, τα οποία «δεν ήταν σε καμία περίπτωση δικαιολογημένα», όπως είπε.
«Αυτό που συνέβη δεν έπρεπε ποτέ μα ποτέ να έχει συμβεί… Κάποια μέλη των ενόπλων δυνάμεών μας ενήργησαν λανθασμένα», πρόσθεσε.
Όπως είπε, η πρώτη βολή προήλθε από το βρετανικό στρατό και κανένα από τα θύματα δεν ήταν οπλισμένο. Τόνισε ότι κάποιοι στρατιώτες κατέθεσαν ψευδή στοιχεία προκειμένου να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, καθώς είχαν ισχυριστεί ότι πυροβόλησαν εναντίον διαδηλωτών που είχαν όπλα ή βόμβες με καρφιά.
Η έκθεση για τη «Ματωμένη Κυριακή» που βασίζεται στις ανακρίσεις 2.500 μαρτύρων, αριθμεί 5.000 σελίδες, χρειάστηκε 12 χρόνια για να ολοκληρωθεί και ήταν η πιο ακριβή δημόσια έρευνα στη Βρετανία, καθώς στοίχισε περίπου 195 εκατ. στερλίνες.