Οι ευθύνες για τις πυρκαγιές στην Αττική εντοπίζονται σε πολιτικό επίπεδο και πρέπει να καταλογιστούν, τόνισε στο naftemporiki.gr ο γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς, Δημήτρης Καραβέλλας.
Ο κ. Καραβέλλας έφερε το παράδειγμα των εθελοντικών ομάδων, οι οποίες, παρόλο που είναι ικανές και πρόθυμες να βοηθήσουν, η έλλειψη συντονισμού από το κράτος σημαίνει ότι δεν αξιοποιούνται. Επισήμανε ότι η κλιματική αλλαγή σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ πιο προσεκτικοί με τα δάση, ενώ ανέφερε ότι οι περιοχές της Πεντέλης που έχουν καεί πολλές φορές στο παρελθόν θα αναγεννηθούν δύσκολα. Το πιο σημαντικό όμως είναι να προστατευθούν από αλλαγές χρήσεων γης.
Συνέντευξη στην Αλίνα Σαράντη
Ποια είναι η εκτίμησή σας για το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής σε σύγκριση και με παλιότερες πυρκαγιές;
«Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε ακόμα ακριβώς ποιο θα είναι το πρόβλημα, μιλώντας πάντα για τη φωτιά της Αττικής, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικές πυρκαγιές που προέκυψαν τις τελευταίες ημέρες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα προκύψουν σημαντικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, αλλά και για εμάς τους ίδιους. Μιλάμε για απώλεια βιοποικιλότητας, για υποβάθμιση βιοτόπων, για αύξηση του ρίσκου πλημμυρικών φαινομένων και για αλλαγή μικροκλίματος από την απώλεια όλων αυτών των εκτάσεων. Το πόσο ακριβώς θα επηρεαστούν όλα αυτά θα το εκτιμήσουμε μέσα στις επόμενες ημέρες και θα μπορέσουμε να δώσουμε μία καλύτερη εικόνα. Το σίγουρο είναι πως για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου το περιβάλλον έχει αλλάξει πολύ σημαντικά μετά τις πυρκαγιές αυτές».
Πού εντοπίζετε τις ευθύνες;
«Αυτό που τραγικά διαπιστώνουμε μετά τις πυρκαγιές αυτές είναι ότι δύο χρόνια μετά τις καταστροφές του καλοκαιριού του 2007, η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τα ίδια προβλήματα που είχαμε δει και τότε: ελλιπής σχεδιασμός πρόληψης-καταστολής, κακός συντονισμός των δυνάμεων, ανεπαρκής αξιοποίηση των εθελοντών και βεβαίως η συνεχιζόμενη αδράνεια σε σχέση με τη σύνταξη των δασικών χαρτών. Όλα αυτά τα ζητήματα είναι ζητήματα που δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι οι πολίτες να τα λύσουμε από μόνοι μας. Eίναι προφανές ότι οι ευθύνες είναι σε πολιτικό επίπεδο και, ιδιαίτερα μετά την τραγωδία του 2007, θα περίμενε κανείς ότι θα είχε αφυπνιστεί πολύ περισσότερο ο πολιτικός κόσμος γύρω από αυτά τα ζητήματα. Γι’ αυτό κι εμείς από τη δική μας πλευρά ξεκαθαρίζουμε και λέμε ότι οι ευθύνες είναι προφανώς πολιτικές και πρέπει να καταλογιστούν».
Οι ευθύνες μας ως πολιτών;
«Ποτέ δεν βγάζουμε τους πολίτες έξω από αυτή την εικόνα. Είναι προφανώς πολλά αυτά που μπορούμε εμείς να κάνουμε και βεβαίως δεν είναι άσχετο το πολιτικό σύστημα από αυτά που επιθυμούν και διεκδικούν οι πολίτες, αλλά τονίζω και πάλι ότι μία σειρά από θεσμικές και άλλες παρεμβάσεις δεν μπορούν να γίνουν από εμάς τους ίδιους. Θα σας δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Είδαμε για άλλη μία φορά σε αυτή την πυρκαγιά μεγάλο ενδιαφέρον από πολίτες, από εθελοντές για να βοηθήσουν. Η δουλειά που κάνουμε τα δύο τελευταία χρόνια μας έχει δείξει ότι υπάρχουν πολλές αξιόλογες εθελοντικές ομάδες σε όλη την Ελλάδα, ικανότατες και πολύ πρόθυμες να βοηθήσουν και στο έργο της πυρόσβεσης και της πρόληψης. Το κράτος όμως είναι αυτό το οποίο δεν έχει κάνει όσα θα έπρεπε να κάνει για να τους αξιοποιήσει σωστά, να τους αξιολογήσει, να τους στηρίξει, να τους εντάξει σε ένα ευρύτερο σύστημα. Αυτό είναι ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα όπου οι πολίτες θέλουν, οι πολίτες μπορούν, αλλά το κράτος δεν βοηθάει».
