Στα πρώτα χρόνια βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, σε μια ερημική ακτή της Προποντίδας, ο Σταυράκιος Κλαδάς αναθυμάται τη μακρόχρονη ζωή του. Νοτάριος και αντιγραφέας ο ίδιος όλα του τα χρόνια, έχοντας μεταγράψει εκατοντάδες συγγράμματα αγίων και ελλόγιμων ανδρών, αποφασίζει, ελεύθερος πια, να συντάξει τη δική του χρονογραφία.
«Κύριε, βοήθει τον αθλοφόρο της μνήμης.
Ας έρθει ο άγγελός σου να σπρώξει το κουβάρι της, κι ας κυλήσει. Είμαι μόνος πια εδώ στην ακτή μου, πλάι στα κύματα της Προποντίδας, που τα ξέρω και με ξέρουν. Το πέρασμα του χρόνου είναι ένα μονοπάτι που ανηφορίζει, στην κορυφή του βρίσκονται τα γηρατειά, εκεί είμαι τώρα και περιμένω. Κρατώ στο χέρι μου τη γραφίδα κι αναμένω το κατρακύλισμα της μνημοσύνης. Κάνει ψύχρα στα υψώματα, εδώ, στο τέλος του χρόνου. Καθώς ο άνεμος μου ανακατεύει μαλλιά και γένια, με θερίζει μια άγνωστη πείνα και μοιάζω του προφήτη Ηλία των Γραφών. Περιμένω ένα κοράκι να μου φέρνει ψωμί για το πρωί και κρέας για το βράδυ, γραφή με το φως της μέρας και μνήμη στο κατώφλι του ύπνου.
Κύριε, βοήθει, αφού τον δικό σου γερο-κόρακα περιμένω. […]
Κύριε, βοήθει!
Βλέπεις χρόνια τώρα αυτή μου την τρυφερή μανία να ονοματίζω τον κόσμο απ’ την αρχή. Μοιάζει παιχνίδι, Κύριε, κι έτσι είναι. Νηπιάζω ενηλικιαζόμενος. Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου αργότερα, συντήρησαν αυτή μου την εμμονή. Άλλη απόκλιση του νου ογδόντα χρόνια τώρα δεν είχα, μόνο τούτη δω την τρυφερή μανία.
Κύριε, τώρα που το σκέφτομαι, ποιο είναι το θέλημά Σου που μ’ άφησες τόσα χρόνια να παραδέρνω σ’ αυτήν τη γη; Χάθηκε μια κόγχη του ουρανού σου να με φιλοξενήσεις; Έγινε αυτό που ήθελες εσύ, όπως πάντα, κι εγώ είμαι ακόμη εδώ κάτω, ένας εσχατόγερος με τη γραφίδα στο χέρι. Δεν αντιγράφω πια, και το ξέρεις, γράφω, και ίσως αυτό είναι ο κολοφώνας της τρυφερής μου εμμονής, να απεικονίζω όλη τη ζωή μου εξαρχής, να την ονοματίζω ξανά».
Η γραφίδα του αφηγείται τη ζωή του, μια ιστορία εφηβικής μοναξιάς και χειρογράφων, μια περιδίνηση σε διανοητικά διλήμματα, διωγμούς, έρωτες και αγωνίες στην αυγή της δυναστείας των Κομνηνών στα τέλη του 11ου αιώνα. Η ζωή των απλών ανθρώπων κατά τη βασιλεία των Ρωμαίων, ο πολιτισμός του λόγου και της εικόνας, μα πάνω απ’ όλα η αφή της μνήμης. Όλη η αγωνία του ανθρώπου σε ένα βιβλίο, που δεν αφηγείται μόνο την αναζήτηση της ουράνιας βασιλείας, αλλά μνημονεύει και την επίγεια ζωή και τη χοϊκή ψυχή.
Μέσα από τις σελίδες του κατοπτρίζεται η Βυζαντινή Αυτοκρατορία την εποχή που πληθαίνουν οι απειλητικές σκιές από Ανατολή και Δύση. Στο μυθιστόρημα, τον πρώτο λόγο δεν έχουν οι αυλικές συνωμοσίες και οι πολύνεκρες μάχες, αλλά το φως απ’ τα λυχνάρια των αντιγραφέων, που σκύβουν πάνω από τα συναξάρια των αγίων και τις διατριβές των γραμμάτων. Μέσα από τις σελίδες του αναδύονται ο ύπατος των φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλός, ο όσιος Νικήτας Στηθάτος, λόγιοι, μοναχοί, αγιογράφοι… Όμως στο κέντρο όλων βρίσκεται ο στίχος ενός αινιγματικού ποιήματος και μια γυναίκα, το εσώτερο ρούχο της ψυχής του ήρωα, το ένδυμα που υποκαθιστά το βασανιστικό ράσο.
Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Το «Περί της εαυτού ψυχής» είναι το δέκατο μυθιστόρημά του.
Το «Περί της εαυτού ψυχής» είναι ένα εσωτερικό χρονικό για τον τρόπο που ένας αντιγραφέας γίνεται συγγραφέας· ένα μυθιστόρημα οικογένειας, περιπέτειας και ελευθερίας, για το άλλο Βυζάντιο. Ένα βιβλίο για τη δύναμη της γραφής και της μνήμης, γι’ αυτήν την ορμή που απαιτεί να ονοματίσουμε τα πράγματα του κόσμου εξαρχής με ανάδοχο τη δική μας ψυχή.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]