Παρουσία του επιτίμου προέδρου της ΝΔ Κ. Μητσοτάκη, του υπουργού Εσωτερικών Π. Παυλόπουλου, του προέδρου της Βουλής Δ. Σιούφα και πολλών βουλευτών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ, μεταξύ των οποιων οι κ.κ. Ευ. Βενιζέλος, Τ. Γιαννίτσης και Α. Πεπονής, πραγματοποιήθηκε χθες το βράδυ στην παλαιά Βουλή η εκδήλωση για το νέο βιβλίο του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Αλέκου Παπαδόπουλου, «Τα βήματα του Εστερναχ - η Ελλάδα μετά το 2010» (εκδόσεις Εστία).
Στόχος του συγγραφέα, να συμβάλλει, όπως είπε ίδιος, στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής πλατφόρμας για το ΠΑΣΟΚ, αναγκαίας πριν από τις εκλογές, οι οποίες όπως υπογράμμισε, «πρέπει να διεξαχθούν σύντομα για να προκύψει μια κυβέρνηση, με σθένος να πάρει αποφάσεις ίσως αρκετά οδυνηρές».
«Το ΠΑΣΟΚ -τόνισε- έχει τη μοναδική ευκαιρία να κερδίσει εκείνο το επιφυλακτικό μέχρι σήμερα αλλά και ψύχραιμο τμήμα της κοινωνίας που διαθέτει γνωστικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, επιστημονικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, το οποίο θα προσδιορίσει την τελική στάση του στις επερχόμενες εκλογές μόνο με ρεαλιστικά κριτήρια όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης και την εν συνεχεία εξέλιξη της χώρας και δεν θα παρασυρθεί από τις γνωστές πλειοδοσίες του προεκλογικού ανταγωνισμού».
Ο τίτλος του βιβλίου βασίζεται σε μια παραβολή. Οι κάτοικοι του Εστερναχ - του σημερινού Λουξεμβούργου - γιορτάζοντας κάθε χρόνο τη μεγάλη πορεία του Αγίου Βίλιμπρορντ να προσυλητίσει ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, προχωρούν προς την εκκλησία ο ένας πίσω από τον άλλο κάνοντας δυο βήματα πίσω για κάθε τρία βήματα μπροστά προκειμένου να συμβολίσουν με την ιδιάζουσα αυτή πομπή τη δυσκολία του ανθρώπου να προσεγγίσει την τελική σωτηρία.
Κάπως έτσι, σημειώνει ο Αλέκος Παπαδόπουλος, και η χώρα μας βρίσκεται σήμερα σε μια μετέωρη κατάσταση όπου το βήμα που ετοιμάζεται να κάνει, δεν ξέρουμε αν θα είναι προς τα μπρος ή προς τα πίσω.
Όπως επεσήμανε ο ίδιος, «το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος. Το δημοσιονομικό μας πρόβλημα είναι το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα» και γι αυτό θεωρεί «πρώτη προτεραιότητα και αναγκαίο πρόκριμα την αναμόρφωση αυτού του συστήματος».
«Ο συγγραφέας δεν εδικαιούτο να μην γράψει αυτό το βιβλίο», τόνισε χαρακτηριστικά κατά την παρουσίαση, ο συνταγματολόγος Δ. Τσάτσος, εξαίροντας την παραβολή, αλλά και την καταγραφή της τελευταίας δεκαετίας (από το 2001 μέχρι σήμερα) από το συγγραφέα ως «ηττημένης δεκαετίας». Ο κ. Τσάτσος επικρότησε επίσης τον όρο «συντεχνιακός καθεστωτισμός», που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας θεωρώντας συνυπεύθυνο τον εαυτό του για την κατάσταση που επικρίνει. Ο Αλέκος Παπαδόπουλος κατέληξε ο κ. Τσάτσος, έχει την τόλμη να είναι δυσάρεστος.
Ο κριτικός τέχνης Κ. Γεωργουσόπουλος αναφέρθηκε στο νέο ήθος που επαγγέλλεται ο συγγραφέας, προσθέτοντας ότι όλα φαίνεται να ξεκινούν από τον πολιτισμό, από το αίτημα για παιδεία. Μίλησε ωστόσο για τις μεταρρυθμίσεις που έχει βιώσει και απέβησαν όλες άκαρπες, αφήνοντας την αίσθηση ότι «δεν κάναμε τίποτα». Πρέπει να ξανασκεφθούμε θεμελιώδη πράγματα, κατέληξε ο κ. Γεωργουσόπουλος, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο πολύ σημαντική παρέμβαση στην πολιτική και πολιτιστική μας ζωή.
Ο εισαγγελέας κ. Κ. Μπάγιας συμφώνησε στις διαπιστώσεις του συγγραφέα ότι η Ελλάδα δεν ολοκληρώθηκε θεσμικά γιατί δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί κοινωνικά, ενώ απέδωσε την κρίση των θεσμών -που όπως σημείωσε, ποτέ δεν ήταν ισχυροί- σε πολιτισμικούς λόγους. Τόνισε επίσης ότι οι θεσμοί συνδέονται άμεσα με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και χαρακτήρισε βασικό παράγοντα ανάσχεσης της ανάπτυξης, την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη δικαιοσύνη.
Επιπρόσθετα, υπογράμμισε πως υπάρχει αίτημα για περισσότερη δικαιοσύνη που εκφράζεται είτε με την αμφιβολία αν θα τιμωρηθεί επιτέλους και κανένας μεγαλόσχημος, είτε με την προσφυγή των θιγομένων στα κανάλια αντί για τα δικαστήρια.
Συμφώνησε ωστόσο με τον συγγραφέα ότι η κατάσταση είναι αναστρέψιμη και ότι «το όνειρο είναι το τελευταίο προπύργιο της ελευθερίας».
Πολύ χρήσιμο για τις μέρες μας το χαρακτήρισε και ο Αδαμάντιος Πεπελάσης προσθέτοντας ότι δεν είναι ένα συνηθισμένο πολιτικό πόνημα. Είναι, όπως είπε, μια πρόσκληση-πρόκληση για κοινό προβληματισμό. «Για να αποκαθαρθεί ο δημόσιος διάλογος από την ιδιοτελή μετριότητα. Καθαρή γραφή, έγκυρος πολιτικός λόγος, απλό και επίκαιρο μήνυμα».