Εν αρχή ην η λέξη. Η λέξη ήταν «Σοβιέτ». Αυτό είναι το όνομα ενός ξενοδοχείου που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της Λεωφόρου Λένιγκραντ, στη Μόσχα. Απέναντί του βρίσκεται ένα κατάστημα που σερβίρει κεμπάμπ και ήταν πάντα γνωστό ως «Αντισοβιέτ», όχι επειδή η πελατεία του ή τα κρέατά του ήταν υπονομευτικά, αλλά επειδή βρίσκεται απέναντι από το «Σοβιέτ».
Τον περασμένο μήνα, οι ιδιοκτήτες του καταστήματος αποφάσισαν να ονομάσουν και επίσημα το μαγαζί «Αντισοβιέτ», τοποθετώντας και τη σχετική επιγραφή. Γρήγορα κατάλαβαν όμως ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Και το πολιτικό σκάνδαλο που δημιουργήθηκε λέει πολλά για την κατάσταση στη σημερινή Ρωσία.
Στις 7 Σεπτεμβρίου, η ένωση συνταξιούχων και βετεράνων πολέμου της Μόσχας διαμαρτυρήθηκε στις τοπικές αρχές για την πρωτοβουλία αυτή και ζήτησε να αλλάξει το όνομα, ώστε να μην προσβάλλονται εκείνοι «που σέβονται τη σοβιετική περίοδο της ιστορίας μας». Το υπόμνημα έφερε την υπογραφή του 84χρονου Βλαντίμιρ Ντολγκίχ, πρώην στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι τοπικές αρχές πράγματι απείλησαν τους ιδιοκτήτες και τους υποχρέωσαν να αλλάξουν το όνομα του καταστήματος.
Το επεισόδιο αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του δημοσιογράφου και πρώην διαφωνούντα Αλεξάντερ Ποντραμπίνεκ, ο οποίος είχε αποκαλύψει στο παρελθόν τη χρησιμοποίηση της ψυχιατρικής για κατασταλτικούς σκοπούς και είχε φυλακιστεί για «αντισοβιετική προπαγάνδα». Ο Ποντραμπίνεκ έγραψε ένα άρθρο στο οποίο κατηγόρησε τους βετεράνους πολέμου ότι προσπαθούν να δικαιολογήσουν το σοβιετικό παρελθόν, που είναι «αιματηρό και επονείδιστο». Αμέσως δέχθηκε επίθεση από τους «Νάσι», μια οργάνωση που έχει ιδρύσει το Κρεμλίνο και πρόσκειται στον σημερινό πρωθυπουργό. Οι «Νάσι» άρχισαν να διαδηλώνουν καθημερινά έξω από το σπίτι του δημοσιογράφου, απαιτώντας είτε να ζητήσει συγγνώμη από τους βετεράνους είτε να εγκαταλείψει τη χώρα.
Το σκάνδαλο έλαβε διαστάσεις. Δημοσιογράφοι και ακτιβιστές πήραν το μέρος του Ποντραμπίνεκ. Ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ του πρόσφερε προστασία. Η Ελα Παμφίλοβα, υπεύθυνη στο Κρεμλίνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατήγγειλε τους τραμπούκους των «Νάσι», για να δεχθεί με τη σειρά της επικρίσεις από το κυβερνών κόμμα της Ενωμένης Ρωσίας.
Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε ανάγκασε τους «Νάσι» να υποχωρήσουν. Προς το παρόν. Η εκστρατεία μίσους στην οποία πρωταγωνίστησαν όμως, από την οποία δεν έλειψε και ο αντισημιτισμός («Το 60% αυτών που υπογράφουν μια επιστολή υποστήριξης του Ποντραμπίνεκ είναι Εβραίοι», υποστήριξε ένας από τους νέους ιδεολόγους της Ρωσίας), αποτελεί μια σαφή ένδειξη για την προσπάθεια των αρχών να αποκαταστήσουν το παρελθόν.
Οπως γράφει ο «Εconomist», η «ανάσταση» των σοβιετικών συμβόλων άρχισε μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν, ο οποίος διέταξε να επιστρέψει -με νέους στίχους- ο σοβιετικός εθνικός ύμνος. Δέκα χρόνια μετά, σοβιετικά συνθήματα στολίζουν έναν ανακαινισμένο σταθμό του μετρό στο κέντρο της Μόσχας: «Μεγαλώσαμε με τον Στάλιν, που μας ενθάρρυνε στη ζωή μας και στη δουλειά μας».
Μέχρι πρόσφατα, η αποκατάσταση του σοβιετικού παρελθόντος ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολική. Αλλά αυτό αρχίζει να αλλάζει. Σε μια πόλη της βόρειας Ρωσίας διατάχθηκαν ανακρίσεις για έναν ιστορικό που συγκέντρωνε στοιχεία για τους γερμανόφωνους οι οποίοι εξαφανίστηκαν στα γκουλάγκ.
Αλλά και οι τοπικές εκλογές που έγιναν την 11η Οκτωβρίου ήταν «σοβιετικές» τόσο στο στιλ όσο και στην ουσία. Η συμμετοχή ανεξαρτήτων υποψηφίων στη Μόσχα δεν επιτράπηκε και μια έκθεση του πολιτικού της αντιπολίτευσης Μπόρις Νεμτσόφ για τη διαφθορά στη ρωσική πρωτεύουσα δεν έλαβε καμιά δημοσιότητα.
Η Ενωμένη Ρωσία, το κόμμα του Πούτιν, έλαβε 70% (όταν οι δημοσκοπήσεις του έδιναν 45%), ενώ οι Κομμουνιστές, το μόνο άλλο κόμμα που πέρασε το όριο για την είσοδο στη Βουλή, έλαβε 13% (από 18% στις δημοσκοπήσεις). Υπήρξαν καταγγελίες για μετανάστες από την Κεντρική Ασία που ήρθαν με πούλμαν στη Μόσχα και ψήφισαν πολλές φορές.
Ακόμη και η αποδυναμωμένη αντιπολίτευση διαμαρτυρήθηκε, πραγματοποιώντας πορεία έξω από το κοινοβούλιο. Αλλά ο πρόεδρος Μεντβέντεφ, που είχε υποσχεθεί τίμιες εκλογές, δεν είχε καιρό να τους δει.
Πηγή: The Economist, ΑΠΕ-ΜΠΕ