Ο εθνικισμός του ποδοσφαίρου

Πέμπτη, 17 Ιουνίου 2010 17:16

A- A A+

Ο Ρίνους Μίχελς, ο επονομαζόμενος και «Στρατηγός», ο προπονητής της Εθνικής Ολλανδίας που δεν μπόρεσε να την οδηγήσει σε νίκη επί της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, έχει πει την περίφημη φράση «Το ποδόσφαιρο είναι πόλεμος».

Oταν οι Ολλανδοί πήραν την εκδίκησή τους το 1988 και έγιναν πρωταθλητές Ευρώπης, περισσότεροι άνθρωποι χόρευαν στους δρόμους της Ολλανδίας από την ημέρα που τελείωσε ο πραγματικός πόλεμος, τον Μάιο του 1945.

Το 1969, ένας αγώνας ποδοσφαίρου ανάμεσα στην Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ υπήρξε καταλύτης μιας ένοπλης σύγκρουσης που έγινε γνωστή ως «ο πόλεμος του ποδοσφαίρου». Η ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν ήδη μεγάλη, αλλά οι βιαιότητες εις βάρος των οπαδών της Ονδούρας και, το κυριότερο, οι προσβολές που ακούστηκαν την ώρα που ακουγόταν ο εθνικός της ύμνος και η βεβήλωση της σημαίας της αποτέλεσαν τη σπίθα που οδήγησε στην έκρηξη.

Οι πόλεμοι που συνδέονται με το ποδόσφαιρο είναι φυσικά σπάνιοι, γράφει ο Ιαν Μπουρούμα στην εφημερίδα «Figaro». Η ιδέα όμως ότι οι διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις αποτελούν μια ευκαιρία συναδέλφωσης των λαών αποτελεί ένα μεγάλο μύθο. Οι αγώνες ποδοσφαίρου δίνουν τη δυνατότητα να αισθανθεί κανείς την εμπειρία μιας πολεμικής αναμέτρησης, χωρίς να διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο από μερικά κατάγματα και αιματώματα. Με το τένις δεν συμβαίνει το ίδιο, σε εθνική τουλάχιστον κλίμακα. Ούτε με το μποξ, με εξαίρεση τον αγώνα όπου ο Τζο Λιούις νίκησε το 1938 το «εικόνισμα» του ναζιστικού καθεστώτος, τον Μαξ Σμέλινγκ.

Ο Αρθουρ Κέσλερ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο εθνικισμός του ποδοσφαίρου είναι διαφορετικός από τον άλλο εθνικισμό. Όταν έχεις παραδοσιακούς εχθρούς, παλιά τραύματα, και θέλεις να πάρεις την εκδίκησή σου από εξευτελισμούς που έχεις υποστεί, το ποδόσφαιρο αποτελεί την ιδανική λύση. Με την έννοια αυτή, είναι δύσκολο να αισθανθούν οι Αμερικανοί τη χαρά που ένιωσαν οι Ολλανδοί, όταν νίκησαν τους Γερμανούς το 1988 ή οι Νοτιοκορεάτες όταν νίκησαν την Ιαπωνία.

Ο κοσμοπολιτισμός και η διαπολιτισμική αδελφοσύνη έρχονται λιγότερο αυθόρμητα στους ανθρώπους από τις φυλετικές συγκινήσεις. Και η φυλή μπορεί να είναι μια ομάδα, μια κοινότητα ή ένα έθνος. Πριν από τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ποδοσφαιρικές ομάδες είχαν συχνά μια εθνική ή θρησκευτική διάσταση: η Τότεναμ του Λονδίνου ήταν «εβραϊκή», ενώ η Αρσεναλ ήταν «ιρλανδική». Ακόμη και σήμερα, ο Αγιαξ χαρακτηρίζεται μερικές φορές από τους αντιπάλους του «εβραϊκή ομάδα». Οι ομάδες της Γλασκώβης, η Σέλτικ και η Ρέιντζερς, διακρίνονται με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, με την πρώτη να είναι προτεσταντική και τη δεύτερη καθολική.

Τα κοινά φυλετικά ή θρησκευτικά γνωρίσματα δεν είναι βέβαια απαραίτητα. Η Εθνική Γαλλίας που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1998 αποτελούνταν από παίκτες αφρικανικής και αραβικής καταγωγής που ήταν υπερήφανοι για τις ρίζες τους. Οι περισσότερες σημερινές ποδοσφαιρικές ομάδες θυμίζουν διαφήμιση της Μπένετον, με τους παίκτες και τους προπονητές τους να προέρχονται από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Σε ορισμένες χώρες, το ποδόσφαιρο είναι το μόνο που ενώνει κοινότητες κατά τα άλλα εντελώς διαφορετικές, όπως είναι οι Σιίτες και οι Σουνίτες στο Ιράκ ή οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί στο Σουδάν.

Μετά τον πόλεμο, οι εκδηλώσεις εθνικιστικών αισθημάτων ήταν απαγορευμένες, ιδιαίτερα στη Γερμανία, για προφανείς λόγους. Είχαμε όλοι γίνει καλοί Ευρωπαίοι, και ο εθνικισμός ήταν για τους ρατσιστές. Αλλά ο Κέσλερ είχε δίκιο: ήταν αρκετό αυτά τα αισθήματα να βρουν ένα δίαυλο, και ο δίαυλος αυτός ήταν το ποδόσφαιρο.

Ολοι οι αγώνες δεν σημαδεύονται βέβαια από βία και ανταγωνισμούς. Το φετινό Μουντιάλ μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει μια γιορτή αδελφοσύνης και ειρήνης. Το γεγονός ότι ένα άθλημα μπορεί να απελευθερώνει πρωτόγονες αντιδράσεις δεν είναι λόγος για να το καταδικάζουμε. Ακόμη κι αν ορισμένοι αγώνες οδήγησαν σε βιαιότητες, ακόμη και πολέμους, έδωσαν όμως ταυτόχρονα τη δυνατότητα να εκτονωθούν αισθήματα, που είναι εγγενή στην ανθρώπινη φύση.

Πηγή: Le Figaro, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή