Αντίθετος σε ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης είναι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.
Συγκεκριμένα, σε ανακοίνωση που εξέδωσε σημειώνει, μεταξύ άλλων:
«Την περασμένη Παρασκευή ο ΔΣΑ και οι άλλοι αρμόδιοι φορείς έλαβαν αιφνιδιαστικά γνώση του σχεδίου νόμου για την επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης, το οποίο δημοσιοποιήθηκε σε χρόνο που η, πρόσφατα συσταθείσα, επιτροπή για την αναμόρφωση του ΚΠοινΔ (όπου συμμετέχει εκπρόσωπος του ΔΣΑ αλλά και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων) δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τις εργασίες της.
Κάθετα αντίθετος είναι, ιδίως, ο ΔΣΑ με το άρθρο 15 του σχεδίου, κατά το οποίο η αναβολή, ύστερα από αίτημα διαδίκου ή συνηγόρου του, δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, ενώ στη μετ'αναβολή δικάσιμο το δικαστήριο συγκροτείται από τη σύνθεση που χορήγησε την αναβολή. Ο ΔΣΑ θεωρεί τη ρύθμιση πρακτικώς ανεφάρμοστη, ελλείψει αιθουσών και δικασίμων, στις οποίες θα δύνανται να συμμετάσχουν όλα τα μέλη της συνθέσεως του δικαστηρίου. Και φρονεί, ακόμη, πως θα δημιουργηθούν αξεπέραστα προβλήματα σε όλους τους συναδέλφους, αφού το επαγγελματικό τους πρόγραμμα θα ανατρέπεται "την τελευταία στιγμή".
Με σκεπτικισμό θα πρέπει, ακόμη, να αντιμετωπισθεί και η διεύρυνση της αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Ο ΔΣΑ ασφαλώς και γνωρίζει το τεράστιο πρόβλημα που υπάρχει στη βραδύτητα εκδίκασης των κακουργημάτων από τα Τριμελή Εφετεία, που επιχειρείται να επιλυθεί με το άρθρο 4 του σχεδίου, αλλά θεωρεί πως πρέπει να προβλεφθούν ασφαλιστικές δικλίδες υπέρ των διαδίκων όπως, ενδεχομένως, η ανάθεση των σοβαρότερων πλημμελημάτων σε μονομελή σύνθεση, αλλά με συμμετοχή Προέδρου Πρωτοδικών και Εισαγγελέα Πρωτοδικών, και η εκδίκαση ορισμένων σύνθετων πλημμελημάτων (λχ υπηρεσιακά) από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Κατά τα λοιπά, ο ΔΣΑ θεωρεί πως καίριες αλλαγές στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα, όπως οι προαναφερθείσες αλλά και (ενδεικτικώς) η αναμόρφωση της ενδιάμεσης διαδικασίας, η πρόβλεψη της ποινικής συνδιαλλαγής, και η αύξηση του ορίου του εκκλητού των ποινικών αποφάσεων, ακόμη και εάν είναι θετικές, και πάλι πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας συντονισμένης και διαφανούς νομοτεχνικής επεξεργασίας με συμμετοχή και ακρόαση όλων των αρμόδιων φορέων, και όχι το προϊόν ενός αιφνίδιου νομοθετήματος που δείχνει να καταρτίστηκε υπό το καθεστώς ενός ακατανόητου -και ασφαλώς μη ωφέλιμου- πανικού».