Ηταν ο φύλακας άγγελος της Ινγκριντ Μπετανκούρ. «Είμαι ζωντανή χάρις σ' αυτόν», δηλώνει η γαλλοκολομβιανή πρώην όμηρος, αποκαλώντας τον «αδελφό μου, τον άνθρωπο που μ' έσωσε». «Με τάισε με το κουταλάκι και μου έδωσε ξανά τη διάθεση να ζήσω». Πρόκειται για τον 33χρονο υπαξιωματικό Ουίλιαμ Πέρες, νοσοκόμο στο επάγγελμα, έναν από τους ομήρους που απελευθερώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, ο οποίος στήριξε ηθικά την Μπετανκούρ όταν η ομηρία της την είχε καταβάλει.
Ηταν τον περασμένο Οκτώβριο. Η Μπετανκούρ δεν άντεχε άλλο την αλυσίδα που της φορούσαν γύρω από το λαιμό 24 ώρες το 24ωρο. Δεν καταλάβαινε γιατί την έδεναν κάθε μέρα σε ένα δέντρο. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει έτσι κι αποφάσισε να σταματήσει να τρώει. Αυτό της προκάλεσε εντερικές διαταραχές, αφυδάτωση και επιδείνωση της υγείας της. Οι απαγωγείς τής έλεγαν ότι περίμεναν να πεθάνει για να ανοίξουν μια τρύπα και να τη θάψουν. Αλλά ο Πέρες της είπε πως πρέπει να παραμείνει δυνατή. Βάλθηκε έτσι να την ταϊσει με το κουταλάκι: μία κουταλιά για την κόρη της, τη Μελανί, μία για τον γιο της, τον Λορέντσο, μία για τη μητέρα της, τη Γιολάντα. Ο υπαξιωματικός της μιλούσε συνεχώς για τα παιδιά της και για τη μητέρα της, της έλεγε πως πρέπει να ζήσει γι' αυτούς που αγαπά και την αγαπούν. Της έδινε θάρρος. Και τα κατάφερε.
Μέσα σε μερικές εβδομάδες η Μπετανκούρ πήρε βάρος και μπορούσε πια να πάει μόνη της να πλυθεί. Αυτό ήταν δύο μήνες πριν από τη δημοσίευση της περίφημης φωτογραφίας της με άδειο βλέμμα, που έκανε το γύρο του κόσμου. «Ολος ο κόσμος σοκαρίστηκε από τη φωτογραφία, αλλά εκείνη την εποχή η Ινγκριντ πήγαινε ήδη πολύ καλύτερα», λέει ο Πέρες. «Η δύναμή της ήταν η δική μου και η δική μου δική της. Ημουν κατά κάποιο τρόπο ο ψυχαναλυτής της».
Τίποτα δεν προδιέθετε γι'αυτή τη φιλία ανάμεσα στον άνθρωπο που είχε καταταγεί στο στρατό για να βοηθήσει την οικογένειά του και τη γυναίκα που προερχόταν από τη μεγαλοαστική τάξη της κολομβιανής πρωτεύουσας. Τίποτα, εκτός από τη θρησκεία. Ο Πέρες, που είναι πεντηκοστιανός, οργάνωσε στη διάρκεια της ομηρίας του μια ομάδα προσευχών και ανάγνωσης της Βίβλου. Και η Μπετανκούρ είχε καταφύγει στο Θεό από τότε που κατέβηκε στην κόλαση.
Κατά τα άλλα, οι δύο όμηροι δεν είχαν πολλά κοινά σημεία. Οταν πρωτοβρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο, πριν από τέσσερα χρόνια, οι σχέσεις τους δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστούν εγκάρδιες. Οταν όμως οι FARC αποφάσισαν να αναμίξουν στρατιωτικούς και πολίτες, οι δύο όμηροι άρχισαν να ακούνε μαζί ραδιόφωνο και να σχολιάζουν την επικαιρότητα. Εκείνη πίστευε ότι για να βγει η Κολομβία από το αδιέξοδο και να απελευθερωθεί η ίδια και οι άλλοι όμηροι, έπρεπε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο κράτος και το αντάρτικο. Εκείνος ήταν πεισμένος ότι έπρεπε να συντριβούν τα στρατιωτικά μέσα των FARC, ώστε να πειστούν οι αντάρτες να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκείνη είχε πέσει στην παγίδα των FARC κηρύσσοντας την ειρήνη. Εκείνος είχε συλληφθεί συμμετέχοντας στον πόλεμο.
Ο Πέρες έμεινε όμηρος στη ζούγκλα για το ένα τρίτο της ζωής του. Οπως οι περισσότεροι ένστολοι κρατούμενοι, επικοινωνούσε με τους δικούς του δι' αλληλογραφίας. Τους έστελνε ποιήματα και σκίτσα. Ζητούσε να χρησιμοποιηθεί ο μισθός του για την εκπαίδευση των ανηψιών του. Ακουγε στο ραδιόφωνο τα μηνύματα των οικείων του. Αλλά στο τέλος του περασμένου χρόνου, μια αλλαγή συχνότητας του στέρησε κι αυτή την επαφή. Ηταν η σειρά της Μπετανκούρ να τον παρηγορήσει. «Η οικογένειά σου σε περιμένει. Θέλουν κι εκείνοι να σε αγκαλιάσουν», του έλεγε.
Στο τροπικό γκουλάγκ, ο υπαξιωματικός περιποιόταν τόσο τους συντρόφους του, όσο και τους αντάρτες που αρρώσταιναν. Αλλά τον εμπόδισαν να βοηθήσει στη γέννηση του Εμανουέλ, καρπό της σχέσης ανάμεσα σ' έναν αντάρτη και την Κλάρα Ρόχας, σύμβουλο της Μπετανκούρ. Παρακολούθησε ανήμπορος να παρέμβει το θάνατο ενός αντάρτη από κρίση επιληψίας. Αντίθετα με τους άλλους ομήρους, δεν προσπάθησε ποτέ να αποδράσει. Το καθήκον τον κρατούσε στη θέση του και του επέτρεπε να κρύβει το προσωπικό του δράμα. Οταν προσγειώθηκε το ελικόπτερο που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε τον ίδιο και τους άλλους ομήρους στον αρχηγό των ανταρτών, αρνήθηκε αρχικά να επιβιβαστεί. Κι όταν κατάλαβε ότι είχε απελευθερωθεί από μια μονάδα των ειδικών υπηρεσιών, εξερράγη. «Περιμέναμε δέκα χρόνια τον κολομβιανό στρατό», άρχισε να φωνάζει.
Αλλά ο παππούς του δεν πρόλαβε να τον δει. Λίγη ώρα αφού έμαθε την απελευθέρωση του εγγονού του, στην Μπογκοτά, πέθανε από καρδιακή προσβολή.
Πηγή: Le Figaro