«Όταν μία κυβέρνηση αναζητά εναγωνίως το ψέμα και τη διαστρέβλωση, για να τρομάξει τους πολίτες απέναντι σε ένα σαφές και ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα που στηρίζει τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, τότε αντιλαμβάνεται ότι ο πολιτικός της χρόνος τελειώνει οριστικά».
Αυτό αναφέρει η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ, Έφη Αχτσιόγλου, σε εκτενή δήλωση-απάντηση της προς το υπουργείο Οικονομικών.
Η κ. Αχτσιόγλου αναφέρει ότι για το κόστος ενέργειας «το Υπουργείο Οικονομικών νομίζει ότι μία κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. θα συνεχίσει να επιδοτεί την αισχροκέρδεια. Κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια». Ειδικότερα ως προς αυτό αναφέρει τα εξης:
«Πρώτον, στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος αποσυνδέεται από αυτή του φυσικού αερίου, πράγμα που άλλες χώρες της ΕΕ έχουν σπεύσει εδώ και μήνες να κάνουν, ενώ πλέον προβλέπεται και στις προτάσεις της Κομισιόν.
Δεύτερον, τα περιθώρια κέρδους των ηλεκτροπαραγωγών καθώς και της ΔΕΠΑ παραμένουν ιλιγγιώδη. Αυτά, στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. περικόπτονται και δεν επιδοτούνται από τα δημόσια ταμεία, όσο δύσκολο κι αν είναι να το καταλάβει η κυβέρνηση.
Τρίτον, στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. το σύνολο του επιχειρηματικού κινδύνου και των διακυμάνσεων του κόστους παραγωγής δεν μετακυλίεται στον καταναλωτή, το νοικοκυριό και τη μικρομεσαία επιχείρηση, ούτε χρηματοδοτείται από το κράτος. Αναλαμβάνεται και από τους παίκτες της αγοράς όπως σε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα που λειτουργεί με κανόνες.
Τα 12 δισ. λοιπόν που αθροίζει το Υπουργείο Οικονομικών στο κόστος των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. υπάρχουν μόνο στην πολιτική στήριξης της αισχροκέρδειας. Δηλαδή στην πολιτική της ΝΔ».
Ως προς τα υπόλοιπα μέτρα που εξήγγειλε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., η κ. Αχτσιόγλου σχολιάζει πως το ΥΠΟΙΚ «συμφωνεί ως φαίνεται με την κοστολόγησή μας πλην τριών εξαιρέσεων». Συγκεκριμένα αναφέρει:
«1. Το κόστος της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών δημοσίων υπαλλήλων. Εδώ είναι προφανές ότι το Υπουργείο Οικονομικών παραθέτει το μεικτό κόστος και όχι το καθαρό κόστος του μέτρου, δεδομένου ότι ένα μέρος των αυξήσεων επιστρέφει δια των φόρων στο δημόσιο. Αν γίνει η αποφορολόγηση, τότε επιβεβαιώνεται το κόστος του μέτρου που παραθέσαμε εξ αρχής.
2. Το κόστος της καταβολής των αναδρομικών στους συνταξιούχους. Εδώ το Υπουργείο Οικονομικών δεν διαφωνεί με την κοστολόγηση, αλλά προβάλει ότι η δαπάνη θα εγγραφεί όλη σε μια χρονιά. Ξεχνά όμως σκοπίμως ότι το πώς εγγράφεται η δαπάνη είναι ζήτημα του τρόπου με τον οποίο νομοθετείται ένα μέτρο και αναγνωρίζεται η υποχρέωση. Επομένως, φυσικά και η δαπάνη μπορεί να εγγραφεί σε τρεις χρονιές εφόσον κάθε χρόνο νομοθετείται η αναγνώριση και η καταβολή συγκεκριμένου ποσού οφειλής.
3. Το κόστος της μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα. Εδώ το Υπουργείο Οικονομικών διογκώνει τεχνητά το κόστος προφανώς βασισμένο (πράγμα που αποκρύπτει) στα αυξημένα έσοδα από ΦΠΑ που έχει το 2022 -ακριβώς λόγω της ακρίβειας και της πολιτικής μη παρέμβασης στην αγορά. Εργαλειοποιεί δηλαδή για ακόμη μια φορά την ακρίβεια. Πόσο άραγε έχει αυξηθεί η αφαίμαξη των πολιτών από τον ΦΠΑ στα τρόφιμα φέτος; Θα τολμήσει να το πει στους πολίτες; Τα στοιχεία του 2019 (περίοδος εκτός πανδημίας) επιβεβαιώνουν ότι το κόστος μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα είναι αυτό που αναφέρουμε, δηλαδή τα 960 εκατ.
Ως προς το σκέλος των εσόδων, να ενημερώσουμε την κυβέρνηση ότι η φορολόγηση των πραγματικών υπερκερδών στο σύνολο του τομέα της ενέργειας ουδεμία σχέση έχει με τον υποτιθέμενο μηχανισμό που νομοθέτησε η ίδια πριν δυο μήνες και επιτρέπει τεράστιο περιθώριο κέρδους στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και ακόμη περισσότερα υπερκέρδη στη λιανική σε σύγκριση ακόμη και με τη ρήτρα αναπροσαρμογής που υποτίθεται θα καταργούσε».
Τονίζει σε η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ότι το κόμμα «εισηγείται τη φορολόγηση όλων των πραγματικών υπερκερδών, που είναι εξάλλου δημοσιοποιημένα, των εταιρειών παραγωγής ενέργειας, αλλά και διύλισης και εμπορίας πετρελαίου και παροχής αερίου. Τα υπερκέρδη αυτά αθροίζουν 4,1 δισ. Η φορολόγηση τους κατά 90% θα εισφέρει στα δημόσια ταμεία 3,69 δισ.
Προφάσεις εν αμαρτίαις λοιπόν οι ανέξοδες κραυγές, για ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό που απαντά στις κοινωνικές ανάγκες».
Σχολιάζει ότι «μακάρι βέβαια ο δημόσιος διάλογος να διεξαγόταν σ' αυτό το επίπεδο», όμως «δυστυχώς η ΝΔ έχει επιλέξει έναν άλλο δρόμο».
Η κ. Αχτσιόγλου αναφέρει ότι η ΝΔ
«μιλά για απάτη όταν:
-Ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ 2021 έκανε λόγο για αυξήσεις έως 2 ευρώ στους λογαριασμούς ρεύματος και φέτος οι εργαζόμενοι χρειάζονται 2 κατώτατους μισθούς για ρεύμα λόγω των αυξήσεων.
-Η κυβέρνηση προέβλεπε στον Προϋπολογισμό 0,8% πληθωρισμό το 2022 και τον Αύγουστο ο πληθωρισμός ήταν στο 11,4%.
-Υποσχόταν φορολογική ελάφρυνση και έχει φεσώσει με 2,5 δισ. περισσότερο ΦΠΑ τους πολίτες στο 7μηνο, αφήνοντας ανεξέλεγκτη την ακρίβεια.
-Έταζε δικαιοσύνη στους απόμαχους της δουλειάς και τελικά τους έκοψε τη μόνιμη 13η σύνταξη -πλήρη για χαμηλές και αναλογική για ψηλότερες συντάξεις- και τώρα "πουλάει" ως επίτευγμα τις αυξήσεις που προβλέπονταν ήδη από νόμο του 2017».
Αναφέρει ακόμη ότι «ως προς την αποστροφή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έβαλε τη χώρα στα μνημόνια το 2014, την παραδίδουμε στη χλεύη των πολιτών».
Τέλος υπογραμμίζει ότι «το πρόγραμμα που εξήγγειλε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι σαφές και κοστολογημένο. Για τον πρώτο χρόνο εφαρμογής τους, έχει δαπάνες 9,35 δισ. και έσοδα 3,74 δισ. Δηλαδή δημοσιονομικό κόστος 5,6 δισ. Με τη διάφορα ότι στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. τα λεφτά φεύγουν από τις εταιρείες ενέργειας και πηγαίνουν στον πολίτη, και όχι το αντίστροφο όπως πράττει η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη».