Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ οικονομία μέχρι σήμερα έχει διανύσει αρκετές καλές περιόδους. Η ανάπτυξη σε διεθνές επίπεδο ήταν ισχυρή και το χάσμα μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών έχει περιοριστεί αισθητά, με την Ινδία και την Κίνα να ηγούνται, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος ήταν το 2006 11,1% και 9,7% αντίστοιχα, ενώ το 2007 έφτασε το 11,5% και το 8,9%.
Ακόμα και η Αφρική έχει σημειώσει ραγδαία άνοδο καθώς η ανάπτυξή της κινείται με ρυθμό της τάξης του 5% κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών. Ωστόσο τα καλά χρόνια μάλλον πέρασαν. Έχουν αρχίσει να εντείνονται οι ανησυχίες για τις παγκόσμιες ανισορροπίες, οι οποίες αναμένεται να προκληθούν από τα τεράστια ποσά δανεισμού της Αμερικής.
Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνουν ότι ο κόσμος πρέπει να είναι ευγνώμων, καθώς οι ΗΠΑ παρέχουν στην διεθνή κοινότητα τα αγαθά που χρειάζεται, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη σταθερή ανοδική πορεία της οικονομίας, προσφέροντας υψηλά ποσοστά αποθέματος στην Ασία, τα οποία βοηθούν στην συγκέντρωση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Όμως πάντα αναγνωρίζεται ότι η αμερικανική ανάπτυξη υπό την προεδρία του Τζωρτζ Μπους δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί «σταθερή». Τώρα όμως έφτασε η ώρα του απολογισμού.
Ο αρρωστημένος πόλεμος της Αμερικής έναντι του Ιράκ έχει συμβάλλει στην αύξηση των τιμών πετρελαίου από το 2003. Στην δεκαετία του '70, ο οποιοσδήποτε κλυδωνισμός στις τιμές του αργού είχε σαν αποτέλεσμα την άνοδο του πληθωρισμού σε πολλές χώρες, ενώ σε άλλες η εν λόγω άνοδος μπορεί να προκαλούσε την ύφεση της οικονομίας, καθώς οι κυβερνήσεις προχωρούσαν σε αύξηση των επιτοκίων, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ενισχυμένες τιμές. Ωστόσο ορισμένες οικονομίες αντιμετώπιζαν την χειρότερη από όλες τις εκδοχές: στασιμοπληθωρισμό.
Μέχρι τώρα τρεις παράγοντες έχουν συμβάλλει για να αυξηθούν οι τιμές πετρελαίου. Ο πρώτος λόγος ονομάζεται Κίνα. Η ασιατική χώρα ενίσχυσε την παραγωγικότητά της, βασιζόμενη στα υψηλά επίπεδα των επενδύσεων, συμπεριλαμβανόμενων των επενδύσεων που έγιναν στον τομέα της εκπαίδευσης και της τεχνολογίας και στο πλαίσιο αυτό εξήγαγε τον αποπληθωρισμό.
Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκμεταλλεύτηκαν τις κινήσεις της Κίνας, προκειμένου να μειώσουν τα επιτόκια σε πρωτοφανή επίπεδα, προκαλώντας την κρίση στην αγορά στέγης, καθώς τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού ρίσκου ήταν πλέον προσιτά από όλους. Τέλος, όλοι οι άνθρωποι σε διεθνές επίπεδο αποδέχτηκαν ότι θα είχαν μικρότερο μερίδιο στο ΑΕΠ και παράλληλα ότι οι μισθοί τους θα είναι από εδώ και πέρα χαμηλοί.
Το παιχνίδι όμως τώρα τελείωσε. Η Κίνα πρέπει να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Επιπλέον, εάν οι ΗΠΑ πείσουν την ασιατική χώρα να ανατιμήσει το νόμισμά της, τότε θα ενισχυθεί το κόστος κατοικίας τόσο στην Αμερική όσο και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Με την παράλληλη αύξηση των βιοκαυσίμων, οι αγορές τροφίμων και ενέργειας θα αφομοιωθούν ολοκληρωτικά.
Συγχρόνως η υψηλή ζήτηση αυτών των προϊόντων σε συνδυασμό με τα χαμηλά αποθέματα και το πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών, θα προκαλέσει την ραγδαία αύξηση των τιμών στα τρόφιμα. Όλο αυτό το σκηνικό αποτελεί όμως την μεγαλύτερη απειλή των αναπτυσσόμενων κρατών.
Την ίδια στιγμή η υπερκατανάλωση στην Αμερική προμηνύει επίσης ένα δυσοίωνο μέλλον. Ακόμα και εάν η Federal Reserve συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια, οι δανειστές δεν θα ριψοκινδυνεύσουν να χάσουν και άλλα χρήματα. Με τις τιμές κατοικιών να υποχωρούν συνεχώς, ελάχιστοι Αμερικανοί θα είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν την «ασωτία» τους.
