Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία παράβασης που είχε κινήσει κατά της Ελλάδας για μη πλήρη συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Απριλίου 2005.
Η απόφαση του Δικαστηρίου επιβεβαίωνε ότι η Ελλάδα δεν είχε εφαρμόσει την οδηγία σχετικά με τον ανταγωνισμό στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες όσον αφορά τις υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης. Για το λόγο αυτόν, το 2007, η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει και πάλι την Ελλάδα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την κατηγορία ότι συνέχιζε την παράβαση και μετά την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου τον Απρίλιο του 2005. Τον Σεπτέμβριο του 2007, η Ελλάδα κοινοποίησε επίσημα στην Επιτροπή τον νέο νόμο για τη «συγκέντρωση και αδειοδότηση επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης». Ο νέος αυτός νόμος προβλέπει την ελευθέρωση των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών.
Η Επίτροπος αρμόδια για θέματα ανταγωνισμού Neelie Kroes δήλωσε τα εξής: «Η Ελλάδα επιτέλους ολοκλήρωσε το εθνικό κανονιστικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης. Οι εταιρείες που θέλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα, ιδίως στον τομέα της ψηφιακής μετάδοσης, θα γνωρίζουν πλέον ακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Ελπίζω πραγματικά να αξιοποιήσουν πλήρως τη δυνατότητα αυτή. Οι Έλληνες καταναλωτές στερήθηκαν τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ψηφιακή οικονομία για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα».
Σκοπός της οδηγίας 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι να διασφαλίσει την ύπαρξη ανταγωνιστικών συνθηκών αγοράς σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οδηγία επεκτείνει την αρχή της πλήρους ελευθέρωσης της αγοράς σε όλες τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης. Βάσει της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τα μέτρα που θα ελάμβαναν προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία, έως τις 24 Ιουλίου 2003.
Η Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Δικαστήριο για το θέμα αυτό και στις 14 Απριλίου 2005 το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως προς την εφαρμογή της οδηγίας. Στις 10 Απριλίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα πληροφορίες ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας, με «επίσημη προειδοποιητική επιστολή» βάσει των διαδικασιών παράβασης της Συνθήκης για τη μη εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου (άρθρο 228 της Συνθήκης). Η Ελλάδα απάντησε στις 26 Ιουνίου 2006 ότι επρόκειτο να ψηφιστεί νέος νόμος για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας με τον οποίο θα εφαρμοζόταν η οδηγία και στις υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης.
Η Επιτροπή ζήτησε τότε επίσημα από την Ελλάδα να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου πριν από τα τέλη του Δεκεμβρίου 2006, αποστέλλοντας «αιτιολογημένη γνώμη», το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας παράβασης. Ωστόσο, στην απάντησή της, στις 13 Μαρτίου 2007, η Ελλάδα πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση του Δικαστηρίου. Μετά την απόφαση της Επιτροπής να παραπέμψει την Ελλάδα για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή, τον Σεπτέμβριο του 2007, την ψήφιση του νόμου περί συγκέντρωσης και αδειοδότησης επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο νέος νόμος ελευθερώνει τόσο τις αναλογικές όσο και τις ψηφιακές υπηρεσίες μετάδοσης και επιτρέπει την παροχή τους βάσει δήλωσης που υποβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο ελληνικός νόμος περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών αριθ. 3431/2006. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία παράβασης.