Τη Δευτέρα η Επιτροπή της Βασιλείας για την Εποπτεία των Τραπεζών αποδυνάμωσε τις αρχικές αυστηρές της προτάσεις, ενώ μετέθεσε αρκετές για μετά το 2018.
Συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποι των 27 κρατών - μελών που απαρτίζουν την Επιτροπή της Βασιλείας συμφώνησαν να κατακρατούν οι τράπεζες μεγαλύτερα αποθεματικά κεφάλαια και ρευστό για την αποτροπή μιας νέας κρίσης, αλλά αποδέχθηκαν να συμπεριληφθούν στα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών και μειοψηφικά ποσοστά σε άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Νόθευσαν, δηλαδή, τα κριτήρια των περιουσιακών στοιχείων. Παράλληλα, πρότειναν το 3% ως επίπεδο δανειακής μόχλευσης και όχι το 4%, όπως είχαν ανακοινώσει αρχικά. Το ποσοστό αυτό είναι δεσμευτικό από τις αρχές του 2018. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέβαλε την υλοποίηση των προτάσεών της για τη διασφάλιση μακροπρόθεσμης ρευστότητας των τραπεζών επίσης για το 2018.
Η Επιτροπή κατηγορείται από μέρος του Τύπου και κάποιους αναλυτές πως υπέκυψε στις επιταγές του τραπεζικού λόμπι.
Μήπως θα ήταν επικίνδυνη όμως μια δυναμική πολιτική ελέγχου των τραπεζών; Ο Γερμανός οικονομολόγος και ευρωβουλευτής των Πράσινων Σβεν Γκίγκολντ υποστηρίζει πως μια «κατεπείγουσα και δυναμική πολιτική ελέγχου» θα έβλαπτε τις τράπεζες, διότι: «μπορεί να οδηγούσε σε υποκεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Δηλαδή, εάν τεθούν άμεσα και υψηλά ποσοστά για τα αποθεματικά κεφάλαια των τραπεζών, τότε ενδέχεται να συρρικνωθεί η πιστωτική τους επέκταση και ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν είναι προς το συμφέρον μας. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να νερώσουν τόσο πολύ τα αποθεματικά κεφάλαια με την αλλαγή στο τι σημαίνει ίδιο κεφάλαιο. Λύση θα ήταν, εάν συμφωνούσαν μεν σε υψηλότερα αποθεματικά, αλλά η εφαρμογή αυτής της απόφασης γινόταν σταδιακά ανάλογα με το επίπεδο ισχυροποίησης της οικονομίας και των τραπεζών».
Η Γερμανία είναι το μοναδικό κράτος – μέλος της Επιτροπής της Βασιλείας που δεν συμφώνησε στις νέες, έστω νερωμένες, προϋποθέσεις δηλώνοντας ότι επιφυλάσσεται να αποφασίσει αργότερα.
DEUTSCHE WELLE