Σημαντικά ευρήματα από την πρώτη αποστολή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στο Κουβέιτ

Τρίτη, 05 Φεβρουαρίου 2008 14:45
ΑΠΕ ΜΠΕ/ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ/STR

A- A A+

Πραγματοποιήθηκε από τις 20 Νοεμβρίου 2007 μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2008 η πρώτη επίσημη επιστημονική αποστολή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στο Κουβέιτ. Σκοπός της αποστολής, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τις κουβεϊτιανές αρχές, σε συνέχεια συμφωνίας που υπεγράφη τον Ιούλιο του 2007 ανάμεσα στο υπουργείο Πολιτισμού και το National Council for Culture, Arts and Letters του Κουβέιτ, είναι η συστηματική ανασκαφή, μελέτη, δημοσίευση, αλλά και συντήρηση των ελληνιστικών αρχαιοτήτων που υπάρχουν στο νησί Φαϊλάκα.

Με λείψανα που ξεκινούν από την εποχή του χαλκού και φθάνουν μέχρι τα νεότερα χρόνια, η Φαιλάκα, ένα νησί που βρίσκεται στον μυχό του περσικού κόλπου, κοντά στο δέλτα του ποταμού Τίγρη, είναι ένα αληθινό αρχαιολογικό πάρκο, όπου μπορεί κανείς σε μικρογραφία να παρακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη της πολυτάραχης αυτής περιοχής.

Η παρουσία των Ελλήνων που έφτασαν εδώ με τον Μεγαλέξανδρο είναι εμφανής για δύο τουλάχιστον αιώνες. Το ελληνιστικό οχυρό, ο ναός, οι βωμοί και οι αρχαίες ελληνικές επιγραφές αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον, μοναδικό στο είδος του, σύνολο που έχει βρεθεί σε μια θέση στις εσχατιές του ελληνιστικού κόσμου. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ο ίδιος ο Αλέξανδρος έδωσε στο νησί το όνομα Ίκαρος και οι διάδοχοί του στο αχανές βασίλειο των Σελευκιδών συνέχισαν να δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αποικία στο νησί με την μεγάλη στρατηγική σημασία που έλεγχε την θαλασσινή είσοδο της Μεσοποταμίας. Το ελληνιστικό οχυρό ήταν μια βάση ελέγχου του θαλάσσιου δρόμου, ένα «φυλακείο» και είναι προφανές ότι στο σημερινό όνομα του που δεν σημαίνει τίποτε σε καμία από τις γλώσσες και διαλέκτους της περιοχής διατηρείται η ελληνική λέξη που όριζε τον χαρακτήρα της αρχαίας αποικίας και διασώθηκε μέσα από τους αιώνες.

Με τις παλιότερες ανασκαφές (1958 - 1985) των Δανών, των Αμερικανών και των Γάλλων είχε αποκαλυφθεί ο ναός και ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του ελληνιστικού οχυρού. Η ελληνική αποστολή απομακρύνοντας από τον χώρο ένα πολυβολείο, τελευταίο σημάδι του πολέμου του 1990, προχώρησε στην συστηματική ανασκαφή με κάναβο τετραγώνων 5Χ5 μ. στο δυτικό τμήμα του χώρου, καλύπτοντας μια περιοχή που αντιστοιχεί με το ένα τρίτο περίπου της έκταση του οχυρού του 3ου προχριστιανικού αιώνα.

Μολονότι ο χρόνος ανασκαφής ήταν μόνον έξι βδομάδες τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα σημαντικά:

· αποκαλύφθηκε το δυτικό σκέλος του τείχους και μάλιστα όχι μόνον το χαμηλότερο λίθινο τμήμα του, αλλά και η ανωδομή από ωμά πλιθιά και αποσαφηνίστηκαν ζητήματα σχετικά με τις οικοδομικές φάσεις και την μορφή του που ήταν ως τώρα ανοιχτά στην έρευνα

· βρέθηκε τμήμα ενός εργαστηρίου στο οποίο, όπως φαίνεται, γινόταν η επεξεργασία λίθινων μελών και αναθημάτων που σχετίζονται με τους ναούς

· ανασκάφηκαν τμήματα κτισμάτων με πλούσια στρώματα καταστροφής που αντιστοιχούν στις τρεις τελευταίες φάσεις κατοίκησης του οχυρού (β΄ μισό 2ου - 1ος αι. π.Χ.)

· σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο ενός ελληνιστικού οικήματος με τοίχους από πέτρες και ωμά πλιθιά και δάπεδο από πατημένο πηλόχωμα βρέθηκε ένας μικρός κτιστός φούρνος, πολλά αγγεία, πιθάρια και αμφορείς, χύτρες, κούπες, γαβάθες, πινάκια, ποτήρια και κανάτες, αλλά και άφθονα υπολείμματα τροφής -κομμάτια ζώων, ψάρια, θαλασσινά ακόμη και ένα ολόκληρο πουλί- νομίσματα, ένα χάλκινο δαχτυλίδι και άλλα αντικείμενα που δείχνουν πως η καταστροφή -μάλλον από φωτιά- ήταν πολύ ξαφνική.

Οι τομές που έγιναν προς τα νότια του οχυρού, προς τη μεριά της θάλασσας, δείχνουν ότι η αρχαία ακτογραμμή έφτανε σχεδόν δίπλα από την τάφρο του. Σε έναν χαμηλό αμμόλοφο στα βορειοδυτικά του οχυρού ερευνήθηκε ένα ευρύχωρο κτίσμα μέσα στο οποίο υπήρχαν πολλά λίθινα εργαλεία, σαλιγκάρια και όστρεα, πολλά από τα οποία ήταν μαργαριταροφόρα, αλλά και πήλινα αγγεία, μερικά γεμάτα με άσφαλτο, που βρέθηκαν ακέραια στη θέση τους, ευρήματα τα οποία υπόσχονται να προσφέρουν στοιχεία για το ντόπιο στοιχείο και τις αλληλεπιδράσεις του με την ελληνιστική αποικία.

Παράλληλα με την ανασκαφή προχώρησε η συντήρηση των κινητών ευρημάτων, αλλά και η τεκμηρίωση των αρχιτεκτονικών λειψάνων με στόχο να συνταχθεί από την ελληνική πλευρά μια τεκμηριωμένη πρόταση για την συντήρηση και την αναστήλωση των αρχιτεκτονικών μνημείων και την συνολική ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Ικάρου, ώστε να μπορεί να γίνει προσιτός στους επισκέπτες.

Παράλληλα με τις εργασίες στο νησί, η ελληνική αποστολή φρόντισε για την συντήρηση της περίφημης στήλης της Ικάρου με την μεγάλη ελληνική επιγραφή, η οποία ήταν εκτεθειμένη στο μουσείο του Κουβέιτ και υπέστη σοβαρές ζημιές κατά την εισβολή των Ιρακινών που κατέστρεψαν το Μουσείο και λεηλάτησαν τα εκθέματα. Από το τέλος του πολέμου, μετά τον επαναπατρισμό της, για 15 περίπου χρόνια η στήλη, σπασμένη σε πολλά κομμάτια, βρισκόταν κλεισμένη σε ένα κιβώτιο. Η αποκατάσταση αυτού του μνημείου έγινε στοίχημα τιμής για την ελληνική αποστολή και παρά τις διάφορες αντικειμενικές δυσκολίες και τα προβλήματα ολοκληρώθηκε. Απομένει μόνον η αισθητική αποκατάσταση και την ανοιξη το μνημείο αυτό που μαρτυρά πιο εύγλωττα από οτιδήποτε άλλο την ακτινοβολία του ελληνικού πολιτισμού ως τα πέρατα του αρχαίου κόσμου, θα μπορεί και πάλι να αποδοθεί στο διεθνές κοινό του.

Επικεφαλής της ελληνικής αποστολής είναι η δρ Αγγελική Κοτταρίδη, αρχαιολόγος της ΙΖ΄ΕΠΚΑ με αναπληρωτή τον δρ Παναγιώτη Χατζηδάκη, αρχαιολόγο της ΚΑ ΕΠΚΑ και μέλη οι αρχαιολόγοι Δημήτρης Μπασάκος, Στέργιος Λιούλιας και Στέφανος Τάνης, οι συντηρητές Νέλη Κλαδούρη, Παναγιώτης Καματάκης, και Γιάννης Πιτσίκος, ο σχεδιαστής Παύλος Τσιόμπρας και ο ειδικευμένος τεχνίτης Γιώργος Κωνσταντινόπουλος. Στην αποστολή συμμετείχε επίσης η προϊσταμένη του κέντρου Λίθου δρ Κέλυ Κουζέλη, ενώ η ομάδα του καθηγητή γεωφυσικής του ΑΠΘ κ. Γρηγόρη Τσόκα σε συνεργασία με τον καθηγητή τοπογραφίας κ. Κώστα Τοκμακίδη πραγματοποίησε προκαταρκτική έρευνα- τοπογράφηση της περιοχής του αρχαίου οχυρού.

Προτεινόμενα για εσάς


NAFTEMPORIKI TV