Να μειώσουν τον αριθμό των πυρηνικών όπλων αποφάσισαν ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, κατά την παρθενική επίσκεψη του πρώτου στη Ρωσία με την ιδιότητα του προέδρου των ΗΠΑ, που στόχο έχει να τεθούν σε νέα βάση οι σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες είχαν φτάσει στα χειρότερα επίπεδα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επί προεδρίας Μπους.
Όπως ανέφερε κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου ο Ομπάμα, η σχετική συμφωνία θα έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος του χρόνου.
Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να μειώσουν τις ανεπτυγμένες πυρηνικές κεφαλές στις 1.500 με 1.670 μέσα σε επτά χρόνια από την έναρξη της ισχύος της νέας συνθήκης.
«Μέσα σε επτά χρόνια από τότε που θα τεθεί σε ισχύ αυτή η συμφωνία και στο μέλλον, τα όρια των συστημάτων στρατιωτικής εκτόξευσης πρέπει να είναι μεταξύ 500-1.100 μονάδων και για τις κεφαλές που συνδέονται με αυτά μεταξύ 1.500 – 1.670 μονάδων», όπως αναφέρεται στη συμφωνία-πλαίσιο στην οποία κατέληξαν ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και ο Ρώσος ομόλογός του Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Η Ρωσία έδωσε επίσης την άδεια για τη χρήση του εναέριου χώρου της για την μεταφορά στρατιωτών και αμερικανικού στρατιωτικού υλικού με προορισμό το Αφγανιστάν. Ο Αμερικανός πρόεδρος χαρακτήρισε τη συμφωνία αυτή «ουσιώδη συνεισφορά στις προσπάθειες των συμμαχικών δυνάμεων».
Η Ομπάμα χαρακτήρισε τις συνομιλίες με τον Μεντβέντεφ πολύ παραγωγικές και πρόσθεσε πως οι δύο χώρες αποφάσισαν «να κάνουν επανεκκίνηση» στις διμερείς τους σχέσεις. Αναφερόμενος στη Γεωργία τόνισε πως η κυριαρχία της πρέπει να γίνει σεβαστή.
Ο Μεντβέντεφ έκανε λόγο για ειλικρινείς συνομιλίες ενώ σε ό,τι αφορά το επίμαχο ζήτημα της αντιπυραυλικής ασπίδας, επισήμανε πως παραμένουν οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Όμως μίλησε για πρόοδο, καθώς, όπως ανέφερε, η κυβέρνηση Ομπάμα είναι διατεθειμένη να ακούσει τις ρωσικές ανησυχίες. Και ο Ομπάμα εξέφρασε την πεποίθηση πως Μόσχα και Ουάσιγκτον θα μπορούσαν να φτάσουν σε συμφωνία για το θέμα αυτό. Σήμερα, οι δύο πλευρές απλώς συμφώνησαν στην ανταλλαγή εμπειρογνωμόνων προκειμένου «να μελετήσουν το πρόβλημα μαζί».
Παράλληλα, συμφωνήθηκε η επανάληψη των κοινών στρατιωτικών δραστηριοτήτων, οι οποίες είχαν ανασταλεί τον Αύγουστο του 2008, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Γεωργία .
Νωρίτερα, κατά την έναρξη των συνομιλιών με τον Ρώσο ομόλογό του στο Κρεμλίνο, ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε πεπεισμένος ότι οι διαπραγματεύσεις πιθανώς να έχουν ως αποτέλεσμα να σημειωθεί «εξαιρετική πρόοδος» με τη Ρωσία σε ένα ολόκληρο φάσμα ζητημάτων.
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να χτίζουμε πάνω στις εξαιρετικές συνομιλίες που είχαμε στο Λονδίνο», δήλωσε ο Ομπάμα στον Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Υποδεχόμενος τον Αμερικανό ομόλογό του, ο Μεντβέντεφ εξέφρασε την ευχή οι δύο χώρες να γυρίσουν «τις δύσκολες σελίδες» των τελευταίων ετών και να ανοίξουν νέες.
Το προεδρικό αεροσκάφος Air Force One προσγειώθηκε το πρώι στο αεροδρόμιο Βνούκοβο της ρωσικής πρωτεύουσας, μεταφέροντας τον Αμερικανό πρόεδρο, τη σύζυγό του και τις δυο τους κόρες. Στη συνέχεια ο Αμερικανός πρόεδρος κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του ¶γνωστου Στρατιώτη.
Αύριο ο Ομπάμα θα έχει συνάντηση με τον πρωθυπουργό Βλαντιμίρ Πούτιν, που αναμένεται να είναι «δύσκολη» μετά τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου την περασμένη εβδομάδα ότι ο κ. Πούτιν είναι προσκολλημένος στον ψυχροπολεμικό τρόπο σκέψης.
Ο Μεντβέντεφ είχε δηλώσει «μετρίως αισιόδοξος» για την επίσκεψη Ομπάμα. Εκτός από το θέμα της αντιπυραυλικής ασπίδας, ένα ακόμα ευαίσθητο ζήτημα για τη Μόσχα είναι η εξάπλωση του ΝΑΤΟ σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Σε συνέντευξή του, ο Ρώσος πρόεδρος είχε δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα κερδίσουν μία πλήρη συμφωνία με τη Ρωσία για τον έλεγχο των όπλων αν εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για την αντιπυραυλική ασπίδα, ένα συσχετισμό που ο Ομπάμα έχει απορρίψει.
Δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την παραμονή της επίσκεψης Ομπάμα κατέδειξε τη βαθιά καχυποψία των Ρώσων για τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ, το 75% των Ρώσων πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ καταχρώνται τη δύναμή τους και μόλις το 2% έχουν «πολλή εμπιστοσύνη» στον Μπαράκ Ομπάμα ότι θα πράξει το σωστό στις διεθνείς σχέσεις.
Πηγές: Reuters, BBC