Η κυβέρνηση Μπους ωστόσο είναι αισιόδοξη ότι με κάποιο τρόπο θα προλάβει ένα κύμα κατασχέσεων και στο πλαίσιο αυτό θα διαβιβάσει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας στον επόμενο πρόεδρο, όπως άλλωστε θα γίνει και με το ζήτημα του Ιράκ.
Οι πιθανότητες επιτυχίας είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σήμερα η μοναδική ερώτηση που προκύπτει για την Αμερική είναι εάν η ύφεση θα είναι μικρής διάρκειας και θα επιφέρει λίγα προβλήματα ή εάν θα είναι βαθιά και θα διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξαγάγει τα προβλήματά τους και στο εξωτερικό, όχι μόνο μέσω της πώλησης «ελαττωματικών» δανείων, αλλά και μέσω εσφαλμένων χρηματοοικονομικών στρατηγικών, τα οποία οδήγησαν στην εξασθένηση του δολαρίου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν προβλήματα τόσο στις μακροοικονομικές όσο και στις μικροοικονομικές πολιτικές. Για παράδειγμα αυτή την στιγμή είναι πολύ δύσκολο για την Ευρώπη να εξαγάγει τα προϊόντα της. Παράλληλα η εξασθένηση του δολαρίου έχει προκαλέσει αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία.
Συγχρόνως έχει συντελεσθεί μία μαζική ανακατανομή των εισοδημάτων, καθώς τα κέρδη μεταφέρθηκαν από τους εισαγωγείς πετρελαίου στους εξαγωγείς, η πλειονότητα των οποίων ανήκουν σε κράτη μη δημοκρατικά. Είναι ασαφές λοιπόν για πόσο ακόμα οι εργαζόμενοι θα δέχονται την μείωση του επιπέδου διαβίωσής τους στο όνομα της ανισορροπίας της παγκοσμιοποίησης.
Για όλους αυτούς που πιστεύουν ότι η παγκοσμιοποίηση θα προσφέρει οφέλη τόσο στις ανεπτυγμένες χώρες όσο και στις αναπτυσσόμενες και σε αυτούς που πιστεύουν στην παγκόσμια κοινωνική δικαιοσύνη και στην σημασία της δημοκρατίας, μάλλον όλα αυτά αποτελούν άσχημα νέα. Ωστόσο ο οικονομικός πόνος είναι αρκετά δυνατός την σημερινή εποχή, καθώς ακόμα και οι «νικητές» δεν θα είναι πρόθυμοι να ξοδέψουν τα χρήματά τους.
Τα προηγούμενα εφτά έτη, οι αλόγιστες δαπάνες της Αμερικής κάλυπταν εν μέρει τα κενά που δημιουργούνταν. Τώρα όμως, λόγω της οικονομικής κρίσης, οι εν λόγω δαπάνες θα περιοριστούν σε σημαντικό βαθμό. Οι υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές των δύο μεγάλων κομμάτων έχουν υποσχεθεί στον αμερικανικό λαό ότι η χώρα θα επιστρέψει στην δημοσιονομική υπευθυνότητά της. Μέσα σε εφτά χρόνια οι ΗΠΑ είδαν το εθνικό τους χρέος να αυξάνεται στα 9 τρισ. δολάρια. Ίσως υπό άλλες συνθήκες αυτή η είδηση θα ήταν θετική, όμως δυστυχώς η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι η χειρότερη.
Ωστόσο υπάρχει μία θετική νότα σε αυτό το θλιβερό τοπίο: οι πηγές πλούτου σήμερα είναι πολύ καλύτερα κατανεμημένες συγκριτικά με μία δεκαετία νωρίτερα, καθώς τις πραγματικές μηχανές ανάπτυξης πλέον τις έχουν τα αναπτυσσόμενα κράτη.
Όμως μία πιθανή ύφεση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου εννοείται πως θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες σε όλες τις χώρες. Βασικά θα μιλάμε για διεθνή ύφεση. Εάν οι αρχές της νομισματικής πολιτικής ανταποκριθούν εγκαίρως στις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, ίσως καταφέρουμε να χειριστούμε καλύτερα το μέλλον της οικονομίας. Εάν όμως αυξηθούν τα επιτόκια αυθαίρετα για να προσεγγιστούν οι στόχοι του πληθωρισμού, τότε πρέπει να προετοιμαστούμε για το χειρότερο: ένα ακόμα επεισόδιο στασιμοπληθωρισμού.
Εάν οι κεντρικές τράπεζες ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τελικά ο πληθωρισμός θα «βγει έξω από το σύστημα». Το κόστος όμως- μείωση θέσεων εργασίας, χαμηλοί μισθοί και κατασχέσεις κατοικιών- θα είναι τεράστιο.
ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ
* Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας. Το τελευταίο του βιβλίο ονομάζεται «Making Globalization Work».
Copyright: Project Syndicate, 2008