Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Με τον Μεγάλο Περίπατο έχανες τη ζαρντινιέρα και το οδόστρωμα-χαλί. Στην Πανεπιστημίου, ακόμη, ο μουσαμάς σε προκαλεί, αλλά ας μη βιαζόμαστε μπορεί να αναδυθεί θάλασσα γυαλί.
Το Σύνταγμα, το κάτω τμήμα της πλατείας, ελευθερώθηκε από τις λαμαρίνες, μα δεν είδαμε πλατίνες. Σύμφωνοι, το έργο, που καθυστέρησε πολύ να παραδοθεί, δεν έχει ολοκληρωθεί. Ο τόπος βράζει, όπως και τα μαρμάρινα υπόλευκα παγκάκια, οι κουτσουπιές και οι γρεβιλέες είναι εύθραυστα δεντράκια -μόλις φυτεύτηκαν, πρέπει να περιμένουμε για τη συνεισφορά τους στο μικροκλίμα και τη σκίαση, όταν ανοίξει η κόμη τους, γιατί δεν αναπτύσσεται γρήγορα το μπόι τους-, οι πέργκολες είναι γυμνές, τα δύο σιντριβάνια είναι τρύπες χωρίς νερά.
Σύμφωνοι, άνοιξε ο χώρος προς την Ερμού, τον πιο εμπορικό δρόμο της Αθήνας. Επιπλέον χώρος για τους πεζούς. Θα ανθίσουν την ερχόμενη άνοιξη οι κουτσουπιές, μοβ φωτιές θα παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο, αν δεν πάρουν τις ρίζες τους και φύγουν, τα άχαρα ημιδιάφανα περίπτερα θα συμπληρώσουν το σκηνικό -δεν ταιριάζει φαίνεται με το σκληρό λευκό μάρμαρο το ξύλινο κίτρινο περίπτερο, το χαρακτηριστικό ελληνικό-, στις πέργκολες, όμως, θα δέσει το γλυκό. Στις τέντες και τα τραπεζοκαθίσματα των παρακείμενων καταστημάτων.
Η πλατεία είναι πάντα γεμάτη. Θα δούμε αν θα 'χει κάτι. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο σε κάθε αστική παρέμβαση και όχι αν βαφτίστηκε ο τρόπος υλοποίησης πρωτοποριακός, με την πρώτη φάση των ήπιων διαμορφώσεων και τη δεύτερη των μόνιμων έργων.
Θα δούμε αν θα 'χει κάτι. Λίγο παραπάνω πράσινο και σκιά από δέντρα κι όχι από τέντα.
Θα δούμε αν θα 'χει κάτι. Οι πλατείες της πρωτεύουσας έχουν γινάτι και οι αποσπασματικές ιστορίες από την Ομόνοια έως το Κολωνάκι βγάζουν μάτι.