Κάθε χρόνο γινόμαστε θεατές στο ίδιο έργο, όπως έχετε γράψει και εσείς, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες μεσογειακές χώρες, όπως στην Ισπανία, καθώς και στις ΗΠΑ και αλλού. Σε ποιο βαθμό μπορεί να αποφευχθεί κάτι τέτοιο και μήπως τελικά δεν μπορεί να αποφευχθεί;
«Έχουμε πει ξανά και ξανά ότι εάν στο παρελθόν έπρεπε να είμαστε μία φορά προσεκτικοί και σε επαγρύπνηση για τα θέματα των πυρκαγιών, λόγω της κλιματικής αλλαγής, η προσοχή αυτή πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη. Κλιματική αλλαγή με δύο κουβέντες σημαίνει ότι τα δάση στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη τη Μεσόγειο, θα είναι και πολύ πιο ευάλωτα και πολύ πιο σημαντικά για εμάς τους ίδιους. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια περιθώρια για εφησυχασμό, δεν υπάρχουν περιθώρια για αδράνεια. Πρέπει να κάνουμε αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να μετριάσουμε την υπόθεση αυτή και να προσαρμοστούμε σωστά. Εγώ δεν λέω ότι πυρκαγιές θα σταματήσουν να υπάρχουν. Είναι προφανές ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Το πώς όμως διαχειριζόμαστε όλο αυτό, ποια είναι η έκταση των πυρκαγιών, σε ποιες περιοχές και με ποιον τρόπο, αυτό είναι κάτι για το οποίο πιστεύω ότι μπορούμε ακόμα να κάνουμε πάρα πολλά για να το αποτρέψουμε».
Ποια είναι τα βήματα που πρέπει να γίνουν από εδώ και μπρος για την προστασία των περιοχών που κάηκαν τώρα και για την αναγέννηση του δάσους; Ισχύει ότι θα είναι πολύ δύσκολη η αναδάσωση, ιδιαίτερα της Πεντέλης, καθώς το δάσος έχει καεί στο παρελθόν πολλές φορές;
«Σε θεσμικό επίπεδο υπάρχει το αυτονόητο της ανάγκης να κηρυχθούν όλες αυτές οι εκτάσεις αναδασωτέες. Υπάρχει όμως και το πρακτικό ζήτημα, έτσι ώστε η κήρυξη αυτή να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα. Δηλαδή να μην δούμε τσιμέντο εκεί που στο παρελθόν είχαμε δάσος, όπως έχουμε δει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Υπάρχει και το άλλο ζήτημα του κατά πόσο μπορεί το οικοσύστημα σε αυτές τις περιοχές που είναι ήδη “πληγωμένο” να ανακάμψει. Φοβάμαι ότι σε κάποιες περιοχές που έχουν ήδη διπλο- και τριπλο-καεί – σήμερα το πρωί είδαμε από κοντά με λύπη ότι όλο το κομμάτι που αναδασώθηκε στην Πεντέλη το ΄98, το ΄95 και το ’93 είναι εντελώς καμμένο – για τέτοιες περιοχές τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα γιατί και τα εδάφη είναι πια πολύ πιο φτωχά και η φυσική αναγέννηση είναι από δύσκολη έως αδύνατη. Εκεί που θα χρειαστεί παρέμβαση θα πρέπει να γίνει με τρόπο επιστημονικό και όχι με τρόπο εντυπωσιακό. Πηγαίνοντας βήμα-βήμα θα πρέπει να αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της και από εκεί και πέρα να παρέμβουμε εκεί που χρειάζεται και όπως χρειάζεται. Τονίζω όμως ότι ειδικά γι’ αυτά τα δάση το σημαντικότερο είναι να θωρακιστούν από αλλαγές χρήσεων γης».