Τα ανώτατα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα παρουσιάζουν σαφή υστέρηση στο βαθμό προσέλκυσης ξένων φοιτητών σε σχέση με τα αντίστοιχα ιδρύματα των περισσοτέρων κρατών μελών της Ε.Ε.
Αυτό προκύπτει από απάντηση της Επιτρόπου για θέματα Εκπαίδευσης, Πολιτισμού, Πολυγλωσσίας και Νεολαίας Ανδρούλας Βασιλείου μετά από σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γ. Παπανικολάου.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μονάχα το 2,5% από τους 653.000 φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι αλλοδαποί (περίπου 16.000) και γενικότερα μπορούν να θεωρηθούν μετακινούμενοι φοιτητές. Ο αριθμός είναι σαφώς χαμηλότερος του μέσου όρου της ΕΕ που ανέρχεται στο 8,9%. Παράλληλα, η Ελλάδα ετησίως έχει περίπου 1700 εισερχόμενους φοιτητές ERASMUS. Η αναλογία των σπουδαστών Erasmus ανά 1000 σπουδαστές είναι περίπου 2,8, ποσοστό που αναλογεί κατά προσέγγιση στο ένα τρίτο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Όπως ανέφερε ο κ. Παπανικολάου, ότι ενώ ολοένα και περισσότεροι φοιτητές των κρατών μελών της Ε.Ε. (περίπου 200.000 εητσίως) χρησιμοποιούν το πρόγραμμα Εrasmus προκειμένου να σπουδάσουν σε κάποια χώρα του εξωτερικού, ελάχιστοι εξ΄ αυτών επιλέγουν την Ελλάδα ως ακαδημαϊκό προορισμό.
Εξάλλου από πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας, προκύπτει ότι η αναλογία εξερχόμενων προς εισερχόμενων φοιτητών στην χώρα μας στο πλαίσιο του προγράμματος Εrasmus είναι ένας προς δύο, όταν ενδεικτικά στο Ην. Βασίλειο, το Βέλγιο, και την Ολλανδία για κάθε εξερχόμενο φοιτητή αντιστοιχούν τουλάχιστον 5 εισερχόμενοι. Η Ελλάδα, άλλωστε, είναι από τους λιγότερο δημοφιλείς ακαδημαϊκούς προορισμούς στην Ευρώπη μαζί με την Σλοβενία, την Ουγγαρία και την Τσεχία. Εξάλλου, στην ίδια έρευνα προκύπτει ότι η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και η γραφειοκρατία που επικρατεί στην χώρα υποδοχής αποτελούν καθοριστική παράμετρο στην τελική επιλογή των υποψήφιων ακαδημαϊκών μεταναστών.
«Η ελληνική παιδεία πάσχει από τις ίδιες ασθένειες της οικονομίας. Ανεπαρκή ανταγωνιστικότητα, χαμηλή ποιότητα, έλλειψη καινοτομίας και πρωτοβουλιών. Ο συνδυασμός λιμνάζουσας οικονομίας και χαμηλής ποιότητας στην εκπαίδευση αποτελεί εγγυημένη συνταγή εθνικής αποτυχίας. Είναι καιρός να σταματήσουν οι εξαγγελίες και να ληφθούν γενναίες και άμεσα εφαρμόσιμες αποφάσεις που θα αποκαταστήσουν το κύρος της εκπαίδευσης, που θα επαναφέρουν την ελληνική παίδεια στο επίπεδο που αρμόζει σε μιά πραγματικά ανεπτυγμένη χώρα» τόνισε ο κ. Παπανικολάου.