Από τις πιο φιλόδοξες παραγωγές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών ήταν η δωδεκάωρη παράσταση του Πέτερ Στάιν που μετέφερε στο θεατρικό σανίδι τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Ο Γερμανός σκηνοθέτης δε δοκίμασε απλώς τις αντοχές του κοινού με τη μακρά διάρκεια του έργου αλλά πρότεινε μια αιρετική ματιά στο έργο του κορυφαίου ρώσου λογοτέχνη.
Με φόντο ένα λειτουργικό, λιτό σκηνικό, διέσωσε αυτούσια τα σημαντικότερα διαλογικά αποσπάσματα του μυθιστορήματος, όμως επέλεξε να τα δει μέσα από ένα ειρωνικό, χιουμοριστικό πρίσμα. Το έργο του Ντοστογιέφσκι διαθέτει δραματικό βάρος, με τους παράφορους, αντιφατικούς ήρωες και τα δοκιμιακά μέρη. Στις σελίδες του μυθιστορήματος όμως διακρίνονται παράλληλα ένα ιδιαίτερο, διαβρωτικό χιούμορ καθώς και στοιχεία μελοδράματος.
Η σκηνοθετική γραμμή του Πέτερ Στάιν να υπερτονίσει το κωμικό στοιχείο αιφνιδίασε το κοινό και αποδείχτηκε ευφυής ιδέα. Η εισαγωγή της παράστασης ήταν μια καθαρόαιμη κωμωδία που αξιοποίησε την παράδοση των ιταλών ηθοποιών στο συγκεκριμένο είδος-παρότι ο Πέτερ Στάιν μιλούσε στις συνεντεύξεις του για ένα υποτίθεται «ρωσικό» και διεθνές τρόπο παιξίματος.
Τα καίρια αφηγηματικά μέρη του έργου ενσωματώθηκαν στους μονολόγους του ¶ντον Γγκριγκόριεβιτς ο οποίος σύστησε στο κοινό τους βασικούς ήρωες του έργου, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης είχε το δικαίωμα ως παντογνώστης-αφηγητής να σταματάει την πλοκή με τις εύστοχες παρατηρήσεις του. Τον ρόλο υποδύθηκε ο Αντρέα Νικολίνι διατηρώντας μέχρι την τελευταία σκηνή μια καλοζυγισμένη θεατρική ειρωνεία.
Μέχρι το πρώτο διάλειμμα, το κοινό είχε γνωρίσει το βασικό ζευγάρι που με τους καβγάδες και την πολύπλοκη σχέση του λειτούργησε ως ένα πολύ πετυχημένο κωμικό ιντερμέδιο στη μαραθώνια παράσταση : η κυριαρχική Βαρβάρα Πετρόβνα, (με την στιβαρή ερμηνεία της συζύγου του σκηνοθέτη, Μανταλένα Κρίπα) και ο προστατευόμενος της Στεπάν Τροφίμοβιτς, ο φιλελεύθερος διανοούμενος-παράσιτο που συνδέεται με την προστάτιδά του με μια περίεργη σχέση αγάπης-μίσους.
Ο Ελία Σίλτον φώτισε τις αλληλοσυγκρουόμενες πτυχές του Τροφίμοβιτς με υποδειγματικό τρόπο ισορροπώντας τέλεια ανάμεσα στην κωμική και τραγική πλευρά του χαρακτήρα.
Μετά το πρώτο διάλειμμα φάνηκαν οι πρώτες αδυναμίες, καθώς η πλοκή επιζητούσε μεγαλύτερη δραματικότητα, ενώ ο Στάιν επέμενε άσκοπα να σκηνοθετεί τους ηθοποιούς σαν γκροτέσκες καρικατούρες σε κρίσιμες στιγμές. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα ήταν η σκηνή με το χαστούκι που έδωσε ο Σάτοφ στον Σταυρόγκιν και η είσοδος της μισότρελης Μαρίας.
Και μπορεί ο Ιβάν Αλοβίζιο να μετέφερε στο κοινό ένα μέρος από τη δηλητηριώδη γοητεία του Σταυρόγκιν (τον ευνοούσε και η εμφάνιση) όμως η Φράνκα Πενόνε ως Μαρία άγγιξε τα όρια του γελοίου και είχε πολλά κενά στην ερμηνεία της.
Η παράσταση στο πρώτο μέρος της θύμιζε μπουλβάρ με τα κωμικά και μελοδραματικά στοιχεία να υπερτερούν. Στο δεύτερο μέρος βρήκε τους σωστούς ρυθμούς, όταν ο Πέτερ Στάιν παρουσίασε τα πιο αντιπροσωπευτικά μέρη του πολιτικού και φιλοσοφικού προβληματισμού του συγγραφέα, διανθίζοντάς τα με εύστοχο χιούμορ αλλά αφήνοντας περιθώριο στους πρωταγωνιστές για ερμηνείες με δραματική βαρύτητα.
Το δωδεκάωρο θέαμα απογειώθηκε όταν οι ιδεολογικοί δαίμονες που βασάνιζαν τους ήρωες του έργου πήραν σάρκα και οστά μέσα από τις πολύ καλές ερμηνείες των Ροζάριο Λίσμα (Σάτοφ), Αλεσάντρο Αβερόνε (Πιοτρ Βερχοβένσκι), Φάουστο Ρούσο Αλέσι (Κυρίλοφ, πάτερ Τύχων). Ο Γερμανός σκηνοθέτης είχε και τον καιρό σύμμαχο, αφού όταν ο Σταυρόγκιν περιπλανιόταν με μια ομπρέλα στη σκηνή, έξω άρχισε να βρέχει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Η μεγάλη διάρκεια της παράστασης, η οποία τείνει να γίνει ένας είδος μανιέρας για τον Πέτερ Στάιν δεν απέφυγε τη φλυαρία και τα χάσματα, κυρίως στο πρώτο μέρος. Το θέατρο επιζητεί τη συμπύκνωση και τη δραματουργική ένταση και ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο χρόνο και τα μηνύματα του έργου.
Φάνηκε καθαρά ότι τους Έλληνες θεατές τους συγκίνησε το πολιτικό και φιλοσοφικό κομμάτι. Ο Ντοστογιέφσκι είναι περισσότερο επίκαιρος παρά ποτέ: είχε μιλήσει με προφητικό τρόπο για τους «δαίμονες», δηλαδή τις πληγές μιας Ρωσίας σε βαθιά πολιτική και ηθική κρίση, με την τρομοκρατία να προετοιμάζει την έλευση ενός πιο σκληρού δεσποτισμού.
Στην παράσταση του Στάιν βρήκαν θέση όλα τα αντιτιθέμενα τμήματα της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα: οι σλαβόφιλοι που ονειρεύονταν τη Ρωσία ως ηγέτιδα δύναμη και υμνούσαν τον «γνήσιο ρωσικό» τρόπο ζωής ως αντίβαρο στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τις γαλλικές συνήθειες των καλλιεργημένων ρωσικών ελίτ.
Οι Δυτικόφιλοι-εκσυγχρονιστές, οι οποίοι είχαν αναγάγει σε σύμβολο του δικού τους Διαφωτισμού την Αγία Πετρούπολη, το «παράθυρο προς τη Δύση», το στοιχειωμένο όνειρο του Μεγάλου Πέτρου για τον εκδυτικισμό και εκσυγχρονισμό της χώρας.
(Δεν είναι τυχαίο ότι ο δανδής Σταυρόγκιν επιστρέφει από την Αγία Πετρούπολη, το άντρο της πνευματικής ακολασίας για τους σλαβόφιλους της εποχής του Ντοστογιέφσκι, μολυσμένος από τη διαφθορά και τα επικίνδυνες θεωρίες που κρύβονταν πίσω από το προσωπείο ενός κυνικού «ορθολογισμού»).
Όπως το έθετε ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι : «εμείς οι Ρώσοι έχουμε δύο πατρίδες: τη Ρωσία και την Ευρώπη». Ο ρωσικός διχασμός ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και εθνική ταυτότητα βρισκόταν σε πρώτο πλάνο στην ανάγνωση του γερμανού σκηνοθέτη και δημιούργησε συνειρμούς για ανάλογες αντιστοιχίες στην ελληνική πραγματικότητα.
Οι παθιασμένοι φιλολαϊκοί στις μαραθώνιες επαναστατικές συνελεύσεις του έργου, αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο μέρος της ρωσικής νεολαίας. Γι’ αυτούς, ο ρώσος χωρικός που είχε απελευθερωθεί το 1861 από τα δεσμά του θεσμού των δουλοπάροικων, ήταν γεννημένος σοσιαλιστής και πρότυπο στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας.
Ο πιο συγκλονιστικός χαρακτήρας του έργου όμως είναι ο τρομοκράτης Πιοτρ Βερχοβένσκυ, σκιαγραφημένος από τον Ντοστογιέφσκι ως πιστή αντανάκλαση του Σεργκέι Νετσάγιεφ. Ο Νετσάγιεφ , ο οποίος διακήρυττε ότι ο επαναστατικός σκοπός αγιάζει τα μέσα, δολοφόνησε τον φοιτητή Ιβάνοφ επειδή διαφώνησε με τις ακραίες μεθόδους του. Η σκηνή της δολοφονίας του Σάτοφ ουσιαστικά διασώζει εκείνο το ιστορικό γεγονός που είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη της Ρωσίας.
Στο τέλος του έργου το κοινό αποθέωσε τους συντελεστές της παράστασης, ενώ και οι ηθοποιοί χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό τους θεατές που έμειναν στις θέσεις τους χωρίς να σημειωθούν αποχωρήσεις μέχρι την τελευταία σκηνή.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