Γιούργκεν Σταρκ: Απαραίτητες οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη

ΑΠΟΨΗ
Τετάρτη, 27 Οκτωβρίου 2010 11:36
UPD:11:37

A- A A+

Του Γιούργκεν Σταρκ*

Παρά τα όσα λέγονται σήμερα στην Ευρώπη, το ευρώ δεν περνά κρίση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι κάποιες χώρες αντιμετωπίζουν δημοσιονομική κρίση και υφίστανται τις συνέπειες της ανεπαρκούς οικονομικής μεταρρύθμισης. Οι προκλήσεις δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ζώνης του ευρώ – ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη.

Από την τρέχουσα κρίση, όλες οι χώρες πρέπει να βγάλουν συγκεκριμένα συμπεράσματα. Στη ζώνη του ευρώ, αντί να αρνούνται πεισματικά το ότι η νομισματική ένωση περιορίζει την εθνική δημοσιονομική κυριαρχία, πρέπει να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα στην οικονομία και να εφαρμόσουν πιο αυστηρούς δημοσιονομικούς κανονισμούς.

Όταν ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, το ευρώ αποτέλεσε ασπίδα για τα κράτη μέλη, τα οποία σε αντίστοιχη κατάσταση θα είχαν βουλιάξει σε βαθιά συναλλαγματική κρίση. Ίσως η ασπίδα λειτούργησε τόσο αποτελεσματικά επειδή οι πιο χώρες με τα πιο αδύναμα στοιχεία δεν αντιμετωπίστηκαν με πειθαρχία από τις χρηματοοικονομικές αγορές.

Πράγματι, παρά τις διευρυμένες ανισορροπίες και τις τεράστιες διαφορές σε επίπεδο ιδιωτικού και δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη, τα spread των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων αμβλύνθηκαν στην πορεία προς την κρίση. Οι παράγοντες της αγοράς –συμπεριλαμβανομένων των οίκων πιστοληπτικής ικανότητας– είτε παρερμήνευσαν απροκάλυπτα τον κίνδυνο είτε δεν πήραν ποτέ στα σοβαρά τον όρο περί μη διάσωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Εν τω μεταξύ, οι θεσμικοί μηχανισμοί που είχαν εφαρμοστεί με στόχο τον συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών παρέμειναν αδρανείς. Στο σκέλος της δημοσιονομικής πολιτικής, οι κανονισμοί του Πακέτου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποδυναμώθηκαν ακόμη περισσότερο, ενώ οι αποφάσεις για λήψη διαρθρωτικών μέτρων και πιθανή επιβολή κυρώσεων λαμβάνονταν με γνώμονα τα κοντόφθαλμα πολιτικά συμφέροντα.

Όσο οι εν δυνάμει αμαρτωλοί της Ευρώπης συνεχίζουν να κρίνουν τους de facto αμαρτωλούς, η άσκηση πιέσεων στους εταίρους δεν θα έχει αποτέλεσμα. Η αλήθεια είναι πως κάθε τόσο εκπονούνταν προγράμματα μείωσης του ελλείμματος με βάση υπερβολικά αισιόδοξες υποθέσεις για το ρυθμό ανάπτυξης, ενώ σε εποχές ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης η μείωση του χρέους ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Τα στατιστικά στοιχεία δεν ήταν σε όλες τις χώρες αξιόπιστα και για πολλά χρόνια δεν υπήρχε η πολιτική βούληση για την προστασία των προϋπολογισμών από τις επιπτώσεις της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού στο κόστος της συνταξιοδότησης και της περίθαλψης.

Όλες αυτές οι αδυναμίες ήρθαν στο προσκήνιο το 2005, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποδυνάμωσαν τους κανονισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σε σημείο να τους κάνουν προαιρετικούς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή την απόφαση –οι δραματικές συνέπειες της οποίας ξεπέρασαν και τους χειρότερους εφιάλτες μας.

Η χρηματοοικονομική κρίση επέφερε σφοδρό πλήγμα στους εύθραυστους δημοσιονομικούς προϋπολογισμούς. Οι επιπτώσεις των αυτόματων σταθεροποιητικών παραγόντων στην οικονομική επιβράδυνση, της στήριξης των τραπεζών από το κράτος και των πακέτων δημοσιονομικών κινήτρων που εκπόνησαν οι κυβερνήσεις υπονομεύουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Η ξαφνική επανεκτίμηση του δημοσιονομικού κινδύνου στις χρηματοοικονομικές αγορές ασκεί στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης μεγάλη πίεση για μείωση των ελλειμμάτων τους. Υπάρχει, όμως, κίνδυνος η δημοσιονομική εξυγίανση να ατονήσει όταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα περιοριστούν αρκετά ώστε να καθησυχαστούν οι αγορές. Για την ελαχιστοποίηση αυτού του κινδύνου, τα κράτη της ευρωζώνης πρέπει να ξαναδουλέψουν εκ βάθρων για να ενισχύσουν το θεσμικό πλαίσιο με στόχο το συντονισμό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων –που θα έπρεπε να έχουν γίνει προ πολλού– και τη διασφάλιση της ευρωστίας των δημόσιων οικονομικών.

