H κατάσταση μοιάζει πολύ με το 1978

Δευτέρα, 18 Μαΐου 2009 16:42

A- A A+

Ο αμερικανός πρόεδρος που ωφέλησε περισσότερο το Ισραήλ δεν ήταν ο Χάρι Τρούμαν, που αναγνώρισε το εβραϊκό κράτος αμέσως μετά την ίδρυσή του. Δεν ήταν ο Κένεντι, ο Τζόνσον, ο Νίξον, ο Φορντ, ο Ρίγκαν, οι δύο Μπους ή ο Κλίντον, παρόλο που το ενίσχυσαν οικονομικά και στρατιωτικά.

Ο πρόεδρος που ωφέλησε περισσότερο το Ισραήλ, γράφει στην «Herald Tribune» ο ισραηλινός καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας Μάρτιν βαν Κρέβελντ, ήταν ο Τζίμι Κάρτερ. Ο άνθρωπος που δεν έχανε ευκαιρία να επικρίνει το Ισραήλ για τα λάθη του.

Το 1977-78, οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου που είχαν ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα από τον πρωθυπουργό Μπέγκιν και τον πρόεδρο Σαντάτ έφτασαν σε αδιέξοδο. Τα επίμαχα θέματα ήταν πόση γη έπρεπε να επιστρέψει το Ισραήλ, τι θα γινόταν με τους οικισμούς στο Σινά κλπ.

Ανέλαβε τότε μια πρωτοβουλία ο ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Μοσέ Νταγιάν, που στην πρώτη του συνάντηση με τους Αιγύπτιους είχε δράσει με μεγάλη μυστικότητα, φτάνοντας στο σημείο να μεταμφιεστεί και να χρησιμοποιήσει σωσία. Και η πρωτοβουλία του ήταν να ζητήσει από τον Μπέγκιν να φωνάξει τους Αμερικανούς.

Παρόλο που δεν μπορούσε να το πει, ο λόγος που ο Νταγιάν ήθελε τους Αμερικανούς ήταν για να ασκήσουν πίεση στον Μπέγκιν. Ο τελευταίος είχε έλθει στην εξουσία υποσχόμενος να διατηρήσει την ισραηλινή κυριαρχία στα κατεχόμενα εδάφη. Αν άλλαζε γραμμή, η κυβέρνησή του θα έπεφτε και μαζί της θα κατέρρεαν οι ελπίδες για την ειρήνη.

Το κόλπο του Νταγιάν έπιασε. Με τον πρόεδρο Κάρτερ να παρεμβαίνει προσωπικά στην ειρηνευτική διαδικασία, ο Μπέγκιν αναγκάστηκε να στραφεί στους οπαδούς του και να τους θέσει το ερώτημα: «Θέλετε πραγματικά να έλθουμε σε ρήξη με τις Ηνωμένες Πολιτείες;» Η πλειοψηφία κατανόησε το διακύβευμα και όταν ήλθε η ώρα της ψηφοφορίας ψήφισε υπέρ της συμφωνίας.

Ενας άλλος λόγος που ο Μπέγκιν κέρδισε την ψηφοφορία ήταν η υποστήριξη του Εργατικού Κόμματος, που ήταν τότε στην αντιπολίτευση.

Καθώς ο πρόεδρος Ομπάμα ετοιμάζεται να δεχθεί σήμερα στον Λευκό Οίκο τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, η κατάσταση μοιάζει πολύ με το 1978.

Τώρα, όπως και τότε, το Ισραήλ κυβερνάται από ένα δεξιό συνασπισμό.

Τώρα, όπως και τότε, το κόμμα του οποίου ηγείται ο υπουργός Εξωτερικών Αβιγκντορ Λίμπερμαν, είναι πιο σκληρό από το κόμμα του πρωθυπουργού.

Τώρα, όπως και τότε, οι συνομιλίες με την άλλη πλευρά έχουν φτάσει σε αδιέξοδο.

Τώρα, όπως και τότε, υπάρχει στην αντιπολίτευση ένα κόμμα, το Καντίμα, που υποστηρίζει την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους και είναι έτοιμο να υποστηρίξει μια ενδεχόμενη συμφωνία.

Η σημαντικότερη διαφορά έχει να κάνει με τις προσωπικότητες των Μπέγκιν και Νετανιάχου.

Ο πρώτος στόχος του ισραηλινού πρωθυπουργού είναι να αντισταθεί στις πιέσεις. Μια δημοσκόπηση που επικαλέστηκε ο αρθρογράφος της Χααρέτζ Ακίβα Ελντάρ δείχνει ότι το 53% των Ισραηλινών θεωρούν τη Δυτική Οχθη απελευθερωμένο έδαφος και μια μειοψηφία μόνο τη θεωρεί κατεχόμενη. «Όπως το κακομαθημένο παιδί», έγραψε ο Ελντάρ, «το Ισραήλ δεν βιάζεται να παραχωρήσει εδάφη που κατέχει. Το παιχνίδι, όμως, μπορεί σύντομα να τελειώσει. Η πίεση που μπορεί να ασκήσει ο αμερικανός πρόεδρος είναι μεγάλη και πολυμέτωπη».

Ο Ομπάμα θα πρέπει να θυμάται πως, ό,τι και να λένε δημοσίως, και οι δύο πλευρές στη Μέση Ανατολή περιμένουν εδώ και χρόνια ένα δεύτερο Τζίμι Κάρτερ. Η αποστολή του είναι να φέρει κοντά τα δύο μέρη και να τα αναγκάσει να κάνουν αυτό που αδυνατούν να κάνουν από μόνα τους: να ξεχάσουν τις πιο ακραίες διεκδικήσεις τους και να έλθουν σε κάποια συμφωνία.

Το αποτέλεσμα πιθανότατα δεν θα ικανοποιήσει καμιά από τις δύο πλευρές. Θα εκτονώσει όμως τις εντάσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα σύγκρουση.

Πηγή: International Herald Tribune, ΑΠΕ-ΜΠΕ, Guardian

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή