Ένα επίμαχο νομοσχέδιο, που παρέχει ασυλία στις τηλεφωνικές εταιρείες για παρακολουθήσεις που έκαναν με εντολή του Αμερικανού προέδρου μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Πιο αναλυτικά, το κείμενο του νομοσχεδίου, καρπός πολύμηνων και δύσκολων διαπραγματεύσεων, αναφέρει ότι οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών δεν διώκονται εφόσον αποδείξουν σε δικαστή ότι είχαν λάβει γραπτές διαβεβαιώσεις από την κυβέρνηση για τη νομιμότητα των υποκλοπών οι οποίες έγιναν στο πλαίσιο των ερευνών για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Στόχος του νομοσχεδίου είναι να κλείσει η ανοιχτή αντιπαράθεση που ξέσπασε μετά την αποκάλυψη, τον Δεκέμβριο του 2005, ότι οι αμερικανικές αρχές είχαν παρακολουθήσει χιλιάδες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, χωρίς δικαστική εντολή, με την έγκριση μόνο του προέδρου.
Το νομοσχέδιο έλαβε 293 ψήφους υπέρ και μόνο 129 κατά.
Από την πλευρά της, η οργάνωση προάσπισης των ατομικών ελευθεριών ACLU
κατήγγειλε ότι το νομοσχέδιο δεν είναι παρά «ένα μασκαρεμένο δώρο στους μεγάλους δωρητές των προεκλογικών εκστρατειών», με τη διευθύντριά της να υποστηρίζει ότι «επιτρέπει τη μαζική παρακολούθηση των Αμερικανών».
Να σημειωθεί πάντως ότι είναι αδιευκρίνιστο εάν το νομοσχέδιο θα περάσει από τη Γερουσία. Ο πρόεδρος (Δημοκρατικός) της Επιτροπής Δικαστικών Υποθέσεων Πάτρικ Λίχι έχει ταχθεί κατά, ενώ ο εκπρόσωπος του επικεφαλής της Δημοκρατικής πλειοψηφίας, Χάρι Ριντ, υπενθύμισε ότι «διαφωνεί με την αναδρομική ασυλία».
Η κυβέρνηση από την πλευρά της εκτιμά ότι δεν θα πρέπει να τιμωρηθούν οι εταιρείες που παρείχαν «υπηρεσία» στο έθνος, όμως ορισμένοι Δημοκρατικοί υπενθύμισαν ότι αυτοί οι «πατριώτες» δεν δίστασαν να διακόψουν την παρακολούθηση όταν η κυβέρνηση καθυστερούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Γαλλικό πρακτορείο