Ποικίλες αντιδράσεις συνεχίζει να προκαλεί η δημοσιοποίηση από τον ιστότοπο Wikileaks χιλιάδων απόρρητων εγγράφων σχετικά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Τα αρχεία, τα οποία ξεπερνούν σε αριθμό τα 92.000, περιγράφουν με λεπτομέρεια τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, αποκαλύπτοντας μη καταγεγραμμένες περιπτώσεις θανάτων Αφγανών αμάχων, αλλά και την ύπαρξη ειδικής δύναμης που καταδιώκει τους επικεφαλής των Ταλιμπάν.
Τα έγγραφα συντάχθηκαν, όπως διευκρινίζεται στην ιστοσελίδα WikiLeaks, από στρατιώτες και αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών, οι οποίοι «περιγράφουν κυρίως θανατηφόρες στρατιωτικές ενέργειες στις οποίες εμπλέκεται ο στρατός των ΗΠΑ».
Ο ιδρυτής του ιστότοπου υπερασπίστηκε σήμερα την απόφαση να δημοσιοποιήσει τα στρατιωτικά έγγραφα, επισημαίνοντας ότι η «καλή δημοσιογραφία είναι αμφιλεγόμενη από τη φύση της» και ότι «ο ρόλος της δημοσιογραφίας είναι να τα βάζει με τους ισχυρούς».
Το Wikileaks ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 2006 και αναρτά πληροφορίες και αναλύσεις για την πολιτική, ενώ ειδικεύεται στη δημοσιοποίηση απόρρητων πληροφοριών.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει πολλές φορές επικρίνει τον ιστότοπο, υπογραμμίζοντας ότι οι διαρροές απόρρητων εγγράφων στον Τύπο απειλούν την ασφάλεια της χώρας.
Ο σύμβουλος επί θεμάτων Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, στρατηγός Τζέιμς Τζόουνς είχε καταδικάσει την Κυριακή τη δημοσίευση των επίμαχων εγγράφων.
Εν τω μεταξύ τη διενέργεια έρευνας για τις αποκαλύψεις του Wikileaks ζήτησε σήμερα και η Γερμανία. «Πρέπει να εξετάσουμε τί μπορεί να υπάρχει (σε αυτά τα έγγραφα) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νέες πληροφορίες», δήλωσε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκουίντο Βέστερβελε.
Τη διαρροή των εγγράφων κατήγγειλε και η βρετανική κυβέρνηση. «Καταγγέλουμε τη χωρίς έγκριση δημοσιοποίηση κάθε απόρρητου εγγράφου", δήλωσε εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης.», είχε δηλώσει εκπρόσωπος Τύπου της βρετανικής κυβέρνησης.
Από την πλευρά του ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ουίλιαμ Χέιγκ εξέφρασε την ελπίδα οι διαρροές για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν να «μην δηλητηριάσουν την ατμόσφαιρα στην περιοχή».
Πηγές: ΑΠΕ – ΜΠΕ, Γαλλικό πρακτορείο, Γερμανικό πρακτορείο, Reuters