Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου,
Καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ
Η Ευρώπη, στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, μαστίζεται από μια πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση. Και ο χειμώνας που έρχεται απειλητικός ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω σε κυβερνήσεις και σε πολίτες.
Στην Ελλάδα η ενεργειακή κρίση και οι υπέρμετρες ανατιμήσεις του ρεύματος αντιμετωπίζονται με μια επιδοματική πολιτική. Σύμφωνα με την οποία το ρεύμα ακριβαίνει λόγω διεθνούς ενεργειακής κρίσης και η κυβέρνηση, προστατεύοντας τους πολίτες από την εισαγόμενη ακρίβεια, επιδοτεί τα τιμολόγια, ανακουφίζοντας τους καταναλωτές.
Η πρώτη εντύπωση από τη διαχείριση της κρίσης είναι θετική, μια και η κυβέρνηση στέκεται δίπλα στους δοκιμαζόμενους πολίτες, ενισχύοντάς τους οικονομικά για να αντιμετωπίσουν τα πανάκριβα τιμολόγια του ρεύματος.
Αν όμως κανείς μπει στον κόπο και ρίξει μια ματιά σε αυτά που συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη και συγκεκριμένα αν συγκρίνει την εκεί διαχείριση της ενεργειακής κρίσης με όσα συμβαίνουν εδώ, καταλήγει σε μια σειρά από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που αλλάζουν την αρχική εικόνα.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη. Τον Αύγουστο μάλιστα η τιμή του εδώ οικιακού ρεύματος ήταν η τρίτη ακριβότερη, ενώ οι τιμές του ρεύματος για τις επιχειρήσεις ήταν οι πιο ακριβές στην Ευρώπη.
Η χώρα μας, με 616,38 ευρώ τη χονδρεμπορική τιμή της μεγαβατώρας σήμερα, μοιράζεται μαζί με 5 κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ και συγκεκριμένα με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία, τη δεύτερη ακριβότερη τιμή ρεύματος στην Ευρώπη. Με πρώτη την πλούσια Ελβετία, στην οποία η μεγαβατώρα στη χονδρική έχει 624 ευρώ.
Ενδεικτικά στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι κυβερνήσεις των οποίων έλαβαν σοβαρά μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, διεκδικώντας και έχοντας επιτύχει να ενταχθούν σε ειδικό καθεστώς στη Σύνοδο Κορυφής όπου λήφθηκαν οι αποφάσεις για την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, η τιμή της μεγαβατώρας είναι μόλις 183 ευρώ.
Οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι δηλαδή πληρώνουν 3,5 φορές φτηνότερα στη χονδρική τη μεγαβατώρα από εμάς.
Κι ακόμη η λιανική τιμή του ρεύματος στη Γερμανία, με τις πολύ υψηλότερες αμοιβές για τους εργαζόμενους από εμάς, είναι μόλις 0,33 ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Οι Γερμανοί πληρώνουν δηλαδή 3 φορές σχεδόν χαμηλότερα τιμολόγια ρεύματος σε σχέση με εμάς.
Αν όμως ισχύει ο ισχυρισμός ότι η ενεργειακή κρίση είναι πράγματι εισαγόμενη, τότε πως γίνεται και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν τόσο φτηνότερο ρεύμα;
Γιατί δηλαδή η Ελλάδα δεν εισάγει τις φτηνές τιμές του ρεύματος που ισχύουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά διαμορφώνει πολύ υψηλότερα τιμολόγια;
Το πρώτο χρήσιμο συμπέρασμα είναι ότι ναι μεν η ενεργειακή κρίση είναι διεθνής, οι μεγάλες ανατιμήσεις όμως και οι πολύ μεγαλύτεροι, σε σχέση με την Ευρώπη, λογαριασμοί του ρεύματος που εμείς οι Έλληνες είμαστε αναγκασμένοι να πληρώνουμε, δεν οφείλονται σε διεθνείς, αλλά σε εγχώριες συνθήκες.
Η δεύτερη σημαντική παρατήρηση αφορά στην εξήγηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Που είναι ότι ελληνική κυβέρνηση, έχοντας επιλέξει να εφαρμόσει επιδοματική πολιτική στα τιμολόγια του ρεύματος, δεν επεμβαίνει ρυθμιστικά στην ενεργειακή αγορά και δεν επιβάλλει πλαφόν στις ανατιμήσεις, όπως κάνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αφήνοντας τις τιμές να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. Για να έρθει εκ των υστέρων, σε μια ήδη διαμορφωμένη ακριβή ενεργειακή αγορά και να επιδοτήσει τα τιμολόγια των καταναλωτών.
Κι ακόμη στη χώρα μας, ακολουθώντας το γνωστό δόγμα της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς ιδιωτικοποιήθηκε η ΔΕΗ, την ώρα που ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος οικονομικά πρόεδρος Μακρόν στη Γαλλία προσέφυγε σε μέτρα κρατικής παρέμβασης στις αγορές, με την επανακρατικοποίηση της Γαλλικής ΔΕΗ και την επιβολή πλαφόν στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων παραγωγής και παροχής ρεύματος.
Η δεύτερη χρήσιμη παρατήρηση λοιπόν είναι ότι στη χώρα μας, αντί να ελέγξουμε την ακρίβεια, όπως έκανε η υπόλοιπη Ευρώπη, την αποδεχτήκαμε για να επιδοτήσουμε στη συνέχεια τους καταναλωτές ώστε να την αντιμετωπίσουν.
Πρόκειται για την πολιτική του Επιμηθέα και όχι του Προμηθέα. Μια πολιτική που είναι γνωστή ως «εκ των υστέρων συνδρομή και όχι έγκαιρη παρέμβαση για την αποφυγή του προβλήματος».
Η τρίτη παρατήρηση από τη συγκριτική αξιολόγηση της διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης εδώ και στη υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι στην Ελλάδα, η μη επέμβαση στις παράλογες ανατιμήσεις που επέβαλαν οι επιχειρήσεις παραγωγής και παροχής ρεύματος συνέβαλε ώστε αυτές να οδηγηθούν σε υπερκέρδη. Τα οποία ακόμη δεν έχουν φορολογηθεί.
Αντί η κερδοσκοπία στην αγορά ρεύματος στη χώρα μας να συνιστά ποινικό αδίκημα και να διώκεται, όπως αλλού, αφήνεται ανεξέλεγκτη και αντιμετωπίζεται εκ των υστέρων, με επιδοτήσεις των ήδη πανάκριβων τιμολογίων.
Η τέταρτη παρατήρηση αφορά σε αυτήν καθ’ εαυτή την πολιτική της επιδότησης των κερδοσκόπων της ενεργειακής αγοράς.
Η επιδοματική πολιτική, ενώ φαίνεται να στηρίζει τους καταναλωτές, στην πραγματικότητα επιδοτεί τις μεγάλες επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν σε βάρος του πολίτη. Γιατί οι επιδοτήσεις μεταφέρονται απευθείας από τους καταναλωτές στους κερδοσκόπους.
Αντί δηλαδή να επιδιώκεται ο έλεγχος της ενεργειακής αγοράς και ο περιορισμός των ανατιμήσεων, όπως συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, νομιμοποιείται και επιδοτείται με δημόσιο χρήμα η αισχροκέρδεια.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη επιχείρηση αναδιανομής πλούτου και μεταφοράς του από το κράτος και από τους φορολογούμενους, μέσω των επιδοτήσεων και των τιμολογίων του ρεύματος αντίστοιχα, στις επιχειρήσεις παραγωγής και παροχής ρεύματος.
Οι οποίες, αν και διαχειρίζονται και εμπορεύονται ένα φυσικό αγαθό απαραίτητο για την επιβίωση των πολιτών, αυξάνουν ανεξέλεγκτα τις τιμές του στα ύψη προκειμένου να προσποριστούν υπερκέρδη.
Η έκτη και τελευταία παρατήρηση αφορά στο ζημιογόνο για την εθνική οικονομία ρόλο των κρατικών επιδοτήσεων.
Επιδοτώντας με 1,9 δις δημόσιο χρήμα τις επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν, αυτό που συμβαίνει είναι ότι επιδεινώνονται σοβαρά οι δημοσιονομικοί δείκτες. Ήδη, το πλεόνασμα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο, μετά την έξοδο από τα μνημόνια, έχει γίνει σήμερα έλλειμμα και μάλιστα της τάξης του 9,7% του ΑΕΠ. Που σημαίνει αντίστοιχη αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας.
Υπενθυμίζεται ότι το 2009, η χώρα με έλλειμμα 15,1% του ΑΕΠ μπήκε σε δημοσιονομική επιτήρηση από τους δανειστές της.
Σήμερα, με το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 9,7% του ΑΕΠ είμαστε πολύ κοντά και πάλι σε μια νέα περιπέτεια αυστηρής δημοσιονομικής επιτήρησης, μόλις καταφέραμε μετά από 10 χρόνια να απαλλαγούμε από αυτήν.
Αν αυτό συμβεί, θα είμαστε πάλι εμείς, οι καταναλωτές του ρεύματος που σήμερα χαιρόμαστε με τις επιδοτήσεις, που θα κληθούμε να πληρώσουμε το λογαριασμό.
Δεν είναι, λοιπόν, τόσο αθώες οι επιδοτήσεις των τιμολογίων του ρεύματος, τη στιγμή που υπάρχει μεγάλο περιθώριο κρατικής επέμβασης και μείωσης των αυξημένων τιμολογίων.
Η χώρα πρέπει άμεσα να αλλάξει πολιτική και να ευθυγραμμιστεί με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη.
Να εγκαταλειφθεί δηλαδή η πολιτική των εκ των υστέρων επιδοτήσεων σε ήδη διαμορφωμένα ακριβά τιμολόγια ρεύματος.
Και να ακολουθηθεί μια πολιτική ρύθμισης της ενεργειακής αγοράς, ελέγχου της κερδοσκοπίας και δραστικού περιορισμού των ανατιμήσεων.
Οι κινήσεις που πρέπει να γίνουν άμεσα είναι οι εξής:
- Επιβολή πλαφόν στις ανατιμήσεις στο πρότυπο των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών
- Επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ στο πρότυπο της Γαλλίας.
- Φορολόγηση του συνόλου των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η όποια επιδότηση των χαμηλότερων πλέον τιμολογίων από αυτούς τους φόρους και όχι από τους καταναλωτές και από το κράτος, μέσω εξωτερικού δανεισμού.
- Προσαρμογή του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας στα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου οι εισηγμένες επιχειρήσεις συμμετέχουν σε ένα μικρό ποσοστό, κάτω του 29%, στην ενεργειακή αγορά. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που συμμετέχει κατά 100%, εξαρτώντας απόλυτα τα τιμολόγια από τις αυξημένες διεθνώς τιμές του φυσικού αερίου.
Η αλλαγή πολιτικής όσον αφορά στην κρατική παρέμβαση στην ενεργειακή αγορά θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ακρίβεια και θα εμποδίσει την κερδοσκοπία σε μια δύσκολη εποχή, μοιράζοντας το κόστος τα ενεργειακής κρίσης μεταξύ των καταναλωτών, του κράτους και των ενεργειακών επιχειρήσεων.
Για να σταματήσουν να μαστίζονται οι πολίτες από την ακρίβεια, την ώρα που οι ενεργειακές επιχειρήσεις κερδοσκοπούν σε βάρος τους και μετρούν υπερκέρδη.
Αλλιώς δεν βγαίνει ο χειμώνας…