ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ συμπληρώνονται 64 χρόνια από την περίφημη Συμφωνία του Μπρέττον Γουντς και 37 χρόνια από την κατάργησή της. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι κυμαινόμενες ισοτιμίες απεδείχθησαν ο ιδανικός αντικαταστάτης των σταθερών, αλλά αναπροσαρμόσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών έναντι του αμερικανικού δολαρίου.
¶πειρα είναι αυτά τα οποία λέγονται και γράφονται τον τελευταίο καιρό για τη διεθνή οικονομική αναταραχή και κάποιοι προβλέπουν καταστροφές και άλλα παρόμοια, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε κάθε μικρή ή μεγάλη κρίση.
Συμβαίνει, ωστόσο, τον Ιούλιο η διεθνής νομισματική αναταραχή να συμπίπτει με την 64η επέτειο από τη διάσκεψη του Μπρέττον Γουντς, στην πολιτεία Νιου Χάμσαϊρ, με την οποία αποκαταστάθηκε η παγκόσμια οικονομική και νομισματική τάξη στον μεταπολεμικό κόσμο. Τάξη την οποία εκφράζουν, κατά κύριο λόγο, τα θεσμικά τέκνα τα οποία προέκυψαν από τη συνάντηση εκείνη και τα οποία είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Όμως, στο πλαίσιο της συνάντησης στο Μπρέττον Γουντς, τίθεται σήμερα ένα μεγάλο ερώτημα το οποίο χρήζει απαντήσεως: δηλαδή, το αν οι κυμαινόμενες ισοτιμίες αποδείχθηκαν ο ιδανικός αντικαταστάτης των σταθερών -αλλά αναπροσαρμόσιμων- ισοτιμιών έναντι του αμερικανικού δολαρίου, του νομισματικού καθεστώτος που ίσχυε βάσει του Μπρέττον Γουντς.
Εξάλλου, την εποχή που υιοθετήθηκε η Συμφωνία του Μπρέττον Γουντς, δεν έλειψαν οι αυστηρές κριτικές. Διότι, το σύστημα αυτό προσέφερε τεράστια πλεονεκτήματα σε χώρες όπως λ.χ. οι ΗΠΑ που το νόμισμά της χρησίμευε ως αποθεματικό. Το ισοζύγιο πληρωμών μπορούσε να παραμένει μονίμως παθητικό, τη στιγμή που οποιαδήποτε άλλη χώρα θα έπρεπε να υποτιμήσει το νόμισμά της.
Ας δούμε τώρα τα σημερινά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομίας. Η πλουσιότερη χώρα στον πλανήτη είναι μακράν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας κεφαλαίων και ο μεγαλύτερος καθαρός οφειλέτης. Οι δύο χρονικές περίοδοι υπέρμετρου καθαρού δανεισμού των οικονομιών των αναδυομένων χωρών κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τερματίστηκαν εν μέσω σοβαρών οικονομικών κρίσεων και απότομων αντιστροφών του δανεισμού.
Τέλος, από την πλέον πρόσφατη αλληλουχία ξεσπάσματος διεθνών οικονομικών κρίσεων, σωρευτικά, οι αναδυόμενες οικονομίες -και κυρίως η Κίνα, η Ρωσία και η Μαλαισία- έχουν συσσωρεύσει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία, μαζί με άλλους παράγοντες, συνθέτουν σοβαρό πληθωριστικό κίνδυνο. Διότι, οι δανειστές των ΗΠΑ, βλέποντας τα αποθέματά τους σε δολάρια να ανεβαίνουν, θα δημιουργήσουν πρόσθετη νομισματική κυκλοφορία.
Ας επιστρέψουμε όμως για λίγο στο παρελθόν, για να εξετάσουμε τι συνέβαινε στη διάρκεια της τότε οικονομικής παγκοσμιοποίησης, πριν το 1914. Σύμφωνα με τον «κανόνα του χρυσού», στην πραγματικότητα όλα τα κράτη του πλανήτη χρησιμοποιούσαν ένα νόμισμα. Βεβαίως, μπορεί να υφίσταντο νομισματικοί κίνδυνοι, αλλά ήσαν πολύ περιορισμένης έκτασης. Σήμερα, ωστόσο, ο νομισματικός κίνδυνος εμφανίζεται πολλαπλάσιος.
Από την εποχή της κατάρρευσης του συστήματος του Μπρέττον Γουντς, το 1971, η διακύμανση των νομισματικών ισοτιμιών έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Την άποψη αυτή είχε υποστηρίξει αρχικώς ο Ρικάρντο Χάουζμαν, σήμερα καθηγητής στο Χάρβαρντ, προκειμένου να ερμηνεύσει τις συνέπειες της νομισματικής αστάθειας στις αναδυόμενες οικονομίες ως «προπατορικό αμάρτημα». Η φράση αυτή αναφέρεται στην «αδυναμία μιας χώρας να δανειστεί από το εξωτερικό σε δικό της νόμισμα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 97% του συνολικού παγκόσμιου χρέους είναι εκφρασμένο σε πέντε μόλις νομίσματα: το δολάριο, το ευρώ, το γεν, τη στερλίνα και το ελβετικό φράγκο. Ακόμη και οι ισχυρότερες από τις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Χιλή, δεν μπορούν να δανεισθούν κεφάλαια στο νόμισμά τους. Οποιαδήποτε και αν είναι η ερμηνεία για τις δυσκολίες αυτές, ο περιορισμένος αριθμός των νομισμάτων στα οποία μπορεί να πραγματοποιείται ο παγκόσμιος δανεισμός των κρατών έχει βαρύτατες επιπτώσεις στις κεφαλαιακές ροές.
Όπως γράφει και ο Μάρτιν Γουλφ της εφημερίδας Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, όταν η αξία ενός νομίσματος υποχωρεί ραγδαία, οι καθαροί δανειολήπτες θα καταγράψουν σημαντικές απώλειες στους ισολογισμούς τους και πολλά χρηματοοικονομικά ιδρύματα θα κινδυνεύσουν με αφανισμό εξαιτίας της αδυναμίας των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους σε ξένο συνάλλαγμα. Προκειμένου να αποφύγουν αυτού του είδους τα προβλήματα, πολλές από τις αναδυόμενες οικονομίες επιχείρησαν να περιορίσουν τις καθαρές υποχρεώσεις τους σε ξένο συνάλλαγμα, όπως έκαναν επισταμένως ορισμένα ασιατικά κράτη.
Οι χώρες αυτές προσπάθησαν να διατηρήσουν υψηλά αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα, ενώ επιχείρησαν να ανακυκλώσουν τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων σε κρατικές εταιρείες διαχείρισης ξένων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου. Ευτυχώς για αυτές τις ασιατικές χώρες, είναι απείρως ευχερέστερο να διατηρούν τα νομίσματά τους υποτιμημένα, παρά να αποτρέπουν τυχόν κατάρρευσή τους.
Ας αναλογιστούμε, τώρα, τις συνέπειες σε έναν κόσμο στον οποίο, συγκεντρωτικά, οι αναδυόμενες οικονομίες θα επιθυμούν να περιορίσουν τον καθαρό δανεισμό τους σε ξένο νόμισμα, να διατηρήσουν ισχυρές θέσεις στο πρωτογενές ισοζύγιο πληρωμών τους και, παράλληλα, να ανθίστανται στις πιέσεις που τους ασκούνται να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους.
Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι ο κόσμος περιλαμβάνει πλούσιες και γηράσκουσες κοινωνίες, ο οποίες χαρακτηρίζονται από διαρθρωτικά υπερβολικές καταθέσεις έναντι των επενδύσεων και, συνεπώς, αντιμετωπίζουν υψηλά πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών -όπως π.χ. η Ιαπωνία.
Στην περίπτωση αυτή, θα αναμέναμε η καθαρή ιδιωτική ροή κεφαλαίων στις αναδυόμενες οικονομίες να εξελισσόταν σε επενδύσεις κεφαλαίου - κάτι που ήδη συμβαίνει. Θα περιμέναμε, επίσης, η επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας να απαιτούσε, τουλάχιστον για ορισμένες χώρες, να μπορούν να δανειστούν στο δικό τους νόμισμα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, σύμφωνα με το μοντέλο των ΗΠΑ.
Ένας κόσμος στον οποίον ο δανεισμός από το εξωτερικό θα ήταν εξαιρετικά επαχθής για τις περισσότερες από τις σχετικά φτωχές χώρες του πλανήτη, είναι ένας ανεπιθύμητος κόσμος. Αλλά και ένας κόσμος που υποχρεώνει τη χώρα με το ισχυρότερο διεθνώς νόμισμα να διατηρεί υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, είναι ένας κόσμος ασταθής - όσο και αν η άνοδος του ευρώ δημιουργεί ψευδαισθήσεις σταθερότητας.
Συνεπώς, προτείνει ο Μ. Γουλφ, ο απλούστερος δρόμος να απομακρύνουμε τους εν λόγω περιορισμούς είναι να υιοθετήσουμε ένα παγκόσμιο νόμισμα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, πιθανότερο είναι να το ζήσουν τα εγγόνια μας.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