Οι προσπάθειες αυτές χρειάζονται προϋποθέτουν μεταρρυθμίσεις μεγάλης εμβέλειας. Αυτό που χρειάζεται είναι αποπολιτικοποίηση της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής εποπτείας, επιβολή αυστηρότερων και πιο δεσμευτικών κανονισμών και ηπιότερη χρήση κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης αυτών και, τέλος, στενή συνεργασία επί των οικονομικών πολιτικών. Η αποπολιτικοποίηση της εποπτείας μπορεί να επιτευχθεί ευκολότερα με τη σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα, επίσημου ή ανεπίσημου, ενώ οι αυστηρότεροι και πιο δεσμευτικοί κανονισμοί πρέπει να προβλέπουν μεγαλύτερη συσχέτιση ανάμεσα στα κριτήρια ελλείμματος και χρέους.

Πράγματι, για τη μείωση των τρεχόντων επιπέδων χρέους στην ευρωζώνη χρειάζεται ουσιαστική εξυγίανση. Πρώτον, οι κυβερνήσεις πρέπει να μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα κάτω του 3% επί του ΑΕΠ, όπως είχε συμφωνηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεύτερον, για να τεθούν τα υψηλά επίπεδα χρέους υπό έλεγχο, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να στοχεύσουν στη μείωση των ελλειμμάτων τους σύμφωνα με τους μεσοπρόθεσμους στόχους του προϋπολογισμού τους.

Οι κυρώσεις, για να είναι αξιόπιστες, θα πρέπει να «μπουν στο παιχνίδι» προτού η χώρα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσχέρειες. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να έχουν αμιγώς οικονομικό χαρακτήρα αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνουν και άλλα μέτρα. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να επιβάλλονται όταν οι κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις ελάχιστες απαιτήσεις για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων τους. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να γίνονται αμείλικτοι –ανάλογα με το βαθμό και το διάστημα της παραβίασης των κανονισμών.

Όσον αφορά στη διαρθρωτική πολιτική, χρειάζεται ένα καλύτερο πλαίσιο εποπτείας και διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας κάθε κράτους χωριστά με στόχο την ελαχιστοποίηση των ανισορροπιών. Αυτό σημαίνει παρακολούθηση της ανταγωνιστικότητας, η οποία πρέπει να τεθεί υπό εποπτεία.

Οι χώρες θα πρέπει να ομαδοποιούνται ανάλογα με το πόσο ευάλωτα είναι τα οικονομικά τους. Όσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος, τόσο πιο δεσμευτικές είναι οι συστάσεις για μείωση των ανισορροπιών και τόσο πιο αυστηρή είναι η παρακολούθηση του πόσο πιστά τηρούνται τα αντίστοιχα μέτρα και τόσο αυστηρότερες κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση κατΆ επανάληψη παραβίασης των κανονισμών.

Κάποιοι έχουν προτείνει τη θέσπιση ενός νέου μηχανισμού διαχείρισης της κρίσης, κάτι που κατά πάσα πιθανότητα προϋποθέτει τροποποίηση της συνθήκης. Εάν, όμως, οι μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής και συντονισμού της οικονομικής πολιτικής αποδειχθούν εύστοχες, ένας τέτοιος μηχανισμός δεν θα χρειαστεί να ενεργοποιηθεί ποτέ, οπότε θα είναι περιττός.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική εξυγίανση, παρεμπιπτόντως, δεν είναι υπόθεση μόνο των χωρών με έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Φυσικά, η πίεση που ασκείται σε αυτά τα κράτη για να λάβουν μέτρα είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ωστόσο, για καμία χώρα του ευρώ δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα δημοσιονομικά της χαρακτηρίζει «αέναη ευρωστία». Και οι πλεονασματικές χώρες θα πρέπει να δρομολογήσουν μέτρα ενίσχυσης της εγχώριας οικονομίας, παρέχοντας κίνητρα για τις επενδύσεις και την απασχόληση.

Τα διορθωτικά αυτά μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία. Χωρίς διαθρωτικές αλλαγές που θα ενισχύσουν την απασχόληση και την ανάπτυξη, ακόμη και οι πιο ένθερμες προσπάθειες εδραίωσης της ανάκαμψης θα πέσουν στο κενό –τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

*Ο Γιούργκεν Σταρκ είναι μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Copyright: Project Syndicate/EuropeΆs World, 2010

Προτεινόμενα για εσάς


NAFTEMPORIKI TV