Η κερδοσκοπία πίσω από την επισιτιστική κρίση

ΑΠΟΨΗ
Κυριακή, 01 Ιουνίου 2008 12:44
UPD:15:41
A- A A+

Στον ανεπτυγμένο βιομηχανικό κόσμο η αύξηση των τιμών των τροφίμων απλώς εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις στην αγορά. Στις αναπτυσσόμενες και υπανάπτυκτες χώρες όμως, όπου η πλειοψηφία του οικογενειακού προϋπολογισμού δαπανάται για την αγορά τροφίμων, η αύξηση των τιμών δεν εγείρει ζητήματα ακρίβειας αλλά επιβίωσης.

Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ της επισιτιστικής κρίσης και η εκτίναξη των τιμών των τροφίμων έχουν αναπόφευκτα μετατοπίσει ένα σημαντικό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού από τα επίπεδα της φτώχειας στα όρια ενός γενικευμένου λιμού. Στον ανεπτυγμένο βιομηχανικό κόσμο η αύξηση των τιμών των τροφίμων απλώς εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις στην αγορά. Στις αναπτυσσόμενες και υπανάπτυκτες χώρες όμως, όπου το μεγαλύτερο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού δαπανάται για την αγορά τροφίμων, η αύξηση των τιμών δεν εγείρει ζητήματα ακρίβειας αλλά επιβίωσης.

Ηδη ο ΟΗΕ έχει προσθέσει 100 εκατ. ανθρώπους στη λίστα με τους πληθυσμούς που βρίσκονται στα όρια της απόλυτης φτώχειας, εντοπίζοντας ταυτόχρονα 36 χώρες, 21 εκ των οποίων βρίσκονται στην Αφρική, όπου τα αποτελέσματα της κρίσης είναι καταστροφικά. Όμως ακόμη και στη μητρόπολη του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, 26 εκατ. πολίτες τρέφονται καθημερινά σε συσσίτια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η μεγαλύτερη παγκοσμίως εταιρεία εμπορίου δημητριακών, η αμερικανική Cargill, αύξησε τα κέρδη της κατά 86% στο πρώτο τρίμηνο του 2008, ενώ η Bunge, ένας άλλος κολοσσός εμπορίας τροφίμων, σημείωση αυξημένη κατά 77% κερδοφορία το τελευταίο τρίμηνο του 2007. Επιπλέον, σε επίπεδο λιανικού εμπορίου η γαλλική Carrefour και οι αμερικανικές Wal-Mart και Tesco έχουν δηλώσει ότι οι πωλήσεις των βασικών τροφίμων είναι ο τομέας που αυξάνει την κερδοφορία τους.

Η επισιτιστική κρίση αποδίδεται από τους αναλυτές σ' έναν συνδυασμό παραγόντων που επιδρούν ταυτόχρονα και δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ το οποίο προκαλεί πρωτόγνωρες κοινωνικές ταραχές και πολιτική αστάθεια. Ανάμεσα σ' αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται η μείωση των καλλιεργήσιμων εδαφών εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών, η σταθερή αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η αύξηση του κόστους παραγωγής, η συνεχής μείωση των αποθεμάτων των βασικών τροφίμων, η εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου, καθώς και η παραγωγή βιοκαυσίμων. Ωστόσο οι παράγοντες αυτοί είναι δευτερεύοντος σημασίας.

Ο σημαντικότερος μακροοικονομικός παράγοντας που προκαλεί την αύξηση της ζήτησης των τροφίμων, ωθώντας κατά συνέπεια στην ίδια κατεύθυνση και την τιμή τους, είναι η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων στις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως στην Ινδία και την Κίνα. Οι χώρες αυτές την τελευταία δεκαετία εμφανίζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να βελτιώνουν με ταχείς ρυθμούς το επίπεδο διαβίωσής τους. Αποτέλεσμα αυτής της ευνοϊκής εξέλιξης είναι ο σχηματισμός μιας μεσαίας τάξης, η οποία, αλλάζοντας τις διατροφικές της συνήθειες ποσοτικά και ποιοτικά, προκαλεί αύξηση της ζήτησης για τρόφιμα όπως κρέας, δημητριακά, ρύζι, καλαμπόκι και γαλακτοκομικά προϊόντα. Το γεγονός αυτό προκαλεί μια αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, η οποία ωστόσο δεν είναι ικανή να εξηγήσει τη σφοδρότητα της επισιτιστικής κρίσης. Θα ήταν παράδοξο άλλωστε η επισιτιστική κρίση να αποδίδεται στην έξοδο μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων από τον υποσιτισμό.

Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία που εκτινάσσουν τις τιμές των τροφίμων είναι η επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας και η αποδυνάμωση του δολαρίου, με αποτέλεσμα να μετατοπίζεται το επενδυτικό ενδιαφέρον και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια από τα παραδοσιακά επενδυτικά προϊόντα, όπως τα ομόλογα και οι μετοχές, στις προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων, καθώς και στις πρώτες ύλες.

Πράγματι, η πρόσφατη πιστωτική κρίση στις ΗΠΑ, η πτώση της Wall Street και η παγωμένη αγορά ομολόγων, σε συνδυασμό με την επεκτατική νομισματική πολιτική της Fed που δημιουργεί αρνητικές προσδοκίες σχετικά με την εξέλιξη της τιμής του δολαρίου, έσπρωξαν τους επενδυτές σε νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Ενδεικτικό της μετατόπισης αυτής είναι το γεγονός ότι, ενώ το 1998 το σύνολο των επενδυμένων κεφαλαίων σε προθεσμιακά συμβόλαια τροφίμων ανερχόταν στα 10 δισ. δολάρια, τους πρώτους δύο μήνες του 2008 το ποσό αυτό ανήλθε στα 172 δισ.

Το βασικό χαρακτηριστικό ωστόσο των προθεσμιακών συναλλαγών, δηλαδή η παρουσία μιας χρονικής υστέρησης μεταξύ της συμφωνίας του συμβολαίου και της εκπλήρωσής του, είναι το αδύνατο σημείο της προθεσμιακής αγοράς, καθώς ευνοεί την εκδήλωση κερδοσκοπικών συμπεριφορών. Τα μεγάλα επενδυτικά funds ενεπλάκησαν στην προθεσμιακή αγορά εμπορευμάτων, στοιχηματίζοντας στη συνεχιζόμενη αύξηση της ζήτησης και αγοράζοντας προθεσμιακά συμβόλαια με σκοπό την επίτευξη μελλοντικών υπερκερδών. Αυτή η τακτική έχει προκαλέσει μια τεχνητή έλλειψη στην αγορά βασικών τροφίμων, που εκτοξεύει τις τιμές τους με τα θλιβερά αποτελέσματα που προαναφέρθηκαν.

Συμπερασματικά, η κρίση της τιμής των τροφίμων, δεδομένης της σχετικής τους επάρκειας, ανέδειξε ένα παράδοξο γεγονός: τα βασικά είδη διατροφής, από μια αναγκαία όσο και αυτονόητη προϋπόθεση αυτοσυντήρησης, μετατράπηκαν σε αντικείμενο κερδοσκοπίας. Σε οικονομικούς όρους βέβαια, η μεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται, όμως αυτή η δικαιολογία δεν είναι ικανή να πείσει τα εκατομμύρια των πεινασμένων. Κι αυτή η διατύπωση δεν ενέχει κανέναν λαϊκισμό.

Αρθρο του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΕΤΑΞΑ*

* Ο κ. Κυριάκος Μεταξάς, οικονομολόγος, είναι υποψήφιος διδάκτωρ Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Προτεινόμενα για εσάς