Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου
Καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ
Όσο συνέβαλαν στην ενεργειακή κρίση οι κερδοσκοπικές κινήσεις των διεθνών και εγχώριων ολιγοπωλίων, που εδώ και ένα χρόνο προκαλούν μεγάλες ανατιμήσεις στις τιμές του ρεύματος εξασφαλίζοντας τεράστια κέρδη, άλλο τόσο συμβάλλει σήμερα στην επαπειλούμενη ενεργειακή φτώχεια η Ρωσία, μέσω του κινδύνου μείωσης έως και διακοπής της προσφοράς του φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Σήμερα που η Ρωσία δείχνει τα δόντια της, απαντώντας με τον τρόπο αυτόν στην πολιτική αντιποίνων που η Ευρώπη εφάρμοσε εναντίον της εξ αιτίας της εισβολής στην Ουκρανία, γίνονται διακριτές οι δύο ενεργειακές κρίσεις που πλήττουν την Ευρώπη, καθώς και οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτές.
Η πρώτη ενεργειακή κρίση, η οποία ξεκίνησε με αυξήσεις των τιμών του ρεύματος σε ανύποπτο χρόνο πέρσι το καλοκαίρι, 6 μήνες τουλάχιστον πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, οφείλονταν στις κερδοσκοπικές κινήσεις των διεθνών και εγχώριων καρτέλ της ενεργειακής αγοράς.
Η ξαφνική αύξηση της ζήτησης σε φυσικό αέριο στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της υλοποίησης των διεθνών συμφωνιών για απανθρακοποίηση, με στόχο την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου και της κλιματικής κρίσης που αυτό προκάλεσε, διατάραξε του ενεργειακό ισοζύγιο.
Η αύξηση της ζήτησης σε φυσικό αέριο, με δεδομένη ακόμη τότε τη σταθερή προσφορά του από τη Ρωσία, προκάλεσε κραδασμούς στην ενεργειακή αγορά που οδήγησαν σε κερδοσκοπικές κινήσεις από πλευράς των ολιγοπωλίων που μεταφέρουν και διανέμουν το αέριο στην Ευρώπη.
Οι μεγάλες ανατιμήσεις στη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος από πλευράς των καρτέλ που μεταφέρουν το αέριο από τη Ρωσία και το διανέμουν στις ευρωπαϊκές αγορές, η λειτουργία των Χρηματιστηρίων της Ενέργειας, σύμφωνα με την οποία όλες οι εισαγόμενες ενεργειακές πηγές ακολουθούν υποχρεωτικά τις τιμές του φυσικού αερίου, καθώς και οι αυξήσεις που επέβαλαν με τη σειρά τους και οι πάροχοι και διανομείς του ρεύματος, προκάλεσαν την ακρίβεια που μας ταλαιπωρεί εδώ και ένα χρόνο.
Η Ελλάδα ειδικότερα, εξ αιτίας της αιφνίδιας και άκαιρης πολιτικής της απολιγνιτοποίησης την οποία επέβαλε από το 2020 ακόμη η κυβέρνηση, την ώρα μάλιστα που η συμφωνία για σταδιακή απομάκρυνση από το λιγνίτη μας έδινε μια δεκαετία προσαρμογής, προκάλεσε πολύ μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης σε φυσικό αέριο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η εξάρτηση από το φυσικό αέριο, το οποίο αν και ορυκτός άνθρακας και αυτός, είναι πάντως σε καθαρότερη μορφή από τον λιγνίτη, έγινε ακόμη μεγαλύτερη για τη χώρα μας, καθώς η απολιγνιτοποίηση εδώ συνέβη χωρίς πρώτα να έχει εξασφαλιστεί η αντικατάσταση του άνθρακα στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Η ολέθρια αυτή κίνηση, έγινε στο όνομα της «πράσινης» μετάβασης, χωρίς όμως να εξασφαλίσει την ανάπτυξη πράσινων μορφών ενέργειας στη χώρα, ωφελώντας μόνο τα καρτέλ του εισαγόμενου φυσικού αερίου.
Η Ελλάδα δηλαδή εγκατέλειψε τον εγχώριο και φτηνό λιγνίτη, χωρίς να τον αντικαταστήσει στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα με ανανεώσιμες πηγές, προκαλώντας έτσι μια αχρείαστη και μεγάλη εξάρτηση από το εισαγόμενο και ακριβό φυσικό αέριο.
Γίναμε έτσι το ιδανικό θύμα της κερδοσκοπίας των διεθνών, αλλά και των εγχώριων ενεργειακών καρτέλ.
Υπήρξαν όμως δύο αιτίες ακόμη που επιδείνωσαν κατά πολύ τη θέση της χώρας μας απέναντι στην ενεργειακή κρίση.
Η πρώτη είναι η εισαγωγή στο Ελληνικό Χρηματιστήριο του συνόλου των ενεργειακών πηγών της χώρας. Με αποτέλεσμα όλες οι πηγές του εγχώριου μίγματος, είτε είναι ανανεώσιμες, είτε και συμβατικές, να ακολουθούν υποχρεωτικά τις αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου. Τη στιγμή που τα ευρωπαϊκά κράτη πρόβλεψαν και εισήγαγαν στα χρηματιστήριά τους μικρά ποσοστά των ενεργειακών τους πηγών, μικρότερα του 29%, αφήνοντας σημαντικά περιθώρια διαμόρφωσης των τιμών του ρεύματος με συμφωνίες με τους καταναλωτές, εκτός του ράλι των διεθνών τιμών.
Η δεύτερη αιτία ήταν η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ πέρσι τον Αύγουστο. Μια κίνηση που πρόσθεσε στο ελληνικό ολιγοπώλιο των 4 επιχειρήσεων που παράγουν ρεύμα και μια πέμπτη, τη ΔΕΗ. Η οποία πλέον και αυτή εισήλθε στην κούρσα των κερδοσκοπικών ανατιμήσεων. Με μεγάλα κέρδη για τα ταμεία της, σε βάρος όμως των καταναλωτών που κάποτε, ως δημόσια ακόμη επιχείρηση, όφειλε να προστατεύει.
Έχοντας η κατάσταση στη χώρα διαμορφωθεί κατ’ αυτόν τον δυσμενή για την ενεργειακή μας αυτονομία τρόπο, η μόνη σανίδα σωτηρίας απέναντι στις ενισχυμένες κερδοσκοπικές κινήσεις των αγορών, ήταν η κρατική παρέμβαση με σκοπό τη ρύθμιση της αγοράς. Αυτό δηλαδή που έκαναν τα ευρωπαϊκά κράτη για να περιορίσουν τις ανατιμήσεις, να ελέγξουν την κερδοσκοπία και να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή ακρίβεια. Με πλαφόν στις αυξήσεις των τιμών, με επανακρατικοποιήσεις των κάποτε δημόσιων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού τους, όπως η Γαλλία του Μακρόν, με φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων και με μείωση των φόρων για τα καύσιμα και τα προϊόντα πρώτης ανάγκης που οι τιμές τους ακολουθούν την αύξηση του ρεύματος.
Η Ελλάδα όμως είναι από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη που, παρά τη μεγάλη ενεργειακή ακρίβεια, δεν παρενέβησαν ρυθμιστικά στη διαμόρφωση των τιμών του ρεύματος, μένοντας προσκολλημένη στο ιδεολόγημα της αυτορρύθμισης των αγορών. Περιμένοντας ακόμη και σήμερα τις τιμές να μειωθούν λόγω… υγιούς ανταγωνισμού, εν μέσω διεθνούς κρίσης και ιλιγγιωδών ανατιμήσεων.
Σήμερα, στην ενεργειακή κρίση που προκάλεσαν οι κερδοσκοπικές κινήσεις στις αγορές, έρχεται να προστεθεί μια ακόμη πολύ σοβαρότερη αυτή τη φορά κρίση. Η οποία οφείλεται στην απειλή μείωσης ή και διακοπής της προσφοράς του φυσικού αερίου από την πλευρά της Ρωσίας.
Η αύξηση της ζήτησης σε φυσικό αέριο που ζήσαμε τόσον καιρό, ως αποτέλεσμα της πρώιμης πολιτικής της απανθρακοποίησης, σε συνδυασμό με τη σημερινή σοβαρή απειλή μείωσης ή και διακοπής της προσφοράς του τον χειμώνα, οδηγεί σε εφιαλτικά σενάρια την Ευρώπη.
Η ενεργειακή φτώχεια που μας περιμένει είναι ένας συνδυασμός τεράστιων ανατιμήσεων από πλευράς αγορών αφενός και μιας απειλής διακοπής της παροχής του φυσικού αερίου αφετέρου. Η οποία, αν υλοποιηθεί, δεν θα κάνει απλώς το φυσικό αέριο ακόμη ακριβότερο λόγω σπανιότητας, αλλά θα το εξαφανίσει από τα ενεργειακά αποθέματα των ευρωπαϊκών κρατών.
Είναι σαφές ότι η μόνη επιλογή που έχει σήμερα η Ελλάδα για να αποφύγει τον εφιάλτη, είναι να ξεκινήσει και αυτή τον χειμώνα από την ίδια αφετηρία για την τιμή του ρεύματος με την υπόλοιπη Ευρώπη. Καθώς οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς και η απροθυμία της κυβέρνησης να λάβει μέτρα για τον περιορισμό των ανατιμήσεων και τον έλεγχο της κερδοσκοπίας, έχουν κάνει την Ελλάδα των χαμηλών μισθών από τις ακριβότερες ενεργειακά χώρες στην Ευρώπη.
Μόνη λύση λοιπόν σήμερα είναι έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, να αλλάξει η ενεργειακή πολιτική.
Να αρχίσουν κρατικοί έλεγχοι προκειμένου να ρυθμιστεί η ελληνική ενεργειακή αγορά, μέσω πλαφόν για τις ανατιμήσεις, αυστηρών ελέγχων για την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας, φορολόγησης του συνόλου των υπερκερδών των παραγωγών και παρόχων του ρεύματος, ώστε οι επιδοτήσεις να προέρχονται από τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων και όχι από τους φορολογούμενους. Και τέλος πρέπει να μειωθεί η υψηλή φορολογία των καυσίμων και των ειδών και προϊόντων πρώτης ανάγκης, για να συμβάλει και το ελληνικό δημόσιο, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.
Κι ακόμη, πρέπει να επανακρατικοποιηθεί η ΔΕΗ, για να υπάρχει και πάλι στη δύσκολη αυτή εποχή μια δημόσια επιχείρηση που να ελέγχει και να ρυθμίζει την αγορά, προστατεύοντας το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον των καταναλωτών.
Και τέλος πρέπει να αλλάξει η λειτουργία του Χρηματιστηρίου της Ενέργειας, προκειμένου να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ώστε να εισάγεται μέρος μόνο των ενεργειακών πηγών σε αυτό, προκειμένου να μη ακολουθούν οι τιμές όλων των πηγών αναγκαστικά τις πανάκριβες τιμές του φυσικού αερίου. Γιατί η ενεργειακή κρίση που φέρνει η Ρωσική απειλή θα είναι κρίση φυσικού αερίου, όχι κρίση και των υπολοίπων ενεργειακών πηγών.
Αν δεν υπάρξουν αυτές οι άμεσες διορθωτικές κινήσεις από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης, οι ενεργειακές αγορές με την κερδοσκοπία από τη μια και η Ρωσία με την απειλή διακοπής του φυσικού αερίου από την άλλη, θα κάνουν τον ελληνικό χειμώνα πολύ βαρύτερο από τον ευρωπαϊκό.