Ιχνη από το επικίνδυνο -και απαγορευμένο- εντομοκτόνο DTT ανιχνεύθηκαν στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, μετά από μελέτη που διενεργήθηκε για πρώτη φορά από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Όπως ανακοίνωσε η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Χημείας του Α.Π.Θ., Κωνσταντίνα Σαμαρά - Κωνσταντίνου, κατά την έρευνα των τοξικών συστατικών των αιωρούμενων σωματιδίων της ατμόσφαιρας της Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκε DTT, η χρήση του οποίου έχει απαγορευθεί από την δεκαετία του '70.
«Η προέλευση βέβαια χρειάζεται να μελετηθεί, καθώς μπορεί να μεταφέρθηκε διασυνοριακά μέσω αέριων μαζών ή να προέρχεται από παράνομη χρήση του σε πάρκα και κήπους της πόλης», διευκρίνισε η κ.Σαμαρά, μιλώντας σε ημερίδα που διοργάνωσε το Συμβούλιο Περιβάλλοντος του ΑΠΘ για τον ετήσιο εορτασμό του περιβάλλοντος.
Οι μετρήσεις για την χημική σύσταση των αιωρούμενων σωματιδίων που πραγματοποιούνται για πρώτη φορά πανελλαδικά, έγιναν με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν στο σταθμό ελέγχου που βρίσκεται στην οδό Αγίας Σοφίας, στο κέντρο της πόλης, το χειμώνα του 2006.
«Η σωματιδιακή ρύπανση με περιεκτικότητα σε αιθάλη, όξινα άλατα, βαρέα μέταλλα, ίνες αμιάντου και τοξικές οργανικές ενώσεις που πλήττει την Θεσσαλονίκη μοιάζει με αυτή της Βαρκελώνης» ανέφερε η κ.Σαμαρά προσθέτοντας ότι τα ίδια και υψηλότερα επίπεδα σωματιδιακής ρύπανσης συναντώνται και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Διευκρίνισε ωστόσο ότι το χειμώνα τα ποσοστά ρύπανσης είναι αυξημένα σε σχέση με το καλοκαίρι, ενώ έχουν ανιχνευθεί και επικίνδυνοι ρύποι με μεταλλαξιογόνο και ενδοκρινική δραστηριότητα.
«Το 2012 , με ευρωπαϊκή οδηγία θα θεσπίζονται τα ανώτατα όρια σε κάθε συστατικό ξεχωριστά αλλά στη Θεσσαλονίκη, όπως και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, δεν γίνεται συστηματική παρακολούθηση των επικίνδυνων συστατικών των αιωρούμενων σωματιδίων (PM10)», κατέληξε η καθηγήτρια.
Σύμφωνα πάντως με τον καθηγητή Λάζαρο Σιχλετίδη, από την Πνευμονολογική Κλινική ΑΠΘ και το Εργαστήριο έρευνας παθήσεων από το περιβάλλον, η μακροχρόνια έκθεση μικροσωματιδίων στους πνεύμονες προκαλεί ταχύτερη εξέλιξη της Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας, παροξύνει την ήδη υπάρχουσα πνευμονοπάθεια και η βλάβη μειώνει την πνευμονική λειτουργία και προκαλεί υποξυγοναιμία. Οσον αφορά τα παιδιά, οι αναπνευστικές παθήσεις αυξάνονται διαχρονικά και επηρεάζονται από τη ρύπανση της ατμόσφαιρας και των εσωτερικών χώρων.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