Στη νεότερη γενιά των Γερμανών έχουν εξαλειφθεί οι διαφορές ανάμεσα σε αυτούς που προέρχονται από την πρώην Ανατολική Γερμανία και σε αυτούς από την πρώην Δυτική, κάτι που ωστόσο δεν ισχύει για τους πιο μεγάλους, όπως είπε στο naftemporiki.gr ο Δρ Γιόχεν Στάαντ, ειδικός στην ιστορία της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Freie Universität Berlin). Αυτοί που ταυτίζονταν με το παλαιό σύστημα, νιώθουν αποξένωση στο νέο, διευκρινίζει. Ωστόσο ο Δρ Στάαντ εκτιμά ότι δεν υπάρχει πραγματική νοσταλγία για το παλιό καθεστώς, παρά μόνο για τη συναίσθημα αλληλεγγύης που ένωνε τους Ανατολικογερμανούς.
Ποιος ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του ανατολικογερμανικού καθεστώτος;
«Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ήταν το γεγονός ότι, από την ίδρυση της Ανατολικής Γερμανίας το 1949 μέχρι την κατασκευή του τείχους, η εσωτερική κατάσταση στη χώρα ήταν ασταθής: τρία εκατομμύρια άνθρωποι την είχαν εγκαταλείψει για να εγκατασταθούν στη δυτική πλευρά. Το τείχος ήταν μία απόπειρα να μπει τέλος σε αυτή την κατάσταση. Η ηγεσία να κερδίσει χρόνο ώστε να φτάσει τη Δυτική Γερμανία στην ανάπτυξη, ενώ είχε υποσχεθεί στον κόσμο ότι στο μέλλον τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, κάτι που δεν επετεύχθη ποτέ. Ήξεραν από τη δεκαετία του ΅80 ότι ήταν 15 χρόνια πίσω στην ανάπτυξη σε σχέση με τη Δυτική Γερμανία.
Ο άλλος παράγοντας είναι η επιρροή της δημοκρατίας και του πολιτισμού της Δυτικής Γερμανίας. Οι νέοι στην Ανατολική Γερμανία κατά τη δεκαετία του Ά80 άκουγαν δυτική μουσική, ζούσαν ένα δυτικό τρόπο ζωής, ενώ η γενιά που κυβερνούσε αποτελείτο κυρίως από ηλικιωμένους άνδρες. Οι πολιτισμικές τους παραστάσεις προέρχονταν από τη δεκαετία του Ά20, πριν το φασισμό και το ναζισμό, οπότε σκέφτονταν με όρους και ιδεολογίες που ήταν τελείως παρωχημένοι . Έτσι δεν κατάφεραν να εκσυγχρονίσουν την ίδια τους την κοινωνία, σε σημείο να εναντιωθούν ακόμα και στην προώθηση των αλλαγών που ήθελε να φέρει ο Γκορμπατσόφ – την εποχή εκείνη μάλιστα δεν επέτρεπαν την κυκλοφορία σοβιετικών εφημερίδων στην Ανατολική Γερμανία».
Σε ποιο βαθμό η ημέρα της πτώσης αποτελεί κομμάτι του παρελθόντος και κατά πόσο σε ποιο βαθμό στοιχειώνει ακόμα τους Γερμανούς; Έχουν κλείσει οι πληγές;
«Για τη νέα γενιά, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους δύο τομείς – όταν κανείς συναντά νέους 20-25 ετών, δεν μπορεί να καταλάβει αν προέρχονται, ας πούμε, από το Μόναχο ή τη Λειψία. Στις μεγαλύτερες ηλικίες όμως, υπάρχει ακόμα χάσμα. Υπήρχαν άνθρωποι που ταυτίζονταν με το σύστημα – ας μην ξεχνάμε ότι κυβερνών κόμμα είχε 2,3 εκατομμύρια εγγεγραμμένα μέλη, πολλά από τα οποία έγιναν μέλη επειδή είχαν πειστεί από τις ιδέες του. Υπάρχει λοιπόν ένα ποσοστό της παλαιότερης γενιάς που ταυτιζόταν με το παλιό σύστημα και τώρα νιώθει παραγκωνισμένο. Είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται εδώ στη Γερμανία – μπορεί να το έχετε και στην Ελλάδα – μετά από την κατάρρευση πολιτικών συστημάτων ή από επαναστάσεις. Για παράδειγμα, πολλοί στη Γερμανία μετά το 1918 ήθελαν πίσω τον αυτοκράτορα. Μετά το 1945, είχα πολλούς στη γενιά μου που έλεγαν “ε, δεν ήταν και τόσο κακά όταν είχαμε τον Αδόλφο Χίτλερ”… Νομίζω ότι αυτά τα φαινόμενα εξαλείφονται με το χρόνο, όταν η νέα γενιά μεγαλώνει και διαδέχεται την παλιά».
Τι πιστεύετε για αυτή την τάση νοσταλγίας που ακούμε ότι υπάρχει για την Ανατολική Γερμανία; Πιστεύετε ότι κάποιοι θα ήθελαν πραγματικά να γυρίσουν πίσω;
«Όταν κανείς κοιτάξει τις δημοσκοπήσεις ή μιλήσει με τον κόσμο, στην ερώτηση “θέλετε πίσω τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας;”, η απάντηση της συντριπτικής πλειονότητας είναι αρνητική. Δεν είναι ότι θέλουν να επανέλθει το σύστημα όπως ήταν, αλλά έχουν ένα συναίσθημα αποξένωσης στο νέο σύστημα. Στη ΛΔΓ τα πάντα ήταν αποφασισμένα και κανονισμένα για σένα. Οι αποφάσεις για τη ζωή σου λαμβάνονταν από το κόμμα, το κράτος, τις διάφορες οργανώσεις. Εκατομμύρια ήταν μέλη οργανώσεων, όπως η Οργάνωση Νεολαίας, τα συνδικάτα. Ο ι άνθρωποι δεν ήταν συνηθισμένοι να αναλαμβάνουν προσωπικά τις ευθύνες τους σε πολλά ζητήματα. Το 1989, χρειάστηκε να το κάνουν πολύ απότομα. Πολλοί από την παλαιότερη γενιά αναρωτιούνται γιατί δεν έχουμε πια αυτή την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων όπως πριν το 1989. Έπρεπε τότε να βασίζεσαι σε προσωπικές φιλίες και σχέσεις, γιατί η οργάνωση της καθημερινής σου ζωής εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από αυτές. Πολλά πράγματα, για παράδειγμα, που δεν μπορούσες να τα αγοράσεις από τα μαγαζιά, μπορούσες να τα ανταλλάξεις με φίλους. Υπήρχε έτσι μία παράλληλη οικονομία και η διάθεση για αλληλοβοήθεια. Αυτό το συναίσθημα ότι μπορείς να βασιστείς στο διπλανό σου δεν υπάρχει πια. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά το 1989, περίπου ένα εκατομμύριο νέοι άνθρωποι εγκατέλειψαν την πρώην Ανατολική Γερμανία, ειδικά την επαρχία και πήγαν εκεί που ήταν οι δουλειές, στην Δυτική Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιρλανδία, με αποτέλεσμα να μείνουν σε πολλές περιοχές μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων»….
ΑΛΙΝΑ ΣΑΡΑΝΤΗ